Πήγε στη Χρυσή Αυγή όχι προκειμένου να διανείμει τρόφιμα, αλλά για να πάρει τρόφιμα. Είναι ακόμη πιο μελό η υπεράσπιση λοιπόν, αφού πάλι δίνεται έμφαση στο «ανθρωπιστικό έργο» της Χρυσής Αυγής, αλλά αυτή τη φορά από την πλευρά του ωφελούμενου. Ευλόγως ερωτάται από την έδρα, πώς γίνεται τότε να έχει φωτογραφηθεί να χαιρετά ναζιστικά, οπότε απαντά ότι τη δεύτερη φορά που πήγε έβγαλαν φωτογραφία και στη φωτογραφία οι άλλοι χαιρετούν έτσι, ο ίδιος απλώς σήκωσε τη γροθιά του.
Κάνεις λίγο πίσω με ένα στιγμιαίο φλάς μπακ για να δεις ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος. Ήταν κολλητός φίλος του Άγγου, μιλούσαν δύο με τρεις φορές την ημέρα. Είχαν πάει μαζί για να δουν τον αγώνα στο Κοράλλι.
Εκεί γίνεται ακόμη πιο απρόβλεπτη η υπεράσπιση. Όταν κάποιος από μια κοντινή παρέα, τη βραδιά της δολοφονίας, αναφέρει την πηγάδα στην καφετέρια, στον Άγγο που φοράει την μπλούζα της Χρυσής Αυγής (ανάποδα), ο Τσαλίκης δεν γυρίζει καν να κοιτάξει ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν, πόσοι είναι, αν κινδυνεύουν, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα.
Μετά τη δολοφονία, πήρε να ρωτήσει τον Άγγο τι συνέβη; Όχι, απαντά, μίλησαν από το μπαλκόνι μία φορά (!), αλλιώς δεν ενδιαφερόταν να μάθει. Γιατί δεν ενδιαφερόταν; Πώς γίνεται να μην ενδιαφερόταν; Πώς γίνεται να βρίσκεται κατηγορούμενος και να μη μιλάει με τους φίλους του που ενεπλάκησαν σε υπόθεση δολοφονίας; Γίνεται. Όλα γίνονται.
Όταν φτάνουμε στις ερωτήσεις των συνηγόρων, επανέρχεται το ίδιο πικρό χαμόγελο που χαρακτηρίζει τον τραγέλαφο των απολογιών: το μίγμα ανατριχίλας και γελοιότητας. Ερωτάται αν επιβεβαιώνει τη δήλωση Καλαρίτη ότι μία παρά, το βράδυ της δολοφονίας, μιλούσαν για καναρίνια και απαντά πως ναι, είναι το χόμπι του. Εξάλλου μιλάει τη βραδιά της δολοφονίας σε έξι συνεχόμενα τηλεφωνήματα για το ποδόσφαιρο. Τον ρωτούν πώς είναι δυνατόν αυτό, αφού μιλάει με τον Άγγο στις 12.23, όταν ο Άγγος ήδη γνωρίζει, όπως έχει δηλώσει, για το μαχαίρωμα. Πώς γίνεται να μιλούν για το ποδόσφαιρο; Γίνεται.
Ας πούμε ότι οι απολογίες αυτές δεν προσφέρονται για την ηρωοποίηση των χρυσαυγιτών. Ιδίως τώρα, χωρίς το κόμμα στη Βουλή, με τη συμμετοχή σε πτώση, με τον Μιχαλολιάκο να παραπονιέται ότι εδώ και καιρό δεν μπορούν να κάνουν συγκεντρώσεις γιατί τις διαλύουν αντιφασίστες, η εικόνα είναι θλιβερή. Είναι δηλαδή αυτό που μένει από τη λατρεία της δύναμης όταν λείψει η δύναμη. Ένα περιφερόμενο τίποτα. Ο Μιχαλολιάκος είναι επίσης κατηγορούμενος, αλλά δεν εμφανίζεται βεβαίως στο δικαστήριο. Εδώ και καιρό, οι δρόμοι χωρίζουν. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που είχαν συγκινήσει τον Τσακανίκα, δεν είναι στη διπλανή πόρτα.
Ξέρουμε ιστορικά ότι η πηγή από την οποία αντλεί ο φασισμός είναι τα μικροαστικά στρώματα. Δεν είναι τα υψηλά στρώματα, που δεν λερώνουν τα χέρια τους, και δεν είναι οι λούμπεν, που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Είναι τα συντηρητικά χαμηλά στρώματα που αναζητούν στόχο στους ακόμα πιο αδύναμους.
Αυτοί οι άνθρωποι που παρελαύνουν τώρα από τη δίκη για να απολογηθούν ως κατηγορούμενοι είναι άνθρωποι που δικάζονται για σοβαρότατα εγκλήματα, δεν είναι συνάνθρωποί μας που παρασύρθηκαν. Κανείς δεν παρασύρεται τόσο μακριά. Δεν μπορείς να παρασυρθείς σε μια οργανωμένη δολοφονία από τάγμα εφόδου. Κάπου σε αυτή τη διαδρομή θα πρέπει κάποια ίνα της ηθικής σου να αντισταθεί. Αν δεν γίνει αυτό, δεν υπάρχει δικαιολογία. Και αν αυτή η παρατήρηση είναι περιττή για τους ηθικά πορωμένους φονιάδες, δεν είναι για όσους εξακολούθησαν να στηρίζουν τη Χρυσή Αυγή.
Ο φασίστας μαχαιροβγάλτης πρέπει να εμποδιστεί και να πληρώσει για τα εγκλήματά του. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι όμως που ψήφιζαν τη Χρυσή Αυγή δεν πρόκειται να πληρώσουν. Χρειάζεται όμως να καταλάβουν.