του Διονύση Σκλήρη

Οι ίδιες οι συγγραφείς παρουσιάζουν ως εξής το εγχείρημά τους: «Με την Τελευταία μπλόφα ευελπιστούμε ότι καταφέραμε να παραθέσουμε την πιο αναλυτική, ολοκληρωμένη και κυρίως νηφάλια αφήγηση της πιο κρίσιμης χρονιάς για την Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση» (σ. 14). Κυρίως στον φιλελεύθερο και δεξιό πολιτικό λόγο προωθήθηκε αυτή η εκδοχή ότι αφενός η εκδοχή των Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού είναι η «νηφάλια», η «αντικειμενική» αποτίμηση του 2015 σε αντίθεση με του Γιάνη Βαρουφάκη που έχει, υποτίθεται, τη μονομέρεια του χαρακτήρα των απομνημονευμάτων, και, αφετέρου, ότι πρέπει να διαβάσουμε «επιτέλους» την αλήθεια που είχε αποκρυβεί τα προηγούμενα χρόνια.

Τώρα, όποιος πραγματικά διαβάσει και τα δύο βιβλία, διαπιστώνει με κάποια έκπληξη ως προς την περιρρέουσα προπαγάνδα, ότι σε ό,τι αφορά στα γυμνά γεγονότα, το βιβλίο των Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού ουσιαστικά συμφωνεί με το βιβλίο του Βαρουφάκη και το επαληθεύει. Η διαφορά των δύο βιβλίων έγκειται αφενός στο ποιος είναι ο αφηγητής και αφετέρου στο κυρίαρχο αίσθημα.

Στο μυαλό του Γερούν Ντάισελμπλουμ

Ως προς το πρώτο, στο εισαγωγικό σημείωμα, οι δύο συγγραφείς παραδέχονται τη μεθοδολογία που ακολούθησαν: «Όλες οι συνεντεύξεις έγιναν «off the record», καθώς πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους εξακολουθούν να βρίσκονται και σήμερα στις ίδιες θέσεις, ενώ τα γεγονότα εκείνης της εποχής παραμένουν ευαίσθητα. Έτσι, η μεγάλη πλειονότητα όσων μας μίλησαν δέχτηκαν να καταθέσουν τη μαρτυρία τους υπό την προϋπόθεση να μην κατονομαστούν. Γι’ αυτό τον λόγο, όπου παρουσιάζεται στο βιβλίο οποιοσδήποτε διάλογος, αυτός δεν έχει προκύψει απαραίτητα από τον βασικό συνομιλητή· πολλές φορές βασιστήκαμε στις μαρτυρίες άλλων παρευρισκομένων, όπως για παράδειγμα συνεργατών που ήταν παρόντες στις συναντήσεις ή τα τηλεφωνήματα που συχνά πραγματοποιούνταν σε ανοιχτή ακρόαση» (σ. 12-13), ενώ οι συγγραφείς βασίστηκαν και σε  γραπτούς απολογισμούς, «σε e-mails, SMS, πρακτικά και σημειώσεις συναντήσεων, όπως και σε πολλά έγγραφα –απόρρητα ή μη-, ατζέντες, λίστες τηλεφωνημάτων, φωτογραφίες και ό,τι άλλο υλικό μας εμπιστεύτηκαν όσοι μίλησαν μαζί μας» (σ. 13). Προκύπτει έτσι ένα ζήτημα αξιοπιστίας για το βιβλίο, καθώς έχουμε συνήθως σε αυτό έναν παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος εμφανίζεται να γνωρίζει τα πάντα, χωρίς να δηλώνονται ρητώς οι πηγές. Ο αναγνώστης του βιβλίου καλείται να δώσει λευκή επιταγή στις συγγραφείς, πλήρη εμπιστοσύνη στο ότι αυτές όντως βασίζονται σε πηγές, οι οποίες υποτίθεται ότι λόγω της ευαισθησίας του θέματος δεν κατονομάζονται. Όλως παραδόξως, αυτό από το οποίο κυρίως αντλεί την (κατά τα άλλα μεθοδολογικώς προβληματική) αξιοπιστία του το βιβλίο είναι ότι στα κύρια σημεία της εξιστόρησης συμφωνεί εντυπωσιακά με την εξιστόρηση του Γιάνη Βαρουφάκη. Ενώ, όμως, στο βιβλίο του Βαρουφάκη έχουμε εκτενή αποσπάσματα σε ευθύ λόγο και βεβαίως το ντοκουμέντο της παρουσίας ενός αυτήκοου και αυτόπτη μάρτυρα, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε εκ των υστέρων, στο βιβλίο των Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού έχουμε έναν παντογνώστη αφηγητή, κυρίως σε πλάγιο λόγο, ο οποίος, όμως, επικεντρώνει σε κάποιο κάθε φορά πρόσωπο, το οποίο μπορεί να υποτεθεί από τον αναγνώστη ότι υπήρξε ο βασικός πληροφοριοδότης. Αφηγηματικώς, είναι σαν να έχουμε ταυτόχρονα έναν παντογνώστη αφηγητή, αλλά και μια αφηγηματική «κάμερα» να ακολουθεί κυρίως έναν κάθε φορά πρωταγωνιστή με τον οποίο βρίσκεται σε προνομιακή σχέση και μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπουμε τη σκηνή. Μάλιστα, όχι μόνο μέσα από τα μάτια, αλλά και μέσα από τα αισθήματα και την ψυχική διάθεση, στα οποία έχει πρόσβαση ο παντογνώστης αφηγητής, επικεντρώνοντας κατ’ εξοχήν σε αυτά.

Όχι χωρίς κάποια έκπληξη, ο αναγνώστης σταδιακά έρχεται στην επίγνωση ότι πρόκειται για ένα βιβλίο από την πλευρά των δανειστών, των «θεσμών». Βασικά πρόσωπα τα οποία παρακολουθεί ο παντογνώστης αφηγητής, έχοντας προνομιακή πρόσβαση και στη συναισθηματική τους πρόσληψη, είναι λ.χ. ο Γερούν Ντάισελμπλουμ [Jeroen Dijsselbloem], επικεφαλής του Eurogroup το 2013-2018 και Υπουργός Οικονομικών της Ολλανδικής κυβέρνησης το 2012-2017, ο Τόμας Βίζερ [Thomas Wieser], επικεφαλής του Euroworking group το 2011-2018 και από την, ας πούμε, ελληνική πλευρά (με κάποια ερωτηματικά για το «ελληνική») ο Γιώργος Χουλιαράκης, Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Οικονομικών από τον Ιανουάριο 2015 και στην κυβέρνηση Σεπτεμβρίου 2015 αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών. Γενικά, αν συμπληρώνει σε κάτι αυτό το βιβλίο το αντίστοιχο του Γιάνη Βαρουφάκη, είναι ότι τα ίδια γεγονότα περιγράφονται τώρα από την πλευρά των δανειστών, των εκπροσώπων των «θεσμών», των τροϊκανών, καθώς και του Γιώργου Χουλιαράκη αντί για την πλευρά των Ελλήνων.

#ντρέπομαι

Ταυτοχρόνως, υπάρχει πάντως και ένα αίσθημα που κατακλύζει το βιβλίο και προσιδιάζει μάλλον σε έναν Έλληνα που είτε ζει στο εξωτερικό είτε έχει εσωτερικεύσει ένα ξένο βλέμμα για τον εαυτό του, και αυτό είναι το αίσθημα της ακατάσχετης ντροπής. Ένα «ντρέπομαι» που θυμίζει το ομώνυμο hashtag δεξιών και φιλελευθέρων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά τα χρόνια 2015-2019, πλημμυρίζει το βιβλίο. Είναι ένα «ντρέπομαι» που δεν προκύπτει τόσο από τις off the record μαρτυρίες, που είναι κυρίως των δανειστών, εκπροσώπων των «θεσμών», και, καθώς αφήνεται να φανεί, του Γιώργου Χουλιαράκη, αλλά από τον τρόπο που συμπλέκονται στην αφήγηση γεγονότα, σημαίνοντα μικροπεριστατικά και συναισθηματικές προσλήψεις και αντιδράσεις, έτσι ώστε να εκβιαστεί από τον αναγνώστη μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να ντρεπόμαστε για το πόσο εξευτελιστήκαμε το 2015. Αυτή η διαφορά στην υποκειμενική και συναισθηματική πρόσληψη των ίδιων γεγονότων είναι που διακρίνει το βιβλίο των Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού από του Βαρουφάκη. Βεβαίως και τα δύο έχουν γραφτεί από Έλληνες που έχουν ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και βλέπουν την Ελλάδα και απ’ έξω. Ωστόσο, στο έργο του Γιάνη Βαρουφάκη η συναισθηματική πρόληψη των γεγονότων είναι από τη σκοπιά ενός διεθνικού κοσμοπολιτικού ηρωισμού με περηφάνια για τις όποιες στιγμές αντίστασης έχουν καταγραφεί στην ελληνική παράδοση, σε συντονισμό με τον διεθνή προοδευτικό ηρωισμό, ενώ στο βιβλίο των Βαρβιτσιώτη- Δενδρινού είναι περισσότερο η ντροπή του εμιγκρέ ή της εγχώριας ελίτ για το πόσο τον κάνουν ρεζίλι οι αυτόχθονες Ελλαδίτες και η πλέμπα με τους λαϊκιστές εκπροσώπους της.

Είναι κυρίως αυτά που διακρίνουν τα δύο βιβλία. Η Τελευταία Μπλόφα είναι ένα βιβλίο από τη μεριά των δανειστών αντί για των Ελλήνων, που χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος επικεντρώνει σε έναν κυρίως πρωταγωνιστή, και που η αφηγηματική πρόσληψη των ίδιων γεγονότων βυθίζει τον αναγνώστη σε ένα αίσθημα ντροπής, αντί για τον διεθνικό ηρωισμό που εμπνέει τους Ανίκητους Ηττημένους. Κατά τα άλλα, είναι εντυπωσιακό ότι ενώ ο σημερινός δεξιός και φιλελεύθερος λόγος παρουσιάζει το βιβλίο ως διάψευση των Ανίκητων Ηττημένων, αυτό επί της ουσίας επιβεβαιώνει βασικά στοιχεία του ερμηνευτικού αφηγήματος Βαρουφάκη για την κρίση, πράγμα που συνιστά και μία από τις (ακούσιες ενδεχομένως) αρετές του. Λ.χ. στις σ. 16-18 διαβάζουμε: «Το πρόγραμμα που σχεδιάστηκε για την Ελλάδα δεν αντιμετώπισε από την αρχή το πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αυτή είναι, άλλωστε, και μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του: Οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν δέχτηκαν εξαρχής μια σημαντική ελάφρυνση του χρέους, που θα διευκόλυνε την επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη, εν μέρει για να προστατέψουν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν μεγάλο μέρος των ελληνικών ομολόγων, και εν μέρει επειδή φοβούνταν τις οικονομικές συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να είχε και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη […] Ούσα η πρώτη χώρα που μπήκε σε καθεστώς μνημονίου, η Ελλάδα έγινε κάτι σαν πειραματόζωο, αποτέλεσε μια δοκιμή για τις επόμενες διασώσεις της Ευρωζώνης. […] Η τρόικα, η οποία σχεδίαζε το μνημόνιο και επόπτευε την εφαρμογή του – αποτελούμενη από εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ-, επικεντρώθηκε εξαρχής στην εξάλειψη των επιφαινομένων της ελληνικής κρίσης, όπως ήταν τα δίδυμα ελλείμματα, και όχι στην εξυγίανση των βαθύτερων αιτίων της, με αποτέλεσμα οι οδυνηρές περικοπές να μη συνοδευτούν από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετώπιζαν τη ρίζα των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας».

Αργότερα, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει, όπως και στο βιβλίο του Βαρουφάκη, την πάγια τακτική των θεσμών να παραπέμπουν ο ένας στον άλλο για να καταστεί αδύνατη η διαπραγμάτευση, λ.χ. οι πολιτικοί στους τεχνοκράτες και αντιστρόφως, το Δ.Ν.Τ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αντιστρόφως, με αποτέλεσμα οι λύσεις να συνδυάζουν συνήθως τα χειρότερα των δύο κόσμων. Επίσης, εντυπωσιακό είναι ότι ο Γιώργος Χουλιαράκης, που στο βιβλίο του Βαρουφάκη παρουσιάζεται ως κάποιος που εκπροσωπούσε περισσότερο τα συμφέροντα της εγχώριας και διεθνούς ολιγαρχίας υπονομεύοντας τη διαπραγμάτευση των συναδέλφων του, στο βιβλίο των Βαρβιτσιώτη- Δενδρινού παρουσιάζεται ως ο μόνος «σοβαρός», με τον οποίο οι δανειστές μπορούσαν να συνομιλήσουν· ο αναγνώστης, πάντως, θα βρει και ενδιαφέρουσες έως σπαρταριστές λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν αυτές οι συνομιλίες με τον «σοβαρό» της ελληνικής ομάδας.

Οι λίγες αλλά όχι ασήμαντες διαφορές των δύο βιβλίων ως προς τα γεγονότα είτε αφορούν σε γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν είτε οφείλονται στο ότι ακριβώς το βιβλίο των Βαρβιτσιώτη- Δενδρινού γράφεται από την πλευρά των δανειστών, με αποτέλεσμα να έχει διαφορετικές προτεραιότητες και προοπτικές από το βιβλίο του Βαρουφάκη, που γράφεται από την πλευρά των Ελλήνων. Μεταξύ λ.χ. των διαφορών αυτών μπορεί κανείς συνοπτικά να αναφέρει: α) την αγιοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου, η οποία παρουσιάζεται ότι ήθελε πολύ λίγο για να βγάλει τη χώρα από την κρίση, αλλά δεν της δόθηκε αυτή η ευκαιρία, μια εικασία, που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί· β) τον ενδιαφέροντα υπαινιγμό ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε εξαρχής εργαλειοποιήσει το ζήτημα του Μακεδονικού, προκειμένου να αποσπάσει την εύνοια της Άνγκελα Μέρκελ [Angela Merkel], κάτι που χρειάζεται πάντως διασταύρωση· γ) την ενδελεχή και άκρως καταστροφολογική ανάπτυξη του σχεδίου Β των δανειστών, το οποίο ακριβώς οφείλεται στο ότι το βιβλίο έχει γραφτεί από τη δική τους πλευρά, σε ενδιαφέρουσα αντίθεση με το βιβλίο του Βαρουφάκη, που περιγράφει τα ελληνικά εναλλακτικά σχέδια· δ) κάποιες λεπτομέρειες λ.χ. για το αν είχαμε αποχώρηση του Βαρουφάκη από το Eurogroup, στις οποίες η οπτική Βαρουφάκη φαίνεται γενικά πιο πειστική.

Δικαίωμα των ισχυρών στην αντίφαση;

Η κυρίως διαφορά πάντως έγκειται στην πρόσληψη και τη στάση απέναντι σε παρόμοιες διαπιστώσεις που βλέπουμε στα δύο βιβλία. Το βιβλίο των Βαρβιτσιώτη- Δενδρινού βασίζεται σε μια μάλλον υπαρξιακής τάξης παραδοχή ότι οι ισχυροί έχουν δικαίωμα στην αντίφαση, ενώ οι αδύναμοι όχι. Βλέπουμε λ.χ. στο βιβλίο γλαφυρές σελίδες, όπου εξαίρεται η προτεσταντική παιδεία της Άγκελα Μέρκελ [Angela Merkel], το γεγονός ότι σπούδασε Φυσική, επειδή είναι μια μαθηματικά επαληθεύσιμη επιστήμη με έμφαση «στα νούμερα», ενώ λίγο μόνο παρακάτω ο αναγνώστης μαθαίνει ότι αποτελούσε πάγια τακτική της καγκελαρίου το να αφήνει γενικόλογες υποσχέσεις στους συνδιαλεγομένους μαζί της και να τους αποκοιμίζει με αυτές, χωρίς να δεσμεύεται για τίποτα συγκεκριμένο, κάτι που ο Αλέξης Τσίπρας όφειλε να γνωρίζει. Σε αυτές και σε άλλες περιπτώσεις, η αντίφαση εμφανίζεται ως ένα οιονεί αυτονόητο δικαίωμα του ισχυρού, με το οποίο ο αδύναμος θα πρέπει να προσαρμοστεί, να το γνωρίσει σε βάθος και να συντονίζεται μαζί του. Όταν, αντιθέτως, έχει αντιφάσεις ο αδύναμος, αυτό παρουσιάζεται ως εξευτελισμός και αφορμή σπαρακτικής ντροπής. Αυτή η διαφορά στάσης απέναντι στις αντιφάσεις των ισχυρών είναι που κυρίως διαχωρίζει την Τελευταία Μπλόφα από τους Ανίκητους Ηττημένους του Γιάνη Βαρουφάκη, όπου προκρίνεται, όλως αντιθέτως, η καταγγελία των αντιφάσεων των ισχυρών και η ορθολογική αντίσταση απέναντί τους