του Κωνσταντίνου Πουλή
Συζητούμε σήμερα για τη Χρυσή Αυγή σε ένα πολιτικό περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από ό,τι πριν από ένα, δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια. Συζητούμε στον απόηχο της ικανοποίησης που νιώσαμε όλοι βλέποντας γραφεία να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, πινακίδες να ξηλώνονται, φορτηγά από μεταφορικές εταιρείες να μεταφέρουν τα αντικείμενα των γραφείων των νεοναζί για να τα στοιβάξουν σε αποθήκες. Στη Νύχτα των κρυστάλλων σχολιαρόπαιδα πετούσαν πέτρες σε σπίτια Εβραίων και έφηβοι γρονθοκοπούσαν ηλικιωμένους Εβραίους. Σχολιαρόπαιδα να πετάνε πέτρες σε σπίτι μεταναστών έχω δει με τα μάτια μου, έφτασα την ώρα που έτρεχαν να απομακρυνθούν. Σήμερα έχουμε λόγους να ελπίζουμε ότι λιγότερα σχολιαρόπαιδα θα είναι πιθανό να θέλουν να μιμηθούν αυτή την αγέλη των δειλών γομαριών που μιξοκλαίνε στο δικαστήριο και χέζουν πάνω στην ιδεολογία τους για να προστατευτούν και να γλιτώσουν.
Έχουμε όλοι μας εκπαιδευτεί στη δυσπιστία, κατά τα τελευταία χρόνια: να μην ικανοποιούμαστε, να θεωρούμε ότι πάντα κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Και έτσι υπάρχει πάντοτε μία δυσπιστία απέναντι σε ό,τι καλό συμβαίνει και μάλιστα δυσπιστία σαρωτική. Είναι περίπου ένας κοινός τόπος της αριστερής συζήτησης ότι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής δεν εξαφανίστηκαν, αλλά μετακινήθηκαν είτε στο κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, την Ελληνική Λύση, είτε στη Νέα Δημοκρατία. Είμαι της άποψης ότι αυτό δεν είναι μόνο ένα αναλυτικό σφάλμα, είναι κάτι πάρα πολύ βαρύτερο, μία προσβολή προς τα θύματα της Χρυσής Αυγής. Οι αναλύσεις μας χρειάζεται, όσο τα καταφέρνουμε, να είναι λεπτές και προσεκτικές, να λαμβάνουν υπόψη αντιρρήσεις και αποχρώσεις, αλλά μία ανάλυση για την ελληνική ακροδεξιά που αγνοεί ότι η διαφορά της Χρυσής Αυγής με τους υπόλοιπους είναι ότι πρόκειται για νεοναζί με τάγματα εφόδου, μου φαίνεται όχι απλώς αναλυτικά ανεπαρκής, αλλά μία ένδειξη ότι δεν καταφέραμε να βγάλουμε κάποια πολύ κρίσιμα συμπεράσματα από την εμπειρία της ανόδου και πτώσης του νεοναζιστικού φαινομένου.
Βεβαίως και μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι βαρβαρότητα είναι και οι συνθήκες στην Μόρια, βαρβαρότητα είναι και οι μισθοί πείνας, και οι αυτοκτονίες από απόγνωση, όμως τι νόημα έχει να προσπαθούμε να αναλύσουμε τη Χρυσή Αυγή και να μην μπορούμε να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Κυρανάκη και τον Λαγό; Ας ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα τους δύο λόγους για τους οποίους το να βάζουμε τη Χρυσή Αυγή στο ίδιο τσουβάλι με την απαίσια και απεχθή ακροδεξιά είναι κατά την άποψή μου παράλογο.
Ο νεοναζιστικός προσανατολισμός της οργάνωσης φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να εξηγηθεί στους αναγνώστες του ThePressProject (δείτε ενδεικτικά ένα βίντεο του ημεροδρόμου με συγκεντρωμένο υλικό). Ο στοιχειωδώς ενήμερος αναγνώστης για την ακροδεξιά στην Ελλάδα γνωρίζει χάρη στην ακαμάτη κάλυψη και έρευνα του Δημήτρη Ψαρρά και άλλων τον νεοναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι στις ίδιες σελίδες που διαβάζουμε εμείς στα ιστορικά βιβλία και ανατριχιάζουμε, οι άνθρωποι αυτοί αγαλλιούν και χαίρονται. Μόνο προς τα έξω είναι αρνητές του ολοκαυτώματος. Όταν βρίσκονται μεταξύ τους είναι χαμογελαστοί υμνητές του ολοκαυτώματος που κάνουν αστεία για το ωραίο μαγευτικό ταξιδάκι των Εβραίων στο Άουσβιτς, με το ωραίο τοπίο και τις ψηλές καμινάδες, και φωτογραφίζονται γελώντας μπροστά στα μνημεία του ολοκαυτώματος. Χωρίς να λέω ότι αυτό είναι ένα ζήτημα εύκολο ή δευτερεύον, ένα από τα χαρακτηριστικά του ολοκαυτώματος είναι ακριβώς ότι δεν συγκρίνεται με τίποτε άλλο, είναι η ίδια η μοναδικότητα του. Όταν διαβάζουμε ότι στις αποθήκες του στρατοπέδου βρέθηκαν 370.000 ανδρικά κουστούμια και 837.000 γυναικεία παλτά και φορέματα, και ότι μια φάλαγκα από καροτσάκια, στοιχηδόν ανά πέντε, πήρε πάνω από μία ώρα να περάσει, κάποιος χαμογελάει εκεί που εμείς φρίττουμε. Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ακροδεξιά κρατά αποστάσεις από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή δεν είναι λεπτομέρεια.
Το δεύτερο ζήτημα είπαμε ότι σχετίζεται με τα τάγματα εφόδου. Αυτό είναι ένα ακόμη σημείο στο οποίο η επιμονή ενός κομματιού της αριστεράς όχι απλώς με παραξενεύει, αλλά μου είναι εντελώς ακατανόητη. Γράφεται συνεχώς στα κοινωνικά δίκτυα ότι ο φασισμός είναι παντού και βεβαίως αυτό έχει ένα ποσοστό αλήθειας. Αλλά ανάμεσα σε κάποιον με ρατσιστικές ιδέες και ομάδες κρούσης που δέρνουν και σκοτώνουν, και κάποιον μόνο με ρατσιστικές ιδέες, δεν μπορεί να λέμε ότι η διαφορά είναι “απλώς” ότι ο ένας σκοτώνει. Σήμερα που είναι η επέτειος του θανάτου του Παύλου Φύσσα, χρειάζεται όσοι επανέρχονται στο επιχείρημα ότι η Χρυσή Αυγή “απλώς” μεταφέρθηκε στην Ελληνική Λύση και τη Νέα Δημοκρατία να σκεφτούν με φόντο αυτήν την επέτειο ότι η φράση “δεν έχουν μεγάλη διαφορά, απλώς ο ένας σκοτώνει” είναι μία φράση που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει ειπωθεί.
Είναι κατανοητή η ανησυχία των ανθρώπων που το λένε αυτό, οπως είναι κατανοητή και η επιθυμία τους να μην ξεχαστεί η στιγμή κατά την οποία ο Μπαλτάκος διατηρούσε ανοιχτό δίαυλο με τη Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά είναι κατανοητά και πράγματι δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το οπλισμένο χέρι του Ρουπακιά μπόρεσε να φτάσει ως τη δολοφονία Φύσσα μέσα από ένα μακρινό πλέγμα συγκυριών που ξεκινούν από το πώς η κοινωνία ανέχθηκε, αν δεν θαύμασε σαν ηλίθια, μιλώντας για ταγκό και γιαγιάδες, τη Χρυσή Αυγή. Ταυτοχρόνως όμως οφείλουμε με σεβασμό στη μνήμη του Λουκμάν και του Φύσσα να μην δεχτούμε ποτέ μία φράση που να λέει αυτή “είναι η μόνη διαφορά”. Δεν είναι λίγο. Τα επιχειρήματα της “ολισθηρής πλαγιάς”, που μας λένε ότι το να μιλάς και το να πράττεις είναι το ίδιο, το να σφάζεις ή να μισείς είναι το ίδιο, γιατί αύριο μεθαύριο θα καταλήξουν στο ίδιο, προτείνω σήμερα να τα αντιμετωπίσουμε ως διάτρητα, και να το κάνουμε στη μνήμη ενός ανθρώπου που έχασε τη ζωή του από αυτή τη διαφορά.
Η Ρουθ Κλούγκερ μπόρεσε να ξεφύγει από μια καταναγκαστική πορεία Εβραίων κρατουμένων και να χωθεί σε ένα μπουλούκι με πρόσφυγες. Αυτές οι πορείες θανάτου, λέει, έδωσαν μια τελευταία ευκαιρία στους Γερμανούς να ρίξουν μια βιαστική ματιά στους κρατούμενους των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Και συνεχίζει:
Διέσχισαν το κέντρο της πόλης μέρα μεσημέρι και οι κάτοικοι δεξιά και αριστερά του δρόμου κοιτούσαν αλλού. Ή κάλυπταν τα πρόσωπά τους με μία παγερή μάσκα, μην τύχει και τους διαπεράσει κάτι. «Έχουμε τα δικά μας βάσανα, απαλλάξτε μας από τα δικά σας». Περιμέναμε στην άκρη του δρόμου μέχρις ότου ο συρμός των “υπανθρώπων” μάς προσπέρασε. Όταν μερικές εβδομάδες μετά οι Αμερικανοί κατέλαβαν το Στράουμπινγκ, κανείς από τους κατοίκους του δεν είχε δει τίποτε. Και υπό μία έννοια κανείς δεν είχε δει. Διότι δεν έχεις δει αυτό που δεν έχεις αντιληφθεί και αφομοιώσει. Με αυτήν την έννοια, μόνο εγώ τους είχα δει.
Αν δεν μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στα τάγματα εφόδου και τον διάχυτο ρατσιστικό λόγο, δεν έχουμε δει και δεν έχουμε καταλάβει. Και είναι κάπως αργά, για να μην έχουμε καταλάβει. Με αφορμή τη σημερινή μέρα, να αγωνιστούμε να καταλάβουμε. Όχι για να ησυχάσουμε ότι τώρα έχουν τελειώσει όλα, αλλά για να μην πιαστούμε στον ύπνο, αγνοώντας τι έχουμε μπροστά στα μάτια μας, για δεύτερη φορά.