Ενώνοντας τη φωνή του με τους Συλλόγους Γονέων του 35ου και 36ου Δημοτικού Σχολείο Αθηνών, το ΔΣ του Συλλόγου Γονέων του 14ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών, τάσσονται κατά των βίαιων εκκενώσεων προσφύγων και μεταναστών από τα Εξάρχεια, που στερούν από τα παιδιά τη δυνατότητα να μορφωθούν.

Υπογραμμίζουν ότι «στο όνομα μια αόριστης ανομίας το κράτος εκκενώνει τις καταλήψεις με περισσή υποκρισία, αφήνοντας πρεζέμπορους και μαφίες της νύχτας να αλωνίζουν ελεύθερα.  Κόπτονται ξαφνικά για τα κτίρια (που το ίδιο το κράτος εγκατέλειψε) όταν τα υπό λειτουργία σχολικά κτίρια της περιοχής καταρρέουν από την έλλειψη συντήρησης».

 

«Θέλουμε τους συμμαθητές των παιδιών μας πίσω»

Η ανακοίνωση τους:

Άδεια η παιδική χαρά το απόγευμα της Δευτέρας.  Όλοι γνωρίζαμε τι έγινε, κάποιοι ήμασταν εκεί το πρωί αποχαιρετώντας, πίσω από τα τζάμια των πούλμαν, ανθρώπους που αγαπήσαμε.  Γνωρίζαμε κι όμως άθελα μας το βλέμμα πήγαινε συνέχεια εκεί, στο μονοπάτι που οδηγεί από τη Μερλιέ προς τα πάνω, περιμένοντας να δούμε τους φίλους μας από το 5ο να έρθουν, όπως κάθε απόγευμα.  Το γέλιο τους κατέκλυζε την παιδική χαρά θυμίζοντάς μας τι σημαίνει να είσαι παιδί, να ζεις τη στιγμή.  Κάθε απόγευμα παιχνίδι μαζί.  Στα αγγλικά, στα ελληνικά, στα αραβικά, στα φαρσί, μαζί.

Ανάμεσά τους εκείνη η υπέροχη μαμά που κάθε απόγευμα συνόδευε 5-6 πιτσιρίκια, έβγαζε ένα πακέτο μπισκότα μιράντα και μας κερνούσε όλους.  Το πανέμορφο κορίτσι με τη μωβ μαντήλα που καθόταν στη κούνια με τις ώρες και το θλιμμένο βλέμμα της κοίταζε πέρα μακριά σ’έναν άλλο τόπο.  Τα δυο αδέρφια που αγαπούσαν το Ρονάλντο και τον Σπάιντερμαν.  Ο πιτσιρικάς που του δώσαμε παπούτσια και μας γέμισε μπαλόνια κι εκείνος που έβαλε τα κλάματα όταν του δόθηκε ένα πατίνι.  Ο γλυκός έφηβος που προσφέρθηκε να σηκώσει τις σακούλες μιας ηλικιωμένης κυρίας στις ανηφόρες του Λυκαβηττού.  Κι εκείνα τα παιδιά που σηκώσαν ένα τρίχρονο που έπεσε ενώ η μαμά δε κοιτούσε και μας το έφεραν προστατευμένο σε μια τεράστια αγκαλιά.  Τα παιδιά “που ήρθαν από τον πόλεμο με τις βάρκες, μαμά” μας έδιναν κάθε μέρα μαθήματα ζωής.

Αυτοί ήταν οι κάτοικοι της κατάληψης του 5ου, στο οποίο βρήκαν τη στέγη (προσωρινή και σίγουρα όχι ιδανική) που δε μπορούσε να τους παρέχει το κράτος.  Το δε κτίριο, παρέμενε εγκαταλελειμένο επί χρόνια, αφημένο στην τύχη του να καταρρέει.  Η κατάληψη του έδωσε ζωή, η γειτονιά τη στήριξε, αποδεικνύοντας πως και διάθεση και δυνατότητα συνύπαρξης υπάρχει.  Τα παιδιά γράφτηκαν σε σχολεία της ευρύτερης περιοχής, έμαθαν ελληνικά και αγγλικά και διαμόρφωσαν παρέες με παιδιά της γειτονιάς.  Απέκτησαν μια ρουτίνα και μια κανονικότητα, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους.

Η βίαιη εκκένωση της κατάληψης απομάκρυνε τα παιδιά αυτά και τις οικογένειές τους από τα σχολεία τους, από τη γειτονιά τους, από τους φίλους τους, από απαραίτητες κοινωνικές και ιατρικές υπηρεσίες, διακόπτοντας βίαια την πορεία ένταξής τους και τραυματίζοντάς τα ψυχικά γι άλλη μια φορά.  Η απομόνωσή τους σε πρόχειρους καταυλισμούς εκτός κοινωνικού ιστού συνιστά κατάφωρη παραβίαση των πιο βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης από εκείνες της κατάληψης.

Στο όνομα μια αόριστης ανομίας το κράτος εκκενώνει τις καταλήψεις με περισσή υποκρισία, αφήνοντας πρεζέμπορους και μαφίες της νύχτας να αλωνίζουν ελεύθερα.  Κόπτονται ξαφνικά για τα κτίρια (που το ίδιο το κράτος εγκατέλειψε) όταν τα υπό λειτουργία σχολικά κτίρια της περιοχής καταρρέουν από την έλλειψη συντήρησης.

Ενώνουμε τις φωνές μας με τους Συλλόγους Γονέων του 35ου και του 36ου και φωνάζουμε μαζί πως θέλουμε τους φίλους μας πίσω!

Το ΔΣ του Συλλόγου Γονέων του 14ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών

«Θέλουμε τους συμμαθητές μας πίσω! Θέλουμε τα σχολεία μας ανοιχτά!»

Η ανακοίνωση δασκάλων από τα δημοτικά σχολεία των Εξαρχείων, τονίζει πως τα παιδιά που απομακρύνθηκαν από τις καταλήψεις για μια ακόμη φορά θα μετακινηθούν χωρίς να το θέλουν σε νέους  χώρους, όπως στην Κόρινθο ή αλλού, σε περιβάλλοντα όχι υποχρεωτικά σχολικά, άγνωστα μεταξύ αγνώστων. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «για μας οι παιδικές εικόνες δεν είναι μόνο θλιβερές ανθρώπινες ιστορίες που θα καταναλωθούν και θα ξεχαστούν. Για μας είναι οι μαθητές μας. Είναι ο λόγος που τα σχολεία μας απέκτησαν ζωή και δεν έκλεισαν».

Η ανακοίνωση τους:

Από το καλοκαίρι του 2019 έχουμε νιώσει τις νέες μεταμορφώσεις της πόλης της Αθήνας στη γειτονιά μας, τα Εξάρχεια. Μια γειτονιά σηματοδοτημένη από τη αειθαλή νεότητα, το άνοιγμα των σχολείων στην κοινότητα, τους κοινωνικούς αγώνες, τους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας, το άσυλο, τη 17 Νοέμβρη και τις δράσεις των σχολείων στο δημόσιο χώρο.

Η συνύπαρξη των παιδιών όμως είναι υπό αίρεση μέσα από τις κρατικές πολιτικές καταστολής και τις γονεϊκές πολιτικές,  μέσα από την κατηγοριοποίηση των τριών σχολείων (μικροαστικό, μεταναστών και προσφύγων) και τις αλλαγές χρήσεις της ιδιοκτησίας. Η παιδική ηλικία παίρνει μέρος σ’ αυτές τις αλλαγές και καθίσταται περισσότερο ευάλωτη, ανεικονική και χωρίς δικαιώματα.

Έτσι στις 23/9 δασκάλες και δάσκαλοι του 35ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών εντοπίσαμε στις εικόνες της εκκένωσης του 5ου Λυκείου Αθηνών τα θλιμμένα, τρομοκρατημένα και φοβισμένα πρόσωπα των μαθητών μας. Και μετά, την απουσία τους από τα θρανία. Τα παιδιά αυτά για μια ακόμη φορά θα μετακινηθούν χωρίς να το θέλουν σε νέους  χώρους, όπως στην Κόρινθο ή αλλού, σε περιβάλλοντα όχι υποχρεωτικά σχολικά, άγνωστα μεταξύ αγνώστων. Και θα απαντούν για μία ακόμη φορά στις ερωτήσεις όπως “Πώς σε λένε;”, “Από πού είσαι;” και θα περάσουν μήνες χαμένα πασχίζοντας να βρουν ένα σημείο αναφοράς που θα τα συγκροτήσει εκ νέου. Διπλά ξένα.

Ξένα στον περίπλοκο κόσμο των ενηλίκων, ξένα σε μια άγνωστη χώρα κι αντιμέτωπα με τις δυσκολίες ενός νέου συναισθηματικού κώδικα. Για μας τις δασκάλες – τους δασκάλους, τα παιδιά αυτά έχουν όνομα, έχουν τους φίλους τους στα σχολεία να τους περιμένουν και πάνω απ’ όλα έχουν την ανάγκη να αισθανθούν οικεία.

Πασχίσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα να τα γνωρίσουμε, να εντοπίσουμε τις ανάγκες τους, να τα φέρουμε σε επαφή με τη γειτονιά και με τους συνομηλίκους τους και να τα κάνουμε να νιώσουν άνετα και να χαμογελάσουν. Πασχίσαμε για την συνύπαρξη. Κάναμε δράσεις στους δημόσιους χώρους, το Πεδίο του Άρεως, το Πάρκο Ναυαρίνου και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Κι ένα θερινό σχολείο το καλοκαίρι του 2016. Κι αγώνες για την εγγραφή τους στο σχολείο τον Σεπτέμβρη.

Για μας οι παιδικές εικόνες δεν είναι μόνο θλιβερές ανθρώπινες ιστορίες που θα καταναλωθούν και θα ξεχαστούν. Για μας είναι οι μαθητές μας. Είναι ο λόγος που τα σχολεία μας απέκτησαν ζωή και δεν έκλεισαν.

Είναι ο Μπόσεντ, η Μαριάμ, ο Ρασίντ, ο Μοχάμεντ και πρέπει να γυρίσουν στο σχολείο τους και πρέπει να μείνουν στη γειτονιά τους! Δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι ο διπλανός στα θρανία των παιδιών και τον θέλουμε πίσω! Μαζί με τους Συλλόγους Γονέων των παιδιών, αλλά και τα ίδια τα παιδιά, κάνουμε κοινό αγώνα για τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους και λέμε κι εμείς: θέλουμε τους συμμαθητές μας πίσω! Θέλουμε τα σχολεία μας ανοιχτά!».