Δύσκολα ένα άρθρο μπορεί να συνοψίσει τις προβληματικές, αποχρώσεις και αντιλόγους που το ερώτημα εγείρει και που η βιβλιογραφία –με αξεπέραστους εκπροσώπους τους Πιέρ Μπουρντιέ, Αντόνιο Γκράμσι και Τέοντορ Αντόρνο- έχει αποτυπώσει. Αστειολογώντας, θα μπορούσαμε απλώς να παραπέμψουμε τον αναγνώστη στο άρθρο του Μπουρντιέ «Η κοινή γνώμη δεν υπάρχει» (εδώ σε ελεύθερη πρόσβαση) και να τον αφήσουμε να κάνει μόνος του τις αναγωγές. Θεωρήσαμε ωστόσο απαραίτητο να διακινδυνεύσουμε τις όποιες απλουστεύσεις και συντομεύσεις για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι το «μ’ αφού αυτά ζητάει ο κόσμος» δεν είναι ένα απλό, έστω υποτιθέμενο, συμπέρασμα. Είναι το σύνθημα που, όπως κάθε πτυχή της φιλολογίας του ΤΙΝΑ, εξαπλώνεται σαν μίασμα δίνοντας τροφή στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό. Αποτέλεσμά του είναι το αμυντικό «δεν είναι για μένα» που σφραγίζει τον αποκλεισμό των περισσότερων. Είναι επίπλέον η πιο ισχυρή αντίσταση στην ενεργοποίηση ενός προβληματισμού γύρω από το θεμελιώδες ζήτημα της πρόσβασης στον πολιτισμό, πρόσβαση που είναι σχεδόν αποκλειστικότητα των προνομιούχων τάξεων. Ο δεύτερος λόγος είναι η ζωτική ανάγκη να επανασυνδεθεί η πολιτιστική ανάλυση με την πολιτική της διάσταση. Σήμερα, η κριτική έχει γυρίσει την πλάτη στο πολιτικό: το καλλιτεχνικό έργο έχει αποκολληθεί από την πολιτική του αντήχηση και οι, ειδεχθείς πλέον, συνθήκες παραγωγής του αποσιωπώνται. Ταυτόχρονα, η πολιτιστική πολιτική της χώρας επανέρχεται σε μια επιθετικά καπιταλιστική –και δη τουριστική- «αξιοποίηση» του πολιτισμού. Ας εκληφθεί το κείμενο αυτό ως εγχείρημα, ελπίζοντας ότι και άλλοι θα θελήσουν να μπουν στον διάλογο.
Ξεμπερδεύοντας (λίγο) το κουβάρι
Η συνήθης σύγχυση, η οποία θεωρεί τα προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας απόρροια της επιθυμίας της πλειονότητας, εκλαμβάνει τη μαζική κουλτούρα ως λαϊκή. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η πολιτιστική βιομηχανία έχει αφουγκραστεί και αφομοιώσει τα γούστα του λαού, έχει μετεξελίξει χαρακτηριστικά της λαϊκής κουλτούρας, τα έχει τυποποιήσει και τα προσφέρει απλόχερα σε αυτούς που τα αποζητούν. Ο καθένας μας ωστόσο μπορεί δια γυμνού οφθαλμού να αναγνωρίσει αυτό που διαχωρίζει τη μαζική από τη λαϊκή κουλτούρα. Ξέρει –αλλά για κάποιο λόγο το έχει ξεχάσει- ότι οι λαϊκοί χοροί, τα τραγούδια και τα παραμύθια, το καρναβάλι και τα πανηγύρια, το ρεμπέτικο, ο Καραγκιόζης κι ο Διγενής Ακρίτας, η αρχαία κωμωδία στην εποχή της, ή αντίστοιχα στην Ευρώπη η κομέντια ντελ άρτε και οι μεσαιωνικές φάρσες, είναι καλλιτεχνικές εκφράσεις που βρίσκονταν στο κέντρο της συλλογικής ζωής. Απευθύνονταν και ενέπλεκαν ολόκληρη την ανθρώπινη κοινότητα, έξω και πέρα από κάθε κοινωνική ιεράρχηση. Οι πομποί και οι δέκτες της ήταν σε μεγάλη εγγύτητα, συχνά δε ταυτίζονταν. Αυτό δεν συμβαίνει με τα βιομηχανικά πολιτιστικά προϊόντα, που κατασκευάζονται, προωθούνται και επιβάλλονται με μηχανισμούς ίδιους με κάθε άλλο καταναλωτικό προϊόν. Εάν λοιπόν η διαφορά αυτή έχει «ξεχαστεί» σημαίνει αφενός ότι η βιομηχανία, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο, έχει εξαλείψει ή μετατρέψει σε εμπόρευμα τις πηγαίες μορφές έκφρασης, αφετέρου ότι τα έργα της λαϊκής έκφρασης έχουν άλλοτε απαξιωθεί και παραγκωνιστεί, και άλλοτε έχουν αλλάξει αξιακή κατηγορία και αναγορευθεί σε λόγια.
Γιατί για να υπάρξει λόγια, «νόμιμη» κουλτούρα θα πρέπει κάποια άλλη να ονομαστεί κατώτερη –με τον ίδιο τρόπο που για να υπάρξουν «λευκοί» θα πρέπει κάποιοι να ονομαστούν «μαύροι». Η δόμηση μιας άρχουσας τάξης συνοδεύτηκε από την κατασκευή μιας αμιγώς δικής της κουλτούρας. Κατέχοντάς την θα ξεχώριζε από τις υπόλοιπες. Στην Ευρώπη αυτό συντελέστηκε κυρίως από και για την Αυλή, ενώ στην Ελλάδα η «διάκριση» επιτεύχθηκε με την απαξίωση του παραδοσιακού/λαϊκού στοιχείου και με την επιβολή-εισαγωγή ευρωπαϊκών προτύπων. Οι τωρινές εκφάνσεις της εμφύλιας μάχης μεταξύ φράκου και φουστανέλας αποτυπώνουν ως και σήμερα τη βιαιότητα της προσπάθειας «εξευρωπαϊσμού» του ελληνισμού. Σε ποια άλλη γλώσσα, η λέξη «υποκουλτούρα» είναι συνώνυμη της μειονεκτικής, και όχι τη μειονοτικής, κουλτούρας; Σε ποιες χώρες, εκτός από τις πολιτιστικά υποδουλωμένες, δίνεται μικρότερη αξία στην εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή απ’ ότι στην εισαγόμενη; Όποια όμως στοιχεία κι αν τη στοιχειοθετούν, η λόγια/νόμιμη κουλτούρα, αντίθετα από τη λαϊκή, δεν είναι κάτι που αναβλύζει πηγαία. Είναι μια δόμηση, και μια από τις λειτουργίες της είναι η διάκριση, η κατηγοριοποίηση, η ιεράρχηση.
Η ιεράρχηση των πολιτιστικών αγαθών, η κατηγοριοποίηση ορισμένων ως λόγιων και η ιδιοποίησή τους από τις ελίτ, συνεπάγεται τον αποκλεισμό των υπόλοιπων. Αυτό που απομένει τότε σε αυτούς τους υπόλοιπους είναι να προσφύγουν «ελεύθερα» στη μαζική κουλτούρα. Και όλως τυχαίως η βιομηχανία που την παράγει ανήκει στις ελίτ. Προκλητικά, αλλά ειλικρινά, θα λέγαμε ότι η μαζική κουλτούρα είναι η μόνη που δεν καταναλώνεται από αυτούς που τη σχεδιάζουν, αλλά παράγεται ώστε να φτάσει να θεωρείται η «φυσική» επιθυμία της μάζας. Το «άρτος και θεάματα» των Ρωμαίων στη σύγχρονη έκδοσή του.
Δύο παρεξηγήσεις που δεν είναι παρά μόνο μία
Αυτή η αντιστροφή αιτίας και αποτελέσματος συνοψίζεται σε δύο απολύτως αφομοιωμένες παρεξηγήσεις. Η μια θεωρεί ότι τα λαϊκά στρώματα (αυτά που συνήθως απαρτίζουν το λεγόμενο μη κοινό) δεν διαβαίνουν τους πολιτιστικούς χώρους επειδή έχουν μια φυσική ροπή στα «εύκολα» είδη, επειδή έχουν άξεστα γούστα, επειδή έτσι κι αλλιώς δεν είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν την παραμικρή προσπάθεια. Είναι ελεύθερη επιλογή τους, και άρα προσωπική τους ευθύνη. Η δεύτερη θέλει τη λόγια κουλτούρα να είναι ένα είδος αβίαστου «χαρίσματος», μια εκ γενετής «κλίση» στο καλό γούστο, η θεόσταλτη ικανότητα ορισμένων να αντιλαμβάνονται και να απολαμβάνουν ό,τι απαιτητικότερο. Μπαίνοντας η μια δίπλα στην άλλη, γίνεται σαφές ότι οι δύο αυτές παρεξηγήσεις δεν είναι παρά μόνο μία: είναι ο τρόπος των κυρίαρχων τάξεων να διασφαλίσουν ότι το πολιτιστικό κεφάλαιο θα παραμένει προνόμιό τους.
Πέραν του ότι είναι εντυπωσιακό το πόσο βαθειά εξακολουθούν να είναι ριζωμένες οι ιδέες περί εκ γενετής ιδιοτήτων, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι το πολιτιστικό κεφάλαιο, ακριβώς όπως και το οικονομικό, συσσωρεύεται στους ήδη έχοντες και κληροδοτείται στις επόμενες γενιές. Το «γούστο», η «επιθυμία», η «προδιάθεση» είναι κοινωνικές κατασκευές που συνδέονται με τους κοινωνικούς όρους διαμόρφωσής τους. Η πολιτική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας βρίθει άλλωστε προσώπων εκ γενετής «αναγνωρισμένων» και «άξιων»: το εκ γενετής χαρακτηριστικό είναι ίσως η μόνη αδιαμφισβήτητη ταυτότητα… Εκείνο όμως που είναι δυσκολότερα εμφανές είναι ότι ο αποκλεισμός από τα πολιτιστικά αγαθά δεν βιώνεται ως τέτοιος. Λογικά και υγιώς αντιδρώντας, ο «κόσμος» απορρίπτει αυτό που τον αποκλείει. Η στρατηγική άμυνάς του είναι να αποφεύγει τις καταστάσεις ταπείνωσής του. Στο «μ’ αφού αυτά ζητάει ο κόσμος» των μεν απαντά το «δεν είναι για μένα» των δε. Άλλος ένας κύκλος κλείνει, προς όφελος εκείνων που τον χαράζουν.
Τι να κάνουμε; – που έλεγε κι ο σύντροφος
Στην Ελλάδα, η λέξη πολιτισμός είναι η διαρκής κορώνα της εθνικής υπερηφάνειας. Κορώνα, όμως, στο κούφιο δόντι της δημόσιας πολιτιστικής πολιτικής που μόνο στην ανυπαρξία της δίνει πραγματική συνέχεια. Μια ανυπαρξία που αφήνει τα θέατρα τύπου μούλτιπλεξ να ορίζουν τον χώρο και τα ιδιωτικά πολιτιστικά μεγαθήρια που παράγουν τους νέους υπόχρεους στην αγαθοεργία τους.
Εκείνο που κυρίως χρειαζόμαστε σήμερα είναι ξεναγούς, εκπαιδευτές, ερμηνευτές; Η πολιτιστική δράση δεν είναι δράση εκ-πολιτιστική, ούτε η τέχνη είναι κάτι ξέχωρο από τη ζωή. Χρειαζόμαστε έναν χώρο δημοκρατικό, χωρίς ιεραρχήσεις, μακρυά από την «αφ’ υψηλού» γνώση και την «από καθέδρας» στάση, που θα εγγυηθεί και θα ενεργοποιήσει το ίσο δικαίωμα στην αισθητική εμπειρία. «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας», έλεγε ο Κουν. Και με την ψυχή μας βλέπουμε την οποιαδήποτε καλλιτεχνική πρόταση. Το βίωμα μπορεί να γίνει ο οδηγός που θα κεντρίσει την επιθυμία. Αυθεντική πολιτιστική δράση είναι αυτή που επιτρέπει στο κοινό να ιδιοποιηθεί τα καλλιτεχνικά μέσα παραγωγής. Που δουλεύει με το κοινό, όχι για αυτό. Που μετατρέπει το κοινό σε μέτοχο της καλλιτεχνικής διεργασίας, σε μια διαδικασία αυτοεκπαίδευσης, και όχι σε μια πορεία «ανύψωσης». Δεν παράγει θεατές, δεν κόβει εισιτήρια. «Χειραφετεί» όπως λέει ο Ζακ Ρανσιέρ, «μετουσιώνει» όπως έλεγε ο Φρόυντ. Να οικουμενοποιήσουμε λοιπόν το οικουμενικό. Να επαναμαγεύσουμε τον κόσμο. Να αδράξουμε αυτό που μας ανήκει. Τώρα.