Ήταν Σεπτέμβριος του 2018, όταν η εφημερίδα Καθημερινή περιέγραφε με δραματικό τόνο πως «Μειώνονται τα έσοδα από τόκους, αυξάνονται από προμήθειες» για τις ελληνικές τράπεζες, στην πορεία της προς την «εξαιρετικά εύθραυστη» επάνοδό τους στην κερδοφορία. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, οι τράπεζες έχουν ανακοινώσει ήδη δύο πακέτα αύξησης χρεώσεων ακόμα και σε υπηρεσίες που μέχρι σήμερα ήταν δωρεάν, με τα κρατικά όργανα και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του τραπεζικού συστήματος να εξασκούνται στην αφωνία.
Σύμφωνα με προχθεσινό ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας, περισσότερα από 2,5 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια και σχεδόν 1 δισ. ευρώ μόνο το 2018 έχουν κερδίσει οι ελληνικές τράπεζες από προμήθειες και αμοιβές. Την ίδια ώρα αυξάνουν ακόμα περισσότερο τα περιθώρια του κέρδους τους, με επιπλέον προμήθειες σε πλήθος υπηρεσιών που μέχρι σήμερα παρέχονταν δωρεάν. Πλέον, ο πελάτης της τράπεζας θα πληρώνει για την επανέκδοση και για την ανανέωση της κάρτας ATM, για την ερώτηση υπολοίπου σε ATM, καθώς για αντίγραφο των τελευταίων κινήσεων του λογαριασμού του.
Συγκεκριμένα, η εφάπαξ συνδρομή επανέκδοσης κατόπιν δήλωσης απώλειας / κλοπής / φθοράς /μη αυτοματοποιημένης ανανέωσης θα κοστίζει 6 ευρώ, η ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ εντός ευρωζώνης θα κοστίζει 0,20 ευρώ την κάθε φορά, η ερώτηση υπολοίπου σε ΑΤΜ εκτός ευρωζώνης θα έχει επιβάρυνση 0,30 ευρώ, το αντίγραφο 7 τελευταίων κινήσεων σε ΑΤΜ ΕΤΕ (mini statement) θα κοστίζει 0,15 ευρώ, η επανέκδοση PIN ανεξαρτήτως τρόπου παραλαβής του θα έχει κόστος 3 ευρώ, ενώ η εφάπαξ συνδρομή ανανέωσης θα επιβαρύνει τον πελάτη της τράπεζες με 6 ευρώ.
Οι παραπάνω αυξήσεις έρχονται λίγους μόλις μήνες μετά από τις προηγούμενες του περασμένου Ιουλίου, που έφεραν αλλαγές στα τιμολόγια αναφορικά με τις «συναλλαγές ΔΙΑΣ» και τις χρεώσεις για αναλήψεις από ATM άλλης τράπεζας. Οι τράπεζες αποφάσισαν να καταργήσουν τις διμερείς συμφωνίες του συστήματος που κρατούσε χαμηλά τις χρεώσεις, κι έτσι τον περασμένο Ιούλιο η Eurobank και η Alpha Bank επέβαλαν 2,5 ευρώ ανά ανάληψη, η Εθνική Τράπεζα 2,6 ευρώ, και η Τράπεζα Πειραιώς 3 ευρώ ανά ανάληψη.
Μία ακόμα σημαντική διάσταση των εσόδων των τραπεζών «με το στανιό» δίνουν τα στοιχεία της αποκαλυπτικής έρευνας του περιοδικού Solomonmag.com, που λαμβάνοντας υπόψιν τις ειδικές συνθήκες των προσφύγων που βρίσκονται στα νησιά αλλά και την ενδοχώρα υπό τις οποίες λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση μέσω του προγράμματος ESTIA, που χρηματοδοτείται από την Πολιτική Προστασία και Ανθρωπιστική Βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιείται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, με τη συμμετοχή εταίρων της που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Σύμφωνα με το πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα που αξίζει κανείς να διαβάσει, μέσα σε έναν μόλις χρόνο, τα χρήματα που θα εισπράξουν οι τράπεζες από την οικονομική βοήθεια στους πρόσφυγες θα ξεπεράσουν τα 1,2 εκατ. ευρώ.
Όπως μπορεί να καταλάβει εύκολα ο καθένας, τα βάρη που επωμίζεται ο καταναλωτής αυξάνουν εκθετικά, και μάλιστα με τρόπο πλήρως δυσανάλογο. Είναι προφανές πως η επιβάρυνση επί των αναλήψεων είναι διαφορετική για ποσά μερικών δεκάδων ευρώ σε σχέση με μεγαλύτερα. Με απλά μαθηματικά, μία επιβάρυνση ύψους 2,5 ευρώ για ανάληψη 100 ευρώ κοστίζει στον πελάτη 2,5% της αξίας της συναλλαγής, ενώ η ίδια επιβάρυνση για μία ανάληψη 1.000 ευρώ κοστίζει μόλις 0,25%.
Εκείνο που σίγουρα φαίνεται με γυμνό μάτι είναι πως οι τράπεζες βασίζουν όλο και περισσότερο τα σχέδια για την κερδοφορία και την ρευστότητά τους στην αναγκαστική χρήση των τραπεζικών συναλλαγών από κάθε λογής «πελάτες», εργαζόμενους, συνταξιούχους, φοιτητές, μετανάστες και πρόσφυγες, χωρίς να αφήνουν καμία οδό αποφυγής των υψηλότατων χρεώσεων.
Το θέμα της ασυδοσίας των τραπεζών απέναντι στους καταναλωτές παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, δεδομένων των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον περιορισμό των μέγιστων χρεώσεων στις διατραπεζικές συναλλαγές, που από το 2015 έχει τεθεί στο 0,3% και 0,2% για πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες αντίστοιχα. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υποτίθεται πως ήρθε να ορίσει ένα όριο στην αισχροκέρδεια των τραπεζών, για τις παραπάνω ρίχνει το μπαλάκι στις εθνικές ρυθμιστικές και νομοθετικές αρχές, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδας, την Επιτροπή Ανταγωνισμού και την ελληνική κυβέρνηση, που λάμπουν διά της απουσίας τους.
Η Κομισιόν τα λέει στη… γάτα μου
Το ζήτημα των καταχραστικών χρεώσεων των ελληνικών τραπεζών στους καταναλωτές εν είδη προμήθειας δεν είναι καινούριο ούτε για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κληθεί ουκ ολίγες φορές να τοποθετηθεί για τις υπέρογκες χρεώσεις. Σε ερώτησή του προς την Κομισιόν, ο πρώην ευρωβουλευτής της ΛΑΕ, Νίκος Χουντής, είχε θέσει το ζήτημα, και μάλιστα σε μία περίοδο που η επιβολή των capital controls δημιουργούσε μία ασφυκτική κατάσταση για καταναλωτές και επιχειρήσεις. Τότε, ο ευρωβουλευτής ρωτούσε τι έχουν κάνει η Τράπεζα της Ελλάδας και η τότε κυβέρνηση Τσίπρα για το γεγονός πως οι προμήθειες που εισπράττουν οι ελληνικές τράπεζες ξεπερνούν ακόμα και κατά δέκα φορές το ανώτατο όριο των προμηθειών που επιβάλλει ο Κανονισμός 751/2015 της ΕΕ.
Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν αποκαλυπτική τόσο για τις περιορισμένες δυνατότητες του Κανονισμού να επιβάλλει ουσιαστικούς φραγμούς στην αισχροκέρδεια των τραπεζών, όσο και για την απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντί τους.
«Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/751(1) θεσπίζει ανώτατα όρια στις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες. Οι διατραπεζικές προμήθειες συνιστούν το βασικό μέρος των προμηθειών που χρεώνουν οι τράπεζες (αποδέκτες καρτών) στους εμπόρους: άλλα στοιχεία αποτελούν η προμήθεια αποδέκτη, η προμήθεια των συστημάτων πληρωμής με κάρτα και, γενικότερα, η προμήθεια που συνδέεται με τη διατήρηση λογαριασμού στην τράπεζα. Οι εν λόγω προμήθειες δεν ρυθμίζονται σε επίπεδο ΕΕ και είναι ανοικτές σε συμβάσεις μεταξύ των εμπόρων και των τραπεζών τους.
Αποτελεί ευθύνη και αρμοδιότητα των εθνικών αρχών να εξασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας και, εν ανάγκη, να παρεμβαίνουν στους τομείς που δεν υπόκεινται στην ενωσιακή νομοθεσία. Η Επιτροπή παραπέμπει τον κ. βουλευτή στην απάντησή της στη γραπτή ερώτηση E-015324/2015(2). Οι ενώσεις καταναλωτών μπορούν φυσικά να παραπέμπουν τις υποθέσεις μη συμμόρφωσης στις σχετικές αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, οι χρεώσεις που πρέπει να καταβληθούν είναι εκείνες που εφαρμόζονται μεταξύ της τράπεζας και του εμπόρου και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα είναι εμφανείς για τους μεμονωμένους καταναλωτές, γεγονός που καθιστά ακόμη σημαντικότερη την ορθή εφαρμογή από τις εθνικές αρχές».
Με απλά λόγια, η Κομισιόν ξεκαθαρίζει πως το ζήτημα των προμηθειών των τραπεζών είναι στη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών, επιτρέποντας μάλιστα «παρεμβάσεις» στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Αξίζει να σημειωθεί πως η παραπομπή της Κομισιόν στην ερώτηση E-015324/2015, οδηγεί σε ερώτηση της Μαρίας Σπυράκη λίγους μήνες νωρίτερα, η οποία είχε θέσει ερωτήματα για τις τραπεζικές προμήθειες και χρεώσεις των διαδικτυακών τραπεζικών συναλλαγών.
Στην απάντησή της λοιπόν, η Επιτροπή τονίζει πως τα τέλη για τις υπηρεσίες πληρωμών δεν υπόκεινται στη νομοθεσία της ΕΕ, καθώς και πως ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να παρέμβει στον τομέα αυτόν, «εφόσον κριθεί αναγκαίο». Εξηγεί μάλιστα πως οι παρεμβάσεις αυτές μπορεί να κυμαίνονται από την παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Τράπεζας της Ελλάδας έως και της Κυβέρνησης.
«Εναπόκειται στις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να διασφαλίζουν την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού στις τραπεζικές υπηρεσίες και να παρεμποδίζουν τις καταχρηστικές πρακτικές στην αγορά. Στην περίπτωση του κανονισμού 2015/751/ΕΕ(1) σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες, είναι ευθύνη των κρατών μελών να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και επιβολής έναντι των φορέων της αγοράς, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η μείωση των διατραπεζικών προμηθειών θα μετακυλίεται στις επιχειρήσεις (και τελικά στους καταναλωτές) από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών» διαμηνύει στην απάντησή της, μην αφήνοντας περιθώρια για τις ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας.
Κι η γάτα στην ουρά της…
Όπως προκύπτει και από τις ανακοινώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, το ζήτημα άπτεται των δράσεων της ελληνικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας, αλλά ακόμα και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της οποίας η προηγούμενη διοίκηση καρατομήθηκε προσφάτως. Μάλιστα, σε σχετική ερώτηση για τα υπέρογκα κέρδη των τραπεζών από χρεώσεις και προμήθειες, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε απαντήσει πως «θα το δει», ενώ παραπάνω από μία φορές είχε εξαγγείλει την ίδρυση «Ηλεκτρονικού Παρατηρητηρίου Τραπεζικών Χρεώσεων», που θα ήλεγχε την εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών. Από τον Μάρτιο του 2018, όταν από την προηγούμενη κυβέρνηση εξαγγέλθηκε πως «σε περίπου ένα χρόνο εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο», τα ίχνη του χάθηκαν.
Σήμερα, η Ένωση Καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ -που στο παρελθόν έχει ουκ ολίγες φορές καταγγείλει τις μεθοδεύσεις των τραπεζών για αύξηση των κερδών τους, ενώ έχει καταφέρει ακόμα και την ανάκληση προκλητικών και έκνομων αποφάσεων- καταδίκασε διά της προέδρου του, Παναγιώτας Καλαποθαράκου, τις νέες χρεώσεις, χαρακτηρίζοντάς τες αδικαιολόγητες, άδικες και καταχρηστικές. Μάλιστα, και εκείνη κάλεσε την Επιτροπή Ανταγωνισμού να επιληφθεί του θέματος.
Με τη σειρά της, το πρωί της Παρασκευής η κυβέρνηση φρόντισε να πετάξει το μπαλάκι στον Γιάννη Στουρνάρα, αφού το πρωί της Παρασκευής, ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Νίκος Παπαθανάσης, υποστήριξε πως το ζήτημα βρίσκεται στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας, σημειώνοντας πως «είμαστε σε συνεννόηση με την ΤτΕ και αμέσως θα παρέμβουμε εφόσον διαπιστωθεί καταχρηστικότητα στο μέτρο». Ο υφυπουργός εξέφρασε την ενόχλησή του «ως πολίτης», δικαιολόγησε τις τράπεζες αναφορικά με το «κόστος του συστήματος» και υποσχέθηκε πως «εφόσον διαπιστωθεί καταχρηστικότητα» θα προβούν σε ενέργειες ώστε να μειωθούν οι χρεώσεις, αλλά «δεν μπορώ να πω ότι θα εξαφανιστούν».
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως παρότι από την κυβέρνηση τον δείχνουν ως υπεύθυνο, μέχρι στιγμής ουδεμία αντίδραση έχει σημειωθεί από τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Γ. Στουρνάρα, ενώ άφαντος παραμένει και ο αρμόδιος υφυπουργός για τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα, Γιώργος Ζαββός. Έτεροι δεν έχουν πραγματοποιήσει την παραμικρή παρέμβαση, παρότι είναι οι καθ’ ύλην αρμόδιοι.
Τελικά, ισχύει αυτό που λέει η Κομισιόν, πως «ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να παρέμβει στον τομέα αυτό» των τραπεζικών προμηθειών; Ή οι ελληνικές τράπεζες είναι εκτός ελληνικού και ευρωπαϊκού ελέγχου;