Εις τήν ῥύμην τήν καλουμένην εὐθείαν
«Ξέρεις τι ζούμε; Οσα έγραψε ο Κονραντ στην “Καρδιά του Σκότους”, σε σύγχρονη έκδοση».
Η νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ, θρυλική αυτή καθ’ αυτή αλλά και γιατί ενέπνευσε το «Αποκάλυψη τωρα», αφορά την αποικιοκρατία στο Κογκό, τους Βέλγους και τα φρικτά έργα τους. Το άγνωστο, η Αφρική, είναι το σκότος του τίτλου, και ο Κουρτζ, ο δυτικός κλέφτης, «έμπορος ελεφαντόδοντου», η έκφραση του «πολιτισμού» της Δύσης: του ρατσισμού, της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού… Η θρυλική φράση του βιβλίου, από τα χείλια του δούλου κογκολέζου, εκείνο το «Mistah Kurtz, he dead» γίνεται η φράση της Ρ., για όσα πέρασαν κι όσα τελειώνουν. Είναι νεκρή η προσπαθειά τους. Είμαστε πάλι μόνοι μας να βρούμε τον τρόπο μας και την τύχη μας.
Η Ρ. προέρχεται από οικογένεια μεικτή, τρία δόγματα σε ένα σπίτι και πλήρης αδιαφορία για όλα τα των θρησκευτικών. Σεβασμός, αλλά από μακρυά κι αγαπημένοι. Είναι 26 χρονών, απόφοιτη αγγλικής φιλολογίας, μιλά τρεις γλώσσες, πήρε την ειδίκευση της ξεναγού πρόσφατα σχετικά. Ήταν φοιτήτρια τον καιρό που οι IS κόντευαν να πάρουν τη Δαμασκό. Αποφοίτησε το 2014. «Σκεφτόμουν μικρή τι ωραία θα ήταν τα πανεπιστημιακά μου χρόνια». Δεν ήταν όμως. «Ήταν δύσκολα, πολλές φορές ήθελα να δώσω μάθημα και την ώρα που πηγαίναμε να δώσουμε μάθημα χτυπούσαν με οβίδες το Πανεπιστήμιο, και αναβάλλονταν οι εξετάσεις. Αλλά κατάφερα να πάρω το πτυχίο στην ώρα μου», λέει με περηφάνεια, το δικαιούται. Όμως γλέντι, μεθύσια, έρωτες δεν είχαν χώρο στη δική της πανεπιστημιακή καθημερινότητα.
Δουλεύει με Βρετανούς συχνά, μου λέει, και διηγείται ιστορίες που δεν τους τιμούν καθόλου. Ίσως οι Βρετανοί αυτοί να είναι ο λόγος που οι αναφορές της συνδέονται με τον Κόνραντ, σκέφτομαι. Τουρίστες του πολέμου, που έρχονται, πληρώνουν ξεναγό, ξενοδοχεία, βίζες, όλα, όχι, έστω, για να δουν τα αρχαία τζαμιά και τους κήπους, το μνήμα του Σαλαντίν, τον τόπο που γιατρεύτηκε ο Παύλος και ακούστηκε φωνή Θεού, ουτε καν για να χαζέψουν τα χρώματα του παζαριού. Έρχονται για να βγάλουν φωτογραφίες πάνω στα ερείπια. «Κι όλοι χαμογελάνε!». Τι ρωτάω πως νοιώθει όταν τους πηγαίνει στον τόπο που μαρτύρησε ο λαός της, που την πληρώνουν να τους ξεναγήσει εκεί. Σφίγγεται όλο της το πρόσωπο, φεύγει η νιότη από τα χαρακτηριστικά της. Δε χρειάζεται να απαντήσει.
Στο παζάρι, με τους ανθρώπους να ψωνίζουν, με τις γυναίκες να κοιτάνε αρώματα και καλλυντικά και τους μικροπωλητές να πουλούν την πραμάτεια τους, με ερωτήσεις για τις τιμές τότε και τώρα και το πως τα βγάζουν πέρα, με την τεράστια συριακή σημαία να εμποδίζει τη βροχή να φτάσει σε μας, όλα μοιάζουν ειρηνικά. Οι διακοπές ρεύματος ανήκουν στο παρελθόν, τα κινητά είναι στα χέρια όλων, οι σαλεπιτζήδες και οι καραγκιοζοπαίχτες – «ζητήσαμε να μπει στα λαογραφικά της Ουνέσκο»- έχουν πιάσει πόστα, το πλήθος τεράστιο: ο κόσμος ακόμη προτιμάει το παζάρι. Και τα νοίκια για τα μαγαζιά εδώ δεν έχουν πέσει καθόλου. «Αν νοικιάζεις, θέλεις κάπου δύο χιλιάδες δολάρια γι’ αυτή την τρύπα». Πολλοί έχουν αγοράσει τα μαγαζιά τους, όμως – ακόμη και τα νοικιασμένα είναι στα χέρια της ίδιας οικογένειας για γενιές. Ζουν, τα βγάζουν πέρα. Ο κόσμος δεν εγκατέλειψε την αγορά του. Υπάρχουν σούπερ μάρκετ αλλά δεν τα προτιμούν. Γενιές μιας οικογένειας ψωνίζουν από το ίδιο μαγαζί που το έχουν γενιές μιας άλλης. Οι μικροϊδιοκτήτες έχουν παίξει σημαντικότατο ρόλο στην ιστορία όλης της Μέσης Ανατολής – και στις επαναστάσεις, ναι – το Ιράν ξέρει. Είναι σημαντικό κομμάτι της κουλτούρας το εμπόριο κι οι διαπροσωπικές σχέσεις που χτίζονται μέσα από αυτό. Ξανά, εδώ έχουν στηρίξει την οικονομία. Όπως και άλλοι. «Υπάρχουν πλούσιοι που έφυγαν και πλούσιοι που φέραν τα λεφτά τους από το εξωτερικό εδώ για να στηρίξουν τη χώρα. Υπάρχουν φτωχοί που έφυγαν και φτωχοί που έμειναν εδώ.».
Πριν ξεκινήσει η καταστροφή, η οικονομία της Συρίας κάλπαζε, μου λένε. Ήταν τα δύο καλύτερα της χρόνια τα δύο τελευταία πριν τον πόλεμο. Το 2011 ο μέσος μισθός ήταν αντίστοιχος 600 δολαρίων. Σήμερα, με το τοπικό νόμισμα να έχει πέσει δέκα φορές σε σχέση με το δολάριο, ο μέσος μισθός είναι αντίστοιχος των 200 δολαρίων. Γιατί η ζωή δεν κοστίζει δολάρια. Και γιατί ώρες ώρες οι κουβέντες θυμίζουν Ελλάδα. «Καταναλώναμε πολύ. Πήγαινες στο παζάρι κι αντί για ένα κιλό, έπαιρνες ένα καφάσι μήλα. Και τα μισά τα πέταγες. Και βάζαμε στην άκρη, να πάρουμε ένα σπίτι κάποια στιγμή. Με τον πόλεμο αυτό άλλαξε. Δεν βάζουμε πιά στην άκρη, ξέρουμε πως δεν μπορούμε να αγοράσουμε σπίτι, τώρα αγοράζουμε ενα κιλό μήλα… αλλά όχι, δε μας έλειψε τίποτε». Εκτός από κάποιες μικροπολυτέλειες- ο καφές, τα καλλυντικά για τις σύριες, που ε, είναι κοκέτες, κακά τα ψέμματα… Ναι, και το αυτοκίνητο πια είναι δύσκολο απόκτημα.
Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί. Δεν υπάρχουν σπίτια, όχι γιατί γίναν airbnb αλλά γιατί γίναν συντρίμμια και γιατί η πόλη δέχθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό των εκτοπισμένων. Ευρύτερες οικογένειες μαζεύονται κάτω από την ίδια στέγη. Οι διευθύνσεις θυμίζουν χωριά, είναι να σε ξέρει ο ταχυδρόμος. Οι μισθοί μπαίνουν σε κοινό ταμείο. Καφέ «δεν πίνουμε, εμένα δε μου αρέσει», ο πατέρας έκοψε το τσιγάρο «πάει για αργιλέ [σίσα] πότε πότε» στο καφενείο, αλλά όχι κάθε μέρα, όπως άλλοτε. «Δε μας έλειψε τίποτε»… Η παιδεία είναι σχεδόν δωρεάν, οι μετακινήσεις επικίνδυνες και περιορισμένες μέχρι πριν δυό χρόνια, τουλάχιστον, οι δεσμοί συσφίχθηκαν και οι ανάγκες περιορίστηκαν. Όμως κανένας δεν πείνασε. Και ετούτο το κορίτσι, το γεμάτο γνώση και θάρρος, που λέει ότι δεν πίνει καφέ, δεν της αρέσει, αθώο ξεχνιέται και παραγγέλνει πάντα καφέ όποτε καθόμαστε μαζί έξω και κερνάω. Τέσσερις στις τέσσερις.
Τα πράσινα σημαιάκια που ανεμίζουν πάνω από τις στοές του παζαριού, ακόμη και ανάμεσα στις κολώνες του αρχαίου ναού του Διός, είναι υπόμνηση της μεγαλύτερης «ποινής» που έχουν καταδικάσει οι σαουδάραβες τους μουσουλμάνους που δεν κάθονται στα αυγά τους. Από τις πέντε θεμελιώδεις αρχές του Ισλάμ, τις υποχρεωτικές, η μία είναι το χατζιλίκι, η επίσκεψη στη Μέκκα. Αν έχεις την οικονομική δυνατότητα να πας και δεν πας, τις συγκεκριμένες ημερομηνίες του προσκυνήματος και της γιορτής, πάει η ψυχή σου, χάθηκε… Από την αρχή του εμφυλίου, η Σαουδική Αραβία, στην οποία ανήκει η Μέκκα, έχει απαγορέψει σε όλους τους Σύριους εκ Συρίας να μπαίνουν στη χώρα. Εκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι θα καταδικαστούν αιώνια, επειδή οι Σαουδάραβες έχουν δικαίωμα σε αυτή την άρνηση, επιτρέποντας μόνον στους Σύριους πρόσφυγες και εκείνους της Διασποράς το προσκύνημα. Στα δικά μας παιδιά.
Οι χριστιανικές γειτονιές της παλιάς πόλης, εκεί, δίπλα στο παζάρι, ήταν στόχος. Μόλις το 2016 κατάφεραν να απαλλαγούν από τον όγκο των βλημάτων και των σφαιρών. Στα μαγαζιά με τα σουβενίρ το καταλαβαίνεις, με τις ρώσικες και ιρανικές σημαίες δίπλα δίπλα στα αντικείμενα της βιτρίνας. Περιοχές των μαγαζιών και του ξενυχτιού, οι χριστιανικές, γεμίζουν νιάτα, ζωή, μουσική και ποτά το βράδυ ξανά – η νέκρα του 2013- 2015 έχει ξεχαστεί. Μέχρι το 2018, που οι σαουδαραβικής κοπής Τζαϊς αλ Ισλάμ, βρίσκονταν μόλις ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, στο προάστειο της Ντούμα, το γλέντι εμπεριείχε και έναν κίνδυνο: για τους ακραίους ισλαμιστές τα τσιφτετέλια, οι χοροί και το αλκοόλ ήταν στόχος – κυριολεκτικά. Και τώρα, ε, τώρα του δίνουν και καταλαβαίνει!
Το μόνο που δε βλέπεις σε ποσότητες στην αγορά είναι το κρέας. Όσα χρειάζεταιι μια τετραμελής ελληνική οικογένεια για την εβδομάδα της είναι, πάνω κάτω, όσο βλέπεις στη βιτρίνα και τα ράφια του κρεοπωλείου. Από την άλλη, τσουβάλια όσπρια, μια προτίμηση σε ρεβύθια και κουκιά, σακκούλες δημητριακά και μπόλικο ψωμί και αρτοποιήματα. Στο δρόμο, βραστό καλαμπόκι και τσουρέκια για κάτι στο πόδι. Στα σιροπιαστά, πάντως, μάλλον κανείς δεν έκανε σκόντο ή οικονομία. Βουνά! Στους γκισέδες των μαγαζιών με σιροπιαστά, ουρές, παιδιά και μεγάλοι να περιμένουν υπομονετικά. Οι τιμές, για το φαγητό στο δρόμο, λογικές. Ένα μεγάλο σάντουιτς σαουρμά στο ένα δολλάριο, δύο μεγάλα σιροπιαστά άλλο ένα. Ρωτάω για τις τιμές των εστιατορίων. Δεν πάνε πια. Ε, αν είναι για σαουρμά άλλο – οι τιμές δεν πολυαλλάζουν στο καθιστό. Σαν τα σουβλατζίδικα. Θυμάμαι την Ζαουζάν, που έβγαλε από την τσάντα δύο μήλα μες στο λεωφορείο μας, να μοιραστούμε, όταν πεινάσαμε. Κι όταν κατεβήκαμε, της είπα να την κεράσω σαουρμά, και παράγγειλα έναν, με ρώτησε αν μπορούσε να πάρει δύο, τους έβαλε στην τσάντα, και είπε, αν δεν με πειράζει, προτιμούσε να φάει σπίτι. Εκεί που περίμεναν ο άντρας κι ο γιός, οι δύο.
Είναι η ώρα που τελειώνουν τα σχολεία. Λες και έχει ένα σε κάθε τετράγωνο της αρχαίας Δαμασκού. Παιδιά καλοβαλμένα, με ποδιές, άλλα με μαντήλες κι άλλα όχι, μαμάδες μπούγιο στην είσοδο, να παραλάβουν. Παγωτά και ζαχαρωτά με τα παιδιά, και χάζι στις πλατείες. Στα δρομάκια της παλιάς πόλης, γύρω από την ευαγγελική ρύμη, την καλουμένη ευθεία, την straight street ή via recta των δυτικών, εκεί που ο Παύλος βρήκε το φως του, ο τόπος μυρίζει γιασεμί, η ζωή μοιάζει ανίκητη. Βόλτες, καφέδες, ο δρόμος στην Αλ Καμαρίγια με τα ντόπια φαστφουνταδικα, παγωτατζίδικα, ζαχαροπλαστεία, που σου σπάνε τη μύτη. Μόνη υπενθύμιση του πολέμου οι σημαίες της Συρίας και οι καρδούλες με τη φωτογραφία του Άσαντ. Παντού σημαίες. Παντού φωτογραφίες του Άσαντ, κι ύστερα του Νασράλα ή των μαρτύρων – είναι η κοινή λέξη -σιίτικη και χριστιανική- για τους πεσόντες του πολέμου. Εδώ, της επίσημης πλευράς.
Η παλιά πόλη θέλει πόδια. Στενά δρομάκια, ελάχιστα ή καθόλου πεζοδρόμια. Δύσκολα για καλομαθημένους. «Ερχονται οι γιαπωνέζοι τουρίστες και με ρωτούν γιατί δεν έχουμε μετρό, και μου λένε πως πρέπει να κάνουμε μετρό. Τι να τους πω; Προχτες στη γειτονιά μου, έσκαβαν για το νερό και βρήκαν μια κορινθιακή κολώνα». Τι να τους πεις… Να τους στείλεις στη Θεσσαλονίκη.
Προσκύνημα και προσευχή στον τάφο του γενναίου και ωραίου Σαλαχαντίν, του Σαλαντίν που νίκησε με αρχοντιά και ευγένεια τους βάρβαρους, του Σαλαντίν, του μόνου μoυσουλμάνου που ο Δάντης βάζει στο καθαρτήριο, πλάι στο Σωκράτη και στον Πλάτωνα. Έκπληξη, δίπλα του, ένα καινούριο μνήμα, εκείνο του διακεκριμένου, μάρτυρα πανεπιστημιακού δασκάλου Μουχάμεντ Σαφέντ Ραμαντάν Αλ Μπουτί, που σκοτώθηκε, μαζί με πενήντα μαθητές του, το Μάρτη του 2013 «από τους όλμους της δεξιάς», όπως γράφει η αναμνηστική πλάκα. Τιμή τεράστια, να είσαι δίπλα στο Σαλαντίν. Και προπαγάνδα.
Το πιο σημαντικό μνημείο, εκεί που μάλλον οριοθετείται και η παλιά πόλη, είναι το τζαμί Ουμαγιάντ, το πρώτο τζαμί στην ιστορία. Από όπου ξεκίνησαν το 2011 και οι διαμαρτυρίες, που θα οδηγούσαν στον εμφύλιο της Συρίας: λίγες δεκάδες πιστοί ζήτησαν περισσότερη δημοκρατία, για να βιώσουν την «αποφασιστικότητα» της αστυνομίας στο πετσί τους. Ο πόλεμος δε χαρίστηκε στο υπέροχο μνημείο. Δεν υπέστη την καταστροφή που υπέστη του τζαμί του Χαλεπιού, είναι η αλήθεια. Όμως επλήγη δύο φορές. Και δύο φορές τα τραύματά του θεραπεύτηκαν αμέσως. Και για οικονομικούς λόγους: ο θρησκευτικός τουρισμός, τα γκρουπ που έρχονται να προσκυνήσουν, ειδικά από το Ιράν, δε σταμάτησαν ούτε στις πιο άγριες φάσεις του πολέμου. Στα νοτιανατολικά του τζαμιού είναι ο Μιναρές του Ιησού. Από κει θα ξεκινήσει η ημέρα της Κρίσεως, από κει θα κατεβεί ο Χριστός για τη μάχη με τον Αντίχριστο, πιστεύουν οι μουσουλμάνοι. Ένα ένα τα σημεία της πόλης σηματοδοτούν μια ιστορία άχρονη, μια ιστορία που, αυτά τα λίγα χρόνια του αίματος, κάποτε δεν θα τα θυμάται ούτε καν σαν υποσημείωση. Χιλιάδες νεκροί, όπως πάντα. Κι η παλιά πόλη ακίνητη, στο χρόνο και το χώρο. Όπως πάντα.
Στην Αλ Αμάρα, μια ακόμη ιστορική γειτονιά, λίγο πιο πέρα, είχε γίνει η πρώτη προσπάθεια για «εκσυγχρονισμό» της παλιάς Δαμασκού, πριν τον πόλεμο. Η πρόταση ήταν, τότε, το 2008, να θυσιαστεί η γειτονιά για να φαρδύνουν πεζοδρόμια και δρόμοι. Ξεσηκώθηκε όλος ο κόσμος και τους σταμάτησε. Τώρα, το ίδιο γίνεται και με την Tακίγια Σουλεϊμανίγια, το τζαμί που έχτισε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, με την αυλή του, με τους 22 τρούλους, την αίθουσα για τα γεύματα των αστέγων, το πάρκο με τα μικρομάγαζα ένα γύρω. Ήρθε, λέει, ένας λιβανέζος, πλούσιος, κι ήθελε να διώξει τα μαγαζάκια και να κάνει τον αυλόγυρο εστιατόριο πολυτελείας. Μες στην καρδιά του πολέμου. Και πάλι ξεσηκώθηκαν, και πάλι ο απλός κόσμος κράτησε τα μπόσικα. Το μικρό και το μεγάλο, ναι, μπορείς να τα παλέψεις μαζί.