Ποινές 30 έως 50 ετών στον καθένα εκδίκασε το δικαστήριο της Ονδούρας στους επτά καταδικασθέντες για τη δολοφονία της Ινδιάνας ακτιβίστριας Μπέρτα Ιζάμπελ Κάσερες Φλόρες, το 2016. Αν και οι επτά είχαν καταδικαστεί πριν μήνες, χρειάστηκε αγώνας ώστε να ορισθούν ποινές, ενώ, βάσει του ονδουριανού δικαίου, τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα εντός είκοσι ημερών να εφεσιβάλλουν τις ποινές τους. Μεταξύ των καταδικασθέντων είναι ένα στέλεχος της εταιρίας που είχε αναλάβει την κατασκευή του φράγματος, Ντέσα [Desarrollos Energéticos S.A., DESA] ,ένας υψηλόβαθμος εν ενεργεία στρατιωτικός και ένας απόστρατος, ο οποίος είχε προσληφθεί από τη Ντέσα.
Στρατιωτικός εξ όσων που δικάστηκαν, εκπαιδευμένος στις ΗΠΑ και μέλος των ειδικών δυνάμεων της Ονδούρας, έχει καταθέσει ότι η απόφαση για τη δολοφονία της Μπέρτα είχε ληφθεί μήνες πριν εκτελεστεί. Τρεις ακόμη εκ των καταδικασθέντων έχουν περάσει από την ίδια, εκπαιδευμένη στην περιβόητη Σχολή της Αμερικής των ΗΠΑ, στρατιωτική δύναμη. Οι απόφοιτοι της σχολής, από όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, συνδέονται με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δολοφονίες, εκτελέσεις, βασανισμούς και διώξεις.
Ως ξεχωριστή υπόθεση, εκτός των επτά καταδικασθέντων, αντιμετωπίζεται από την δικαιοσύνη της Ονδούρας, η δίωξη για τη δολοφονία της Μπέρτα του τότε γενικού διευθυντή της Ντέσα, Ρομπέρτο Νταβίντ Καστίγιο, ο οποίος έχει συλληφθεί και του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες το Μάρτιο του 2018, αλλά η δίκη δεν έχει προχωρήσει, αν και έχει περάσει ενάμισης χρόνος.
«Καθόλη τη διαδικασία υπήρξαν ανωμαλίες και μεγάλη ασέβεια σε πολλά, μεταξύ των οποίων και οι χρόνοι που προβλέπονται από το δίκαιο της Ονδούρας [ώστε να μην υπάρξει παραγραφή]. Οι αρχές προχωρούσαν ενάντια σε κάθε αίσθηση δικαιοσύνης, επιδιώκοντας την ασυλία [των ηθικών αυτουργών]. Έχουμε τεράστιο χρέος να αποδοθεί αληθινή δικαιοσύνη, και να πιέσουμε το κράτος για να σταματήσει τις αναβολές και τις καθυστερήσεις», είχε δηλώσει παλαιότερα η θυγατέρα της Μπέρτα, Ολίβια Ζουνίγκα. «Ο Καστίγιο μπορεί να ήταν πρόεδρος της εταιρίας, αλλά είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, μεταξύ των πανίσχυρων ανθρώπων που αποφάσισαν τη δολοφονία και πλήρωσαν για αυτήν. Υπάρχουν αποδείξεις, υπάρχουν ονόματα και γνωρίζουμε τι ρόλο έπαιξε ο καθένας σε αυτή την εγκληματική οργάνωση».
Οι αρχές έχουν απορρίψει στοιχεία και αποδείξεις, έχουν αρνηθεί να εξετάσουν ειδικούς και να δεχθούν εκθέσεις επιστημόνων, που δείχνουν σαφώς την εμπλοκή και άλλων εκτός των επτά, και που συνδέουν το έγκλημα με πολιτικά πρόσωπα και ντόπιες και ξένες εταιρίες Επενδύσεων. Χαρακτηριστικά, το Νοέμβριο του 2017, ομάδα νομικών ειδικών έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση που συνδέει τη δολοφονία με την Αμερικάνικη Κεντρική Τράπεζα για την Οικονομική Eνσωμάτωση (CABEI), το ολλανδικό Ίδρυμα Οικονομικής Ανάπτυξης (FMO) και τη φιλανδέζικη εταιρία Finnfund, που έχουν επενδύσει στη Ντέσα και που επεδίωξαν «να κατευθύνουν, εξουδετερώσουν και εξαφανίσουν κάθε αντίσταση» γιατί «ήταν ιδιαίτερα υψηλά τα διαφυγόντα κέρδη», λόγω των λαϊκών αντιδράσεων. Τον ίδιο μήνα με τη Μπέρτα δολοφονήθηκαν άλλοι δύο ακτιβιστές ιθαγενείς, ενώ από το 2014 έχουν δολοφονηθεί ακόμη 10.
«Μας φοβούνται γιατί δεν τους φοβόμαστε» Μπέρτα Κάσερες
Η κα Ζουνίγκα μίλησε, μετά την ανακοίνωση των ποινών, με πολύ αυστηρή γλώσσα, κατά των αρχών της Ονδούρας, λέγοντας: «Αυτή η μέρα δεν είναι μέρα χαράς, αλλά ημέρα πόνου. Οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας της μητέρας μου απολαμβάνουν ακόμη ασυλίας. Δεν θα δεχθούμε ως δικαιοσύνη τίποτε μεσοβέζικο. Αυτοί οι άνθρωποι [οι ηθικοί αυτουργοί] πρέπει να μπουν στη φυλακή.».
Σύμφωνα με τους ιθαγενείς, την Ολίβια Ζουνίγκα και τις απορριφθείσες εκθέσεις, πίσω από τη δολοφονία της μητέρας της βρίσκονται και οι κύριοι μέτοχοι της εταιρίας Ντέσα, η πάμπλουτη οικογένεια της Ονδούρας Ατάλα- Ζάμπλα, οι οποίοι έδωσαν την εντολή όταν πέρασε στα χέρια της εταιρίας τους η κατασκευή του φράγματος. Ο διεθνής κατασκευαστής που βρισκόταν πίσω από τη Ντέσα, ως το 2013, οπότε και αποχώρησε, ήταν η κινεζική κρατική εταιρία Σινοχάιντρο. Με την αποχώρηση των κινέζων, η κατασκευή πέρασε στα ντόπια χέρια και τους διεθνείς υποστηρικτές τους, που αποφάσισαν και τη δολοφονία της Μπέρτα.
Το φράγμα Άκουα Ζάρκα, αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων, είχε σχεδιαστεί και θα γίνονταν στις πατρογονικές γαίες της φυλής Λένκα, στην οποία ανήκε και η Μπέρτα, και πάνω στον ιερό τους ποταμό. Εκτός αυτού, το φράγμα απειλούσε τις καλλιέργειες και την ομαλή διανομή του νερού στις ινδιάνικες γαίες, και είχε αποφασιστεί κεντρικά, χωρίς να ερωτηθεί η τοπική, ιθαγενής κοινωνία, όπως απαιτεί το Διεθνές Δίκαιο.
«Ο στρατός έχει μια λίστα με 18 ονόματα, αυτών που πρέπει να δολοφονηθούν, και το δικό μου είναι πάνω πάνω» Μπέρτα Κάσερες
Η Μπέρτα, που δολοφονήθηκε στις 2 Μαρτίου του 2016 έξω από το σπίτι της, στην πόλη της, Λα Εσπεράνζα [η Ελπίδα], στη βορειανατολική Ονδούρα, ήταν πρωτοπόρος στον αγώνα για τα δικαιώματα των ιθαγενών από τη δεκαετία του 1990, οπότε και ίδρυσε τη βραβευμένη περιβαλλοντική οργάνωση Συμβούλιο των Λαΐκών και Ιθαγενών Οργανισμών της Ονδούρας (COPINH). Από το 2006 και για μιά δεκαετία, ως τη δολοφονία της, ήταν επικεφαλής και οργανώτρια του κινήματος ενάντια στην κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Άκου Ζάρκα, και κατάφερε να σταματήσει την κατασκευή του, αφού όμως ήδη είχε κτιστεί το ένα πέμπτο. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, η ίδια συνελήφθη πολλάκις, με φυτευτά στοιχεία όπως αποδείχθηκε, και έγινε αποδέκτης εκβιασμών και απειλών, ειδικά από στελέχη του στρατεύματος.
Οι εισαγγελικές αρχές της Ονδούρας έχουν καταλήξει ότι οι επικεφαλής της Ντέσα όχι μόνον είχαν γνώση ότι επρόκειτο να δολοφονηθεί η Μπέρτα, αλλά έδωσαν και την εντολή για την συμμετοχή συγκεκριμένων ατόμων στη συμμορία που προχώρησε στη δολοφονία. Αυτό σημαίνει, κανονικά, ότι οι έρευνες πρέπει να συνεχιστούν μέχρι να οριστεί σε ποιό επίπεδο γνώριζαν και εντέλλονταν δολοφονίες οι «επικεφαλής», δηλαδή όσοι διέταξαν, οργάνωσαν και πλήρωσαν για τη δολοφονία της Μπέρτα. Η καταδικαστική απόφαση για τους επτά, σημαίνει ότι το δικαστήριο γνωρίζει το ρόλο του καθενός του και τώρα οφείλει να διερευνήσει, για τον καθένα ξεχωριστά, από που έλαβαν εντολές και, ακολούθως, να διατάξει τη δίωξή τους. Ωστόσο, κανένας από την ιδιοκτήτρια οικογένεια δεν έχει κληθεί καν να καταθέσει, δύο χρόνια τώρα και, προς το παρόν, ούτε μετά την καταδίκη των επτά έχει γίνει κάποια σχετική κίνηση.
Η καταδίκη των επτά συνδέει ευθέως την δολοφονία με τα συμφέροντα της Ντέσα και αποδεικνύει ότι η δολοφονία διετάχθη λόγω των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων της Μπέρτα Κάσαρες, και δεν υπήρξε ανεξάρτητη, όπως αρχικά είχαν προσπαθήσει κάποιοι να φανεί. Όπως έχει παλιότερα δηλώσει η Ολίβια Ζουνίγκα «μια καταδίκη θα αποδείξει ότι αυτοί οι επτά είναι πιόνια και θα ανοίξει το δρόμο για τη δίωξη αυτών που τους προσέλαβαν».
Oι δολοφονίες ακτιβιστών σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Παγκοσμίως δολοφονούνται κάθε εβδομάδα τρεις ακτιβιστές με δράση περί το περιβάλλον, και περισσότεροι από τους μισούς δολοφονηθέντες δρουν στη Λατινική Αμερική.
Οι δολοφονίες ακτιβιστών συνδέονται άμεσα με διεθνή οικονομικα συμφέροντα, οι επενδύσεις των οποίων κινδυνεύουν.