O βουλευτής του ΜέΡΑ25 ξεκινησε την τοποθέτησή του την Τρίτη από το βήμα της Βουλής φωνάζοντας, «Παραδίνομαι. Παραδίνομαι. Παραδίνομαι…», επικαλούμενος τις σκηνές και τους διαλόγους που αποκαλύπτουν βίντεο από τις θηριωδίες της αστυνομίας κατά τις διαδηλώσεις και τις εκδηλώσεις μνήμης της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου την περασμένη Παρασκευή, όπου εμφανίζονται να χτυπούν διαδηλωτή παρά το γεγονός ότι είχε συλληφθεί. «Πόσο περισσότερο θα έπρεπε να παραδοθώ για να σταματήσουν να με χτυπάνε οι άνδρες των ΜΑΤ;» αναρωτήθηκε ο βουλευτής, απευθυνόμενος τόσο προς την Ολομέλεια, όσο και προς τον αρμόδιο υπουργό Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
«Την Παρασκευή έτυχε να είμαι και εγώ στα Εξάρχεια, καθώς ενδιαφέρομαι και ανησυχώ πολύ για τα νέα παιδιά και όλη αυτή τη φοβερή αστυνομοκρατία που έχει ενσκήψει ξαφνικά στη χώρα από το πουθενά και χωρίς κανένα λόγο, καμία απολύτως δικαιολογία κατά τη γνώμη μας. Έκπληκτος είδα ένα είδος αστυνομικής απρόκλητης βίας και χυδαιότητας τολμώ να πω με φοβερά χυδαίες βρισιές, σεξιστικές απέναντι στις κοπέλες, διάθεση να ξεγυμνωθούν άνθρωποι, να ξεφτιλιστούν, να καθηλωθούν και βεβαίως κυρίως, να χτυπηθούν βάναυσα και δίχως τον παραμικρό οίκτο» εξηγεί ο Γρηγοριάδης μιλώντας στο ραδιόφωνο του TPP και προσθετει:
«Δηλαδή με σκοπό θα ΄λεγε κανείς δολοφονικό είδα να χτυπάνε. Το είδα με τα μάτια μου. Και δεν είναι μόνο το βίντεο το περίφημο αυτό που ο άνθρωπος αυτός λέει “παραδίνομαι, παραδίνομαι” επί ένα ολόκληρο λεπτό σχεδόν και συνεχίζει να τον χτυπάει ένας, έρχεται τον χτυπάει και δεύτερος, μετά τον χρησιμοποιούν όπως είπα σαν πολιτικό κλοιό για να χτυπήσουν έναν τρίτο που έχουν συλλάβει οι άλλοι.»
Συνεχίζοντας, παρομοιάσε την κατάσταση που είδε με «γιουρούσια θανάτου. Μου θύμισε δεδομένων των αναλογιών τις περίφημες περιγραφές, που τις έχουμε από τον Βούλγαρη και από τον Ντέκο στην Μακρόνησο, όπου αφήναν ελεύθερους τους πολιτικούς κρατούμενους και τελείως ανεύθυνους και ανεξέλεγκτους οπλισμένους τους δεσμοφύλακές τους και τους δολοφονούσαν. Μετά από κάθε τέτοιο πάρτι υπήρχαν δύο, τρεις, τέσσερις, επτά νεκροί. Μόνο και μόνο για να τρομάξουν. Μου θύμισε αυτή την αγελαία συμπεριφορά που τα ζώα δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Πάντως, δεν θύμισε σε τίποτα συντεταγμένο σώμα οποιουδήποτε κράτους. Συντεταγμένο σώμα αστυνομίας ή στρατού ή ο,τιδήποτε. Είναι ένα γιουρούσι ανθρώπων που πλιατσικολογούν και που εγκληματούν».
Συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη, στην «Φάρμα των Ζώων»
Όσον αφορά το γιατί προχώρησε στη συγκεκριμένη ενέργεια από το βήμα της Βουλής, ο βουλευτής του ΜέΡΑ25 απαντά:
«Σκέφτηκα ότι αφού ως κόμμα είμαστε πολύ μικρό, είναι προφανές ότι είμαστε και πολύ ειλικρινείς γιατί όλα τα συστημικά media είναι κλειστά σε εμάς. Φαντάσου ότι βλέπω κάθε τόσο ειδήσεις και περιμένω να ακούσω αυτό που είπαμε εμείς, έκτοι στη σειρά και σταματάει πάντα στο νούμερο πέντε. Είναι πέντε τα κόμματα στη Βουλή γι’ αυτούς. Σταματάνε στην Ελληνική Λύση. Εμείς δεν υπάρχουμε. Οπότε η εφευρετικότητα είναι η τέχνη αυτού που δεν έχει άλλη επιλογή. Και αναγκαζόμαστε συνέχεια να σκεφτόμαστε πράγματα που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον. Σκέφτηκα λοιπόν ότι τι καλύτερο από το να καταγγείλω στη Βουλή με έναν τρόπο που είναι αναμφισβήτητος, να πω αυτό που είδα δηλαδή, να περιγράψω αυτό που είδα και σαν ηθοποιός, έχω και μία ευκολία παραπάνω να το κάνω. Δεν είναι ότι έχω ταλέντο, είναι ότι τολμάω να το κάνω. Δεν κωλώνω. Οι άνθρωποι οι κανονικοί, οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου νομίζω ότι κωλώνουν να το κάνουν αυτό.
Είναι εύκολο να πάρω αυτή την έκθεση και έτσι είναι αυτά τα δύο, η αγανάκτησή μου, η αίσθηση του κατεπείγοντος γιατί πρέπει να σταματήσει τώρα, ότι δεν μπορώ εγώ να εκπροσωπώ έστω ένα μικρό κομμάτι του ελληνικού λαού και να τ’ αφήνουμε να συνεχίζεται. Αναιρεί τη δημοκρατία μας και με γυρνάει σε χρόνια πολύ σκοτεινά, συν το γεγονός ότι είμαστε αποκλεισμένοι και για να γίνει κάτι δραστικό πρέπει οπωσδήποτε με κάποιο τρόπο να γίνει πρώτα viral.
Έτσι λοιπόν το έκανα με την ελπίδα να τσιμπήσουν τα μέσα. Πράγματι τσίμπησαν γιατί είναι αρκετά προβοκατόρικο γι’ αυτούς, οπότε φαντάζομαι ότι τώρα θα ακούσω από τους Ελληνοχριστιανούς ότι δεν σέβεται τη Βουλή, παίζει θέατρο και όλα αυτά. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Τη δουλειά του για να παύσουν ένα άβατο τα Εξάρχεια την έκανε. Αυτό μας ενδιαφέρει μόνο. Τέτοιες μικρές ενέργειες πολλές θα ξαναφέρουν την κανονικότητα σε ένα ολόκληρο μέρος της πρωτεύουσας, που δεν ανήκει σε κανέναν. Ανήκει στους κατοίκους του. Και δεν μπορούν ούτε να το νεκρώσουν ούτε…. εξάλλου έχω ξαναπεί και δημόσια οι αντιεξουσιαστές έχουν το δικαίωμα να είναι αντιεξουσιαστές, όσο δεν κάνουν παράνομες πράξεις. Σέβομαι απόλυτα όπως εγώ έχω κάποια ιδεολογία, την κάθε ιδεολογία διαφορετική από τη δική μου.»
«Το να προπηλακίζονται νέοι είναι μία μόνιμη κατάσταση»
Στη συνέχεια της συνέντευξής του, ο Γρηγοριάδης αναφέρει ένα ακόμα περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας, που παρακολούθησε με τα μάτια του: «Έτρωγα ένα βράδυ πριν από τρεις εβδομάδες και ξαφνικά τρία παιδιά περνάγαν από απέναντι. Μία διμοιρία των ΜΑΤ – αυτά τα παιδιά περνάγανε, δεν κάνανε τίποτα, είμαι μάρτυρας εγώ – τα έπιασε, τα πέταξε μπρούμυτα στο έδαφος, τους τράβηξε τα χέρια πίσω, τα εξάρθρωνε, τους τραβολογούσαν. Σηκωθήκαμε έκπληκτοι και αρχίσαμε να λέμε “εε, τι κάνετε εκεί”; Και μου απαντάει αυτός “Τι θες ρε;”. Του λέω είμαι βουλευτής του ελληνικού Κοινοβουλίου και θέλω να σταματήσεις να ασκείς απρόκλητη βία. Αμέσως έβαλε φυσικά την ουρά στα σκέλια και σταμάτησαν, άφησαν τα παιδιά. Αλλά αυτό είναι μία μόνιμη κατάσταση. Προπηλακίζονται νέοι και αυτό αποσκοπεί κατά τη γνώμη μας στο να ερημώσουν τα Εξάρχεια. Ο μόνος τρόπος να κάνουν τη δουλίτσα τους, να σερβίρουν το success story του δόγματος “νόμος και τάξη”, είναι να μην υπάρχουν άνθρωποι εκεί.»
Προσθέτει ότι τα παιδιά που προπηλακίζονται «είναι παιδιά μας ή ξαδέρφια μας, αν ακούσετε την ηλικία τους και το κυριότερο χαρακτηριστικό δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Δεν υπάρχει μία περιοχή πίσω από τα Εξάρχεια, ώστε οι θαυμάσιες αστυνομικές δυνάμεις μας να μπορούν να τους απωθήσουν εκεί. Δεν μπορούν να πάνε κάπου αλλού. Τα Εξάρχεια είναι το μόνο κομμάτι που βρήκανε με τα χρόνια, μέσα σε μισό αιώνα και μαζί με την κουλτούρα, μαζί με τα μπαρ, μαζί με όλες αυτές τις ομορφιές που υπάρχουν στα Εξάρχεια γιατί με την συκοφαντία που έχουνε φάει έχει ξεχάσει ο κόσμος ότι είναι μια από τις πιο ωραίες συνοικίες των Αθηνών ας πούμε. Για μένα ίσως η καλύτερη.
Προτιμώ τα Εξάρχεια από το Κολωνάκι από παιδί μέχρι σήμερα, για να φάω ή να πιω ένα ποτό. Και αυτή η περιοχή οφείλει να επιστρέψει στην κανονικότητα και οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουνε να πάνε πουθενά αλλού. Αν ελπίζει ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη ότι θα πάνε σπίτι τους, τότε δεν τους έχει μετρήσει καλά. Είναι άνθρωποι που θα παραμείνουν στους μαζικούς αγώνες. Διαφωνώ μαζί τους αλλά είναι αγωνιστές και θα συνεχίσουν να αγωνίζονται
Και επίσης, να πω και αυτό, πόσοι επιχειρηματίες που έχουν στήσει τις επιχειρήσεις τους και έχουν πάρει τα ρίσκα τους και έχουν βάλει τα λεφτά τους, αυτοί δεν είναι Έλληνες; Συνταγματικά δεν είναι ίσοι με μένα; Αυτοί να κλείσουν οι επιχειρήσεις τους; Κάθε μέρα; Πηγαίνουμε, συγνώμη να πω και ένα όνομα, περνάμε από τον Ένοικο απ’ έξω και είναι από τις 12 η ώρα, μισή διμοιρία στα σκαλοπάτια του. Για πες μου; Ποιος θα μπει στον Ένοικο να πιει ένα ποτό; Δεν έχω καμία σχέση με τον Ένοικο, ούτε ξέρω ποιος τον έχει, ούτε με ενδιαφέρουν τα συμφέροντά του. Αλλά για πες μου; Είναι ένα μπαρ; Ποιος θα μπει σ’ αυτό το μπαρ να πιει ένα ποτό, όταν από πριν κάθονται η διμοιρία των ΜΑΤ στην πόρτα;»