Σαράντα εννέα δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν ενώ ασκούσαν το επάγγελμά τους σε όλο τον κόσμο το 2019 — σαράντα έξι άνδρες, τρεις γυναίκες — απαριθμεί η ΜΚΟ, από 86 το 2018. Σύμφωνα με την οργάνωση RWF, η μείωση του αριθμού των θανάτων οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι είναι λιγότεροι οι νεκροί δημοσιογράφοι σε εμπόλεμες ζώνες, όπως η Συρία, το Ιράκ, η Υεμένη και το Αφγανιστάν, σε σύγκριση με άλλες χρονιές. Επίσης τονίζει ότι ο 63% των θανάτων ήταν έπειτα από στοχευμένες επιθέσεις.

Ειδικότερα, στο Μεξικό μέσα στο 2019 σκοτώθηκαν 10 δημοσιογράφοι -τόσοι έχασαν τη ζωή τους και το 2018. Σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική σκοτώθηκαν συνολικά 14, όσοι και στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, ο αριθμός για τη Λατινική Αμερική μπορεί να είναι μεγαλύτερος, καθώς ακόμη δεν έχουν εξακριβωθεί οι θάνατοι ακόμη 8 δημοσιογράφων στη Βραζιλία, τη Χιλή, το Μεξικό, την Ονδούρα, την Κολομβία και την Αϊτή.

Όπως τονίζει στην έκθεση η συντονίστρια της οργάνωσης για την περιοχή, Νάταλι Σάουθγικ, αν και δεν γίνεται πόλεμος στη νότια Αμερική, «τα ποσοστά βίας είναι ισοδύναμα. Πρόκειται για περιοχή όπου υπάρχουν υψηλά ποσοστά ενδημικής βίας». Εξήγησε δε ότι μεγάλος είναι ο ρόλος του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο είναι η βασική απειλή για τους δημοσιογράφους, όπως και για τους ακτιβιστές.

Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, Κριστόφ Ντελουάρ, σε δήλωσή του χαιρέτισε «τη μείωση του αριθμού των θανάτων», ωστόσο τόνισε ότι παραμένει ανησυχητικό γεγονός ότι «ακόμη και σε δημοκρατικές χώρες πολλοί δημοσιογράφοι δολοφονούνται για λόγους που έχουν σχέση με τη δουλειά τους».

Επίσης, η οργάνωση σημειώνει ότι μπορεί να μειώθηκε ο αριθμός των δολοφονιών δημοσιογράφων, αλλά την ίδια στιγμή αυξήθηκε ο αριθμός συλλήψεων δημοσιογράφων κατά 12% σε σύγκριση με το 2018, φτάνοντας συνολικά τους 389 έως την 1η Δεκεμβρίου.

Το ποσοστό των γυναικών επί του συνόλου των φυλακισθέντων εργαζομένων σε μέσα ενημέρωσης παρέμεινε αμετάβλητο σε σύγκριση με το 2018, στο 8%. Η αύξηση του αριθμού αυτού είναι ακόμη περισσότερο «ανησυχητική» διότι «δεν συμπεριλαμβάνει τους δημοσιογράφους που προσήχθησαν αυθαίρετα και κρατήθηκαν για μερικές ώρες, μερικές ημέρες, ως και μερικές εβδομάδες», υπογραμμίζει η ΜΚΟ.

Η RSF καταγράφει «τον πολλαπλασιασμό αυτού του τύπου προσαγωγών» τη χρονιά που πλησιάζει στο τέλος της, εξαιτίας «των διαδηλώσεων και των κινημάτων αμφισβήτησης που ξέσπασαν λίγο ως πολύ παντού στον κόσμο, ιδίως στην Αλγερία και στο Χονγκ Κονγκ, όπου οι επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων πολλαπλασιάζονται, όπως και στη Χιλή και στη Βολιβία».

Σχεδόν οι μισοί φυλακισθέντες δημοσιογράφοι (186 στους 389) είναι έγκλειστοι σε μόνο τρεις χώρες: στην Κίνα (120, σχεδόν το ένα τρίτο), στην Αίγυπτο (34) και στη Σαουδική Αραβία (32), αναφέρεται στην έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα. Στις περιπτώσεις της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, στους περισσότερους φυλακισθέντες δεν έχουν απαγγελθεί καν κατηγορίες. Στην Κίνα, πολλοί κρατούμενοι είναι μειονοτικοί Ουιγούροι, ενώ μεγάλο μέρος τους είναι πολίτες-δημοσιογράφοι που προσπάθησαν να σπάσουν τη λογοκρισία μέσω του Διαδικτύου. Στην Τουρκία, πολλοί φυλακισμένοι δημοσιογράφοι αφέθηκαν ελεύθεροι, όμως αρκετοί εξ αυτών συνελήφθησαν ξανά λίγο καιρό αργότερα.

Ακόμη, αναφέρει το κείμενο, τουλάχιστον 57 δημοσιογράφοι κρατούνται όμηροι σε διεθνές επίπεδο, αριθμός σχεδόν αμετάβλητος σε σύγκριση με το 2018. Οι όμηροι είναι συγκεντρωμένοι και φέτος στις ίδιες τέσσερις χώρες: τη Συρία (30), την Υεμένη (15), το Ιράκ (11) και την Ουκρανία (1).