«Την ίδια ώρα που τα πιστωτικά ιδρύματα μηδένιζαν τα επιτόκια καταθέσεων, χρέωναν ολοένα και περισσότερες προμήθειες για τις υπηρέσιες που προσφέρουν στην πελατεία τους» αναφέρει στο πλήρες τηλεγράφημά του το ΑΠΕ και προσθέτει:
«Εκτιμάται ότι εντός του 2019 συνολικά οι τέσσερις συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) εισέπραξαν περισσότερα από 1,5 δισ. ευρώ σε προμήθειες. Η νομιμότητα κάποιων εξ αυτών έχει τεθεί υπό αμιφισβήτηση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην μεγάλη έρευνα που διεξάγει.
Ωστόσο παρά τον έλεγχο που ξεκίνησε στις αρχές Νοεμβρίου η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την “έφοδο” της στα κεντρικά γραφεία των τραπεζών, ο χορός των «περίεργων» προμηθειών καλά κρατεί. Τελευταίο κρούσμα αποτελεί η χρέωση από την Τράπεζα Πειραιώς 5 ευρώ ανήμερα πρωτοχρονιάς στους πελάτες του e-banking «ως προμήθεια εγγραφής», την οποία η τράπεζα αναγκάστηκε να πάρει πίσω.»
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με ρεπορτάζ του capital.gr, οι τράπεζες επανεξετάζουν συνολικά το ζήτημα των χρεώσεων, με πιθανό σενάριο να δημιουργήσουν «πακέτα», στα πρότυπα των εταιριεών κινητής τηλεφωνίας, με ενιαία χρέωση, τα οποία θα μπορεί να επιλέγει ο συναλλασσόμενος αναλόγως του εύρους και της συχνότητας των τραπεζικών του συναλλαγών. Το ρεπορτάζ κάνει λόγο για σχέδια για «πακέτα συναλλαγών που θα αγοράζονται από τον πελάτη με συγκεκριμένο κόστος (π.χ. έναντι χρέωσης 15 ευρώ, το πακέτο θα μπορεί ενδεικτικά να περιλαμβάνει τη διενέργεια 10 δωρεάν εμβασμάτων, 30 μεταφορές πιστώσεων, 50 επιταγές, πληρωμές προς τρίτους οργανισμούς κ.ο.κ.). Το κόστος των πακέτων θα ορίζεται σε μηνιαία ή ετήσια βάση».
Υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει αναλύσει το TPP σε εκτενές δημοσίευμα για τις τραπεζικές προμήθειες, οι τράπεζες φαίνεται να έχουν αποκομίσει περισσότερα από 2,5 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια και σχεδόν 1 δισ. ευρώ μόνο το 2018 από προμήθειες και αμοιβές. Την ίδια ώρα αυξάνουν ακόμα περισσότερο τα περιθώρια του κέρδους τους, με επιπλέον προμήθειες σε πλήθος υπηρεσιών που μέχρι σήμερα παρέχονταν δωρεάν.
Όπως μπορεί να καταλάβει εύκολα ο καθένας, τα βάρη που επωμίζεται ο καταναλωτής αυξάνουν εκθετικά, και μάλιστα με τρόπο πλήρως δυσανάλογο. Είναι προφανές πως η επιβάρυνση επί των αναλήψεων είναι διαφορετική για ποσά μερικών δεκάδων ευρώ σε σχέση με μεγαλύτερα. Με απλά μαθηματικά, μία επιβάρυνση ύψους 2,5 ευρώ για ανάληψη 100 ευρώ κοστίζει στον πελάτη 2,5% της αξίας της συναλλαγής, ενώ η ίδια επιβάρυνση για μία ανάληψη 1.000 ευρώ κοστίζει μόλις 0,25%.
Εκείνο που σίγουρα φαίνεται με γυμνό μάτι είναι πως οι τράπεζες βασίζουν όλο και περισσότερο τα σχέδια για την κερδοφορία και την ρευστότητά τους στην αναγκαστική χρήση των τραπεζικών συναλλαγών από κάθε λογής «πελάτες», εργαζόμενους, συνταξιούχους, φοιτητές, μετανάστες και πρόσφυγες, χωρίς να αφήνουν καμία οδό αποφυγής των υψηλότατων χρεώσεων.
Το θέμα της ασυδοσίας των τραπεζών απέναντι στους καταναλωτές παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, δεδομένων των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον περιορισμό των μέγιστων χρεώσεων στις διατραπεζικές συναλλαγές, που από το 2015 έχει τεθεί στο 0,3% και 0,2% για πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες αντίστοιχα. Ο Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου υποτίθεται πως ήρθε να ορίσει ένα όριο στην αισχροκέρδεια των τραπεζών, για τις παραπάνω ρίχνει το μπαλάκι στις εθνικές ρυθμιστικές και νομοθετικές αρχές, δηλαδή την Τράπεζα της Ελλάδας, την Επιτροπή Ανταγωνισμού και την ελληνική κυβέρνηση, που λάμπουν διά της απουσίας τους.
Όπως προκύπτει και από τις ανακοινώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, το ζήτημα άπτεται των δράσεων της ελληνικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας, αλλά ακόμα και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της οποίας η προηγούμενη διοίκηση καρατομήθηκε προσφάτως. Μάλιστα, σε σχετική ερώτηση για τα υπέρογκα κέρδη των τραπεζών από χρεώσεις και προμήθειες, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε απαντήσει πως «θα το δει», ενώ παραπάνω από μία φορές είχε εξαγγείλει την ίδρυση «Ηλεκτρονικού Παρατηρητηρίου Τραπεζικών Χρεώσεων», που θα ήλεγχε την εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών. Από τον Μάρτιο του 2018, όταν από την προηγούμενη κυβέρνηση εξαγγέλθηκε πως «σε περίπου ένα χρόνο εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο», τα ίχνη του χάθηκαν.
ΆΤιΜες προμήθειες τραπεζών: Η ληστρική κερδοφορία του ενός δισεκατομμυρίου