Ειδικότερα, ο Αλέξης Τσίπρας ρωτά τον πρωθυπουργό πώς σκοπεύει να αντιμετωπίσει «την εντεινόμενη εργοδοτική αυθαιρεσία που έχει οδηγήσει ήδη σε αρνητικά ρεκόρ απολύσεων τους τελευταίους μήνες». Θέτει το ερώτημα αν θα προχωρήσει «στην ανεπαρκή, έστω, αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως είχατε δεσμευτεί προεκλογικά, στο διπλάσιο του ρυθμού ανάπτυξης, δηλαδή κατά 5,6% ή υιοθετείτε τη δήλωση του υπουργού σας κ. Σταϊκούρα ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την αύξηση του Φεβρουαρίου του 2019, ενσωμάτωσε τις απαιτούμενες αυξήσεις για την επόμενη τετραετία;». Επιπλέον ρωτά τον πρωθυπουργό αν σκοπεύει να παρατείνει τη διάρκεια του προγράμματος κατά του brain drain, ώστε να συνεχίσουν οι 5.500 νέοι επιστήμονες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε κρίσιμους τομείς του δημοσίου «ή θα οδηγήσετε χιλιάδες εξ αυτών στη μετανάστευση;».
Στο κείμενο της επίκαιρης ερώτησής του, ο Α. Τσίπρας κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «τα μέτρα και οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης διαμορφώνουν, πάρα την έξοδο από τα μνημόνια, εκ νέου ένα περιβάλλον συμπίεσης μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων». Προσθέτει ότι αυτό το περιβάλλον «δεν μπορεί να είναι η επόμενη μέρα για τον κόσμο της εργασίας στη χώρα μας».
Ακόμη, κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ξεκίνησε «με την υποβάθμιση του Σ.ΕΠ.Ε. και την κατάργηση της αυτονομίας του, ενθαρρύνοντας την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας» και στη συνέχεια, «με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, καταργήσατε την αιτιολόγηση των απολύσεων, όπως και τα μέτρα προστασίας των εργολαβικών εργαζομένων».
Επιπλέον την επικρίνει ότι με τον “αναπτυξιακό” νόμο «αποδιαρθρώσατε εκ νέου» το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επαναφέρει τον Αύγουστο του 2018. Αναφέρει ειδικότερα επ’ αυτό πως με αυτόν τον νόμο «ο υπουργός Εργασίας εξουσιοδοτήθηκε να αποφασίζει ποιες επιχειρήσεις θα μπορούν να μην εφαρμόζουν τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, να μειώνουν μισθούς επικαλούμενες οικονομικά προβλήματα, και να αποκτούν αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα». Συγχρόνως, σημειώνει ο κ. Τσίπρας, κατ’ εφαρμογή του ίδιου νόμου τοπικές συμβάσεις μπορούν να δημιουργούν ζώνες φτηνότερης εργασίας. «Επίσης, θέσατε τέτοιους περιορισμούς που καταργούν το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη Διαιτησία, ενέργεια που είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ», συμπληρώνει.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζει ότι «πρόκειται για μια ολική επαναφορά στα πλήγματα του 2ου μνημονίου». Προσθέτει ότι παράλληλα με τις νομοθετικές παρεμβάσεις στους έξι μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ «καταγράφηκαν αλλεπάλληλα αρνητικά ρεκόρ στην αγορά εργασίας», υπενθυμίζοντας «το ρεκόρ 18ετίας στις απολύσεις τον Οκτώβριο με απώλεια 126.000 θέσεων εργασίας, τον χειρότερο Δεκέμβριο από το 2013, τη μείωση των νέων θέσεων εργασίας κατά 13.500 σε σχέση με πέρυσι αλλά και την αύξηση της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης».
«Η πολιτική της κυβέρνησης έχει δώσει ένα γενικευμένο σήμα αυθαιρεσίας στην αγορά εργασίας», υποστηρίζει ο κ. Τσίπρας και αναφέρει πιο συγκεκριμένα ότι «μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Τράπεζα Πειραιώς, ο ΟΤΕ, τα Λιπάσματα Καβάλας προχωρούν σε απολύσεις, σε μειώσεις μισθών, σε ελαστικοποίηση της εργασίας και εργολαβοποίηση», ενώ στη ΔΕΗ «η ίδια η κυβέρνησή σας κατήργησε με νόμο τη συλλογική σύμβαση εργασίας για τους νεοπροσλαμβανόμενους, δημιουργώντας εργαζόμενους δύο ταχυτήτων».
Αναφορικά με το ζήτημα του κατώτατου μισθού, «τον οποίον ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε κατά 11% και 27% για τους νέους καταργώντας τον υποκατώτατο», λέει προς τον πρωθυπουργό ότι «δεν έχετε ακόμη απαντήσει αν θα προχωρήσετε στην διπλάσια της ανάπτυξης αύξηση όπως δεσμευτήκατε προεκλογικά». Μια αύξηση, υποστηρίζει, «που θα ήταν αναιμική, αλλά που, ακόμη και αυτή, στελέχη της κυβέρνησής σας αφήνουν να εννοηθεί ότι μπορεί να μην συμβεί». «Ποτέ δεν επικρίνατε έστω και λεκτικά την προσφυγή του ΣΕΒ για την ακύρωση της αύξησης μισθών λόγω των τριετιών», σχολιάζει ο κ. Τσίπρας.
Ακόμη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικρίνει την κυβέρνηση για άρνηση ανανέωσης των συμβάσεων του προγράμματος κατά του brain drain που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ για την εργασία 5.500 νέων επιστημόνων σε κρίσιμους τομείς του δημοσίου, «οδηγώντας τους στην ανεργία και τη μετανάστευση».