Ένα κείμενο του Φώτιου Κόντογλου για το λαϊκό, το ελεύθερο και το αληθινό, που θυμήθηκα αυτό το Σάββατο κι είπα να το μοιραστώ, γιατί μου δίδαξε πολλά και για την πολιτική δράση των λαϊκών δυνάμεων, κι ας μη του φαίνεται. Αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Πουλή, και όλους τους Μενεξέδες και τα Ζουμπούλια του.
«Ούλοι μου λεν να κάνω άλλο από ό,τι κάνω. Έρχουνται να μου πουν να κάνω τέχνη όπως θέλουν τα κέφια τα δικά τους, ενώ την κάνω για το δικό μου κέφι. Για βάλε να ’σαι ερωτευμένος με μια γυναίκα κι έρχουνται οι άλλοι να σου λεν να την παρατήσεις για ν’ αγαπήσεις μιαν άλλη του γούστου τους. Μη χειρότερα! Λένε πως τούτος ο δρόμος που τραβάς τώρα δεν είναι ο σωστός, ο σωστός είναι κείνος, ο άλλος κλπ. Δηλαδή ό,τι είναι του γούστου τους. Μα σας ξέρω κι από κείνα που παραδεχόσαστε σαν καλά στα έργα μου. Όλο για τα χειρότερα πράμματα από όσα κάνω μ’ εκτιμάτε. Όσο για ό,τι εχτιμώ εγώ στον ίδιο τον εαυτό μου χαμπάρι δεν πήρατε.
Από τις χίλιες ζαλούρες κι ανησυχίες και τέτοια, που τσαμπουνάνε οι πολλοί κριτικοί σήμερα και οι τέτοιοι, το πιο μεγάλο τούμπανο είναι της λευτεριάς του τεχνίτη. Όλο λεύτερα πράγματα. Σάμπως με τη υποταγή σε νόμους (παράδοση) δηλ. με το να μάθεις πράμματα που μονάχα αυτών η μάθηση είναι η χαρά και η ζωή, μ΄ αυτό λέω δεν είσαι λεύτερος, είσαι σκλάβος. Εγώ ίσα ίσα και ανάποδα από αυτές τις ζουρλοελευθερίες εχτιμώ τους ανθρώπους που δε χλιμιντράνε, που τραβάνε το δρόμο τους δίχως να νοιαστούνε και δίχως να «ρίξουνε κραυγές στο άπειρο», δίχως να τους πιάνουνε αγωνίες, προβλήματα και σεληνιασμοί, γιατί είναι σίγουροι σα βόδια.
Γεννήθηκα φύση ορμητική, μαχητική, λεύτερη, μ’ έθρεψε το αναποδογύρισμα, χωρίς πολλές φορές να νοιάζομαι το τι θ’ αναποδογυρίσω και γιατί. Με τέτοια μυαλά πέρασα και προσπέρασα αυτές τις λευτεριές (να στηθούμε σα πρωτόπλαστοι μπροστά στη φύση, να δημιουργήσουμε καινούρια πράμματα και τέτοια). Παράδειρα, χλιμίντρισα, έδρασα, επαναστάτησα, καυγάδισα, κυριάρχησα. Τι με τούτο; «Τι γαρ ωφελήση άνθρωπον αν τον κόσμον όλον κερδίση και ζημιωθή τη ψυχή του»;. Στα στερνά κατάλαβα πως ούλα τούτα είναι ξιπάσματα μπόσικα και τίποτα στην ουσία. Η ουσία της ζωής είναι άλλη.
Το να είσαι «πληθωρικός» να γεννάς, να γεννάς, να φτιάνεις, να γιομίζεις τον κόσμο «δράση» και «ιδέες» είναι πράμα χωρίς σημασία για τις σοβαρές ψυχές, κείνο που έχει σημασία και είναι γνώρισμα της αυστηρής ψυχής είναι τούτο :
Να μπορείς να δώσεις δέκα, εκατό και να μη δίνεις παρά μονάχα τρία. Ο Τεχνίτης ίσα ίσα είναι κείνος που ξέρει τι πρέπει να βγάλει, να πει, κι όχι κείνος που βγάζει πολλά και μεγάλα. Κείνος που ενώ καταλαβαίνει το φούσκωμα της δημιουργίας μέσα του, δεν τ’ αφήνει ίσα ίσα να πλυμμάρει, να ξεχειλίσει και να πάει όπου θέλει – αυτό θα το κάνει ο ματαιόδοξος ανθρωπάκος – μα, σίγουρος για τη δύναμή του και την αξία του, τραβά το γκέμι και ρεγουλάρει το περπάτημά του. Για τούτο κι έχει νόημα ό,τι κάνει. Μ’ ένα λόγο ό,τι δίνει, το δίνει από το περίσεμμά του κι όχι από το στύψιμό του μέχρι δράμι.
Οι τέχνες είναι μόνο για τους τεχνίτες, Οι άλλοι θρέφουνται από τα ψίχουλα που πέφτουνε από το τραπέζι. Παίρνουνε για λογαριασμό τους κείνο που είναι σε θέση να πάρουνε, μα που ο τεχνίτης ούτε που πήρε χαμπάρι αν το ’δωσε. Για τούτο ο νόμος, ενώ για τον έναν και για τον άλλον είναι μπόδιο, σκλαβιά, γι αυτόν είναι ρέγουλο του μέσα πλούτος του, που ίσα ίσα από τούτο το ρέγουλο γίνεται πιο θαυματουργό και πιο βαθύ. Τούτη είναι η αιτία που κάνει ώστε ο δυνατός ν’ αποζητάει την πειθαρχία πιο πολύ από τον αδύνατο, που όλο για λευτεριά μιλά
Για να γυρέψεις τη πειθαρχία πρέπει να βαστάνε τα κότσια σου. Ο γερός άνθρωπος είναι όπως το δυνατό βόδι, που σαν φουσκώσει γυρεύει να το ζέψουνε για να κάνει δουλειά. Και τέλος για τι λογής λευτεριές μιλάνε; Εγώ ίσα ίσα όσο πάω τόσο και βλέπω καθαρά πως οι ανθρώπου πώχουνε χάριση στο πνεύμα αληθινά δώρα, είναι όσοι θραφήκανε .από τα πιο παλιά τους και υποταχτήκανε πιο πολύ στα παλιά, έχοντας μέσα τους την πιο δυνατή φλέβα από τους άλλους, σα να λέμε άθελά τους παγαίνουνε και βρίσκουνε τη θροφή που θρέφει, όπως κάθε ζωντανό πώχει υγεία ξέρει και πάει όπου είναι για το καλό της ζωής.
Ο Μιχαήλ Άγγελος που όλοι οι τέτοιοι δα τον είχανε για μεγάλον, δεν είχε ούτε λευτεριές, ούτε φωνές. Ήτανε ένας μαρμαράς που πελεκούσε όπως βρήκε το ισνάφι από τους άλλους μαρμαράδες κι ο πόθος του ήτανε κι έμεινε να κάνει αρχαία. Δεν βγήκε ούτε πούντο από τα αρχαία. Μόνο που και που τα παρεξηγεί και κάνει χειρότερα, όσο για κόπια δηλαδή. Κι ίσα ίσα σ’ αυτά τα μπόσικα έργα του είναι που δίνουνε τιμές οι τέτοιοι. Τρομάρα τους. Το ίδιο κι ο Σαίξπηρ κλπ. Δηλ. για να κάνουμε τη σούμα, μόνο η παράδοση είναι η δύναμη, το στήριγμα, τ’ αποκούμπι κι ο μπούσουλας της αλήθειας. Κι αυτήνα την κάνανε χιλιάδες ανθρώποι προικισμένοι με χαρίσματα. Όξω από αυτήνα, άχαρα και σαπουνόφουσκες φτιάνουμε, θες μικροί, θες μεγάλοι είμαστε. Τι θα πούνε όλα αυτά τα σκατά που βγάλανε κάποιοι γραμματομυρμηγκοφάγοι;
Μεγαλοφυής! Ο τάδε είναι μεγαλοφυής, εκείνος είναι μεγαλοφυής! Τούτοι οι μεγάλοι να ‘ρχονται, σου λένε, να διορθώσουνε και να στήσουνε το οικοδόμημα. Μ’ άλλα λόγια έρχουνται να χαλάσουνε ό,τι σοβαρό, βαθύ και γνήσιο φτιάνουνε οι περήφανοι, οι σοβαροί κι οι αμίλητοι. Έρχουνται να ρίξουνε, σε δουλειά πώχει ούλες τις βουβές, τις κρυφές, τις ανείπωτες χαρές του ανθρώπου, πώχει την τελειότητα οπώχουν όλα τα φυσικά φαινόμενα, έρχουνται αυτοί οι μεγαλοφυείς να ρίξουνε το δηλητήριο του εγωισμού και της επίδειξης. Έρχουνται να ρίξουνε το λειψό άτομο, μισό πράμα όταν δεν είναι μέσα στο σύνολο, έρχουνται να τελειοποιήσουνε τα μόνα τέλεια πράμματα που έχει κτήμα της η ανθρωπότητα και που είναι φλέβα αστείρευτης χαράς, στύλος μέσα στους αιώνες. Έρχουνται να το τελειοποιήσουν οι μισοί, οι κουτσοί, οι στραβοί, οι αναμορφωτές, με τι μέσο; Με τη εξυπνάδα, ενώ εδώ δε δούλεψε μηδέ εξυπνάδα μηδέ καπατσωσύνη. Είναι το ίδιο σα να ‘ρχεται να τελειοποιήσει το βουνό ο τάδε που φτιάνει τα σπίτια, ή τη θάλασσα κείνος που φτιάνει τα λιμάνια για να φυλαχτεί να μη τον πάρει ο διάολος ή χαβούζες για να παίζουνε τα μωρά!».