Το απολογιστικό κείμενο που φέρει την υπογραφή των ιστορικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, Αριστείδη Μπαλτά, Γιάννη Δραγασάκη και Θοδωρή Δρίτσα και αποτελεί εισήγηση στην Κεντρική Επιτροπή που πραγματοποιεί το κόμμα σήμερα και αύριο, προσπαθεί να ιεραρχήσει τα σημεία από το 2012 μέχρι το 2019 που αποτέλεσαν τομή για αυτό, κάνοντας παραδοχές για λάθη, καταγράφοντας επιτυχίες και «διδάγματα» για το μέλλον.
Κατά βάσει πρόκειται για έναν απολογισμό περίπου 80 σελίδων του κυβερνητικού έργου και όσων συνδέονται με αυτό, της δράσης του κόμματος, κυρίως από το ιδρυτικό συνέδριο (2013) μέχρι σήμερα, «απολογισμός από τη σκοπιά των όρων ηγεμονίας, δηλαδή της γενικότερης επιρροής των ιδεών και των θέσεων της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία».
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο διάστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να προετοιμαστεί προκειμένου να αναλάβει την εξουσία, στην πρώτη εκλογική νίκη, στο πρώτο εξάμηνο της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, στο δημοψήφισμα, στον συμβιβασμό με τους δανειστές, στη διάσπαση του Αυγούστου του 2015, τη δεύτερη εκλογική νίκη, στις κυβερνητικές συνεργασίες με τους Ανεξάρτητους Ελληνες, στην κυβερνητική πορεία και στην εφαρμογή μιας μνημονιακής πολιτικής.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα σημεία που αναφέρονται στο κόμμα και στην κυβέρνηση και κυριότερα στη μεταξύ τους σχέση κατά την επίμαχη περίοδο.
Η «άνιση μάχη» και η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αυγή» η οποία έχει δημοσιεύσει μέρος του κειμένου, η κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να δίνει μια «άνιση μάχη». «Βρέθηκε από την πρώτη στιγμή να κινείται ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενους πόλους άνισης ισχύος. Από το ένα μέρος έναν ισχυρότατο αντίπλο που μπορούσε να καθορίσει ώς ένα μεγάλο βαθμό τις τύχες της. Από το άλλο μέρος μια διεθνή Αριστερά και ένα λαϊκό κίνημα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό που έκανε ό,τι μπορούσε για να τη στηρίξει” υπογραμμίζεται. Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ο ρόλος των διεθνών ΜΜΕ, “που παρακολουθούσαν επισταμένως τις εξελίξεις τονίζοντας κατά κανόνα τους ευρύτερους ‘κινδύνους’ που απέρρεαν από μια αριστερή -κατά την ορολογία τους «λαϊκιστική»- κυβέρνηση στην Ευρώπη».
Σύμφωνα με τον απολογισμό, ο βασικός παράγοντας της εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι το κίνημα που δημιούργησε «από τα κάτω» το κοινωνικό μέτωπο ενάντια στα Μνημόνια.
Πηγαίνοντας στο κομμάτι της συμμαχίας με τους ΑΝ.ΕΛΛ., κατά την ίδια πηγή, στο κείμενο εκτιμάται πως συνιστούσε στις τότε συνθήκες μονόδρομο, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι δυνάμει σύμμαχοι είχαν εναντιωθεί με τρόπο απόλυτο στην αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως τονίζεται, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αφιέρωσε όλες τις προσπάθειές της σε δύο κύρια μέτωπα: την οικοδόμηση μιας ασπίδας προστασίας για τα κατ’ εξοχήν θύματα της κρίσης και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. «Ένα μέτωπο πολέμου κατ’ ουσίαν πολιτικού, που διεξαγόταν όμως με οικονομικά όπλα».
Ένα από τα συμπεράσματα του απολογισμού είναι πως μια εκλογική νίκη και η αντίστοιχη κυβερνητική θητεία μπορεί να προσκρούει σε όρια. «Ιδίως όταν πρόκειται για κυβέρνηση της Αριστεράς, που αποσκοπεί στον δημοκρατικό μετασχηματισμό μιας κοινωνίας ολόκληρης. Και μάλιστα μιας κοινωνίας όπως η ελληνική, που φέρει παθογένειες οι οποίες διαρκούν ουσιαστικά αδιατάρακτες για πολύ, αν όχι για κοντά δύο αιώνες».
Ως προς την ήττα, σύμφωνα πάντα με την «Αυγή», το κείμενο αναφέρει πως αυτή μπορεί κατά κανόνα να αποδοθεί σε αίτια αφενός στρατηγικού και αφετέρου τακτικού χαρακτήρα: «Εν προκειμένω το πλαίσιο όπου μπορούσε να ξεδιπλωθεί η κυβερνητική στρατηγική προσδιορίστηκε κατά βάσιν από το ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει Μνημόνιο].
Όπως υπογραμμίζεται, παρά την άρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα, τις προσπάθειες για την στήριξη των αδύναμων, την προστασία της δημοκρατίας, των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε Μνημόνιο «ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, ακριβώς, είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από Μνημόνια».
Η διαπραγμάτευση
«Βασικό επίδικο της διαπραγμάτευσης από τη δική μας πλευρά συνιστούσε ο προσδιορισμός του εν λόγω κοινώς αποδεκτού ‘μείγματος’, υπό τους σύνθετους οικονομικούς, τεχνικούς και πολιτικούς όρους που θα στοιχειοθετούσαν επαρκώς τα δικά μας επιχειρήματα” αναφέρεται, ενώ υπογραμμίζεται η στάση των εταίρων: επαναλάμβαναν σχεδόν τελετουργικά και μέχρι κορεσμού τα αιτούμενα της πέμπτης αξιολόγησης, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτε στο μεταξύ. είναι αυτά τα αιτούμενα και τίποτε άλλο που οφείλει να αποδεχθεί η ελληνική κυβέρνηση.
Επισημαίνονται οι περιπετειώδεις διαβουλεύσεις, οι υποχωρήσεις και η υπεράσπιση των κόκκινων γραμμών από την κυβέρνηση, η αναγωγή στο πολιτικό επίπεδο που έδειχναν να ξεμπλοκάρουν τα πράγματα, έως το τελεσίγραφο που έμεινε στην ιστορία ως “πρόταση Γιούνκερ”: “Είτε τα αιτούμενα της πέμπτης αξιολόγησης γίνονται αποδεκτά -με ελάχιστες υποχωρήσεις των δανειστών ως προς τους επιβαλλόμενους δημοσιονομικούς στόχους- είτε τελειώσαμε».
Κατά την ίδια πηγή, εντοπίζεται ακόμη η κακή εκτίμηση, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης: «Κάποιες χώρες της αποτελούσαν δανειστές της Ελλάδας ενόσω και οι ίδιες διατηρούσαν υψηλό χρέος. Κατά συνέπεια η ριζική λύση του προβλήματος του ελληνικού χρέους θα απέβαινε εφικτή μόνον αν συμπεριλάμβανε και το πρόβλημα χρέους των χωρών αυτών. Η ρητή αναγνώριση αυτού του δεδομένου ίσως επέτρεπε την οικοδόμηση ενεργών συμμαχιών, τουλάχιστον εν όψει μιας πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος, τα αποτελέσματα της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες» υπογραμμίζεται.
Στα συμπεράσματα της διαπραγμάτευσης του 2015 περιλαμβάνονται ότι οι δανειστές δεν είχαν ενιαία και συμπαγή άποψη δυσχεραίνοντας την εξεύρεση λύσης και ότι δεν αφορούσε αποκλειστικά το οικονομικό ή το τεχνοκρατικό επίπεδο, αλλά είχε στόχο την πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του. Επίσης η άρνηση των δανειστών να συζητήσουν το ζήτημα του χρέους. «Όσο η συζήτηση για το χρέος δεν άνοιγε καν, τόσο η πίεση ανέβαινε καθιστώντας την όποια λύση διαρκώς δυσκολότερη: αφού οι δανειστές δεν διασφάλιζαν κάποια μορφή ρευστότητας, η κατάσταση δημοσιονομικής ασφυξίας επιτεινόταν και λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης» υπογραμμίζεται στο κείμενο. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διακηρυγμένη θέση των σκληρότερων από τους εταίρους με προεξέχοντα τον Β. Σόιμπλε υπέρ του Grexit, κάτι που έγινε ρητή πρόταση μετά το δημοψήφισμα. «Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ συνιστούσε πρώτη επιλογή και όχι απλώς απόρροια μιας ενδεχόμενης αποτυχίας της διαπραγμάτευσης μετά από έντιμες προσπάθειες συμβιβασμού. Αυτό η δική πλευρά άργησε να το καταλάβει» συμπεραίνεται στο κείμενο.
Ως προς την προσφυγή σε δημοψήφισμα και το «συγκλονιστικό 61%» σημειώνεται ότι «παρά τη σχεδόν ανεξέλεγκτη οργή που δημιούργησε σε πολλούς τόσο η διεξαγωγή όσο και το αποτέλεσμά του, παρά την εκδικητικότητα που κάποιοι από τους δανειστές ήθελαν να αποτυπώσουν με νέα τελεσίγραφα, η τελική διαπραγμάτευση του Ιουλίου 2015 κατέληξε μεν σε επώδυνο συμβιβασμό -αφού όχι μόνο το Μνημόνιο δεν καταργήθηκε, αλλά υπογράφτηκε νέο, με πρόσθετους δυσβάσταχτους όρους για τον ελληνικό λαό- αλλά η τελική συμφωνία ήταν πράγματι μετρήσιμα ευνοϊκότερη από εκείνη που είχε τεθεί στην ελληνική κυβέρνηση πριν από το δημοψήφισμα».
Ευθύνες επιρρίπτονται και στον Γ. Βαρουφάκη, στον οποίο καταλογίζεται «υπερεπένδυση” στην επικοινωνία έναντι μιας σχολαστικά επεξεργασμένης διαπραγματευτικής τακτικής. «Φάνηκε τότε σαν να υποτιμούσαμε όλοι μαζί την ανάγκη να οικοδομήσουμε συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν, λόγω δικών τους προβλημάτων, να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα, να ανοίγαμε μέτωπα εκεί που δεν χρειάζονταν, να υπερτιμούσαμε την ισχύ σχετικά αφηρημένων ιδεών ή γενικών θεωρητικών σχημάτων έναντι επεξεργασμένων επιχειρημάτων επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, υποτιμώντας έτσι την ανάγκη για λεπτομερή τεχνική δουλειά, να μην συνδέουμε απτά τη στρατηγική μας για έναν αμοιβαίως γόνιμο συμβιβασμό με τα τακτικά βήματα της διαπραγμάτευσης και, τελικά, να υποβαθμίζουμε το καθαυτό πολιτικό έργο σε διαπάλη -και κάποτε καυγά- μεταξύ αφηρημένων ιδεών» επισημαίνεται.
Οι «παρακαταθήκες» της κυβέρνησης
Σύμφωνα με την «Αυγή», ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Σεπτέμβριο του 2015 κι έπειτα, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, τη στήριξη της κοινωνίας και τον τερματισμό της εσωτερικής υποτίμησης, την ενσωμάτωση σημαντικών προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ στα δικαιώματα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην υγεία, στην εργασία, στο κοινωνικό κράτος, στη διοίκηση, στους θεσμούς, ενώ τονίζεται και η σημαντική αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας, καθώς και η αλληλεγγύη που επέδειξε ο ελληνικός λαός στο προσφυγικό σε συνδυασμό με την κεντρική διαχείριση. Παράλληλα τονίζονται η διευθέτηση του χρέους, η έξοδος από τα Μνημόνια χωρίς πιστοληπτική γραμμή, η ανάκαμψη της οικονομίας, το αποθεματικό των 37 δισ., αλλά και η ακύρωση μέτρων όπως η μείωση των συντάξεων και η μείωση του αφορολογήτου λόγω της θετικής δημοσιονομικής απόδοσης.
Ο «αναντικατάστατος» ρόλος του κόμματος και το «πάγωμα» της διάσπασης
Όπως αναφέρεται, οι σχέσεις κόμματος και κυβέρνησης δεν εντοπίστηκαν με επάρκεια, δεν αναλύθηκαν και δεν συζητήθηκαν με την αναγκαία σοβαρότητα και λεπτομέρεια στην κλίμακα ολόκληρου του κόμματος. Επισημαίνεται ωστόσο ότι το κόμμα, μετά και τη διάσπασή του, «δεν μπόρεσε ουσιαστικά να συνέλθει από την αφαίμαξη πολιτικών στελεχών προς την κυβέρνηση ή προς τη διοίκηση δημόσιων οργανισμών».
Το κείμενο καταλήγει σε σειρά συμπερασμάτων το οποία, όπως αναφέρεται είναι «μάθημα» για το μέλλον.
Μερικά εξ αυτών:
– Να κρατήσουμε και να υποστηρίξουμε την ιδέα της «κυβέρνησης της Αριστεράς».
– Προεργασία στο πεδίο των διεθνών συμμαχιών και συσχετισμών.
– Η Αριστερά είναι η δύναμη για να αντιμετωπιστούν τα δύσκολα, εχέγγυο για τη δημοκρατική πορεία της χώρας, στήριγμα των λαϊκών στρωμάτων και των αδύναμων της κοινωνίας.