του Χάρη Παπαευαγγέλου
Την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσιάζει το ολιστικό όραμα για την ψηφιακή στρατηγική της ΕΕ μέσω ενός σχεδίου με τίτλο “Η διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος της Ευρώπης”, το οποίο συνέταξε η Εκτελεστική Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Margrethe Vestager. Η Ursula von der Leyen ανέθεσε αυτή τη δουλειά στην Vestager λίγο μετά την εκλογή της πρώτης σε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο Mark Zuckerberg, λοιπόν, βρέθηκε την Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου στην πρωτεύουσα του Βελγίου, για να συναντηθεί με εξέχουσα στελέχη της Κομισιόν, όπως την κ. Margrethe Vestager, την κ. Vera Jourova, Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδια για θέματα Διαφάνειας και Αξιών, και τον κ. Thierry Bretton, Ευρωπαίο Επίτροπο για την Εσωτερική Αγορά και τις Υπηρεσίες. Η επίσκεψη αυτή ήρθε λίγο μετά την επίσκεψη δύο άλλων σημαντικών ονομάτων της Silicon Valley στις Βρυξέλλες για να συζητήσουν τις πολιτικές αναφορικά με την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI): αυτή του CEO της Alphabet (μητρική εταιρεία της Google), Sundar Pichai, καθώς και αυτή του Ανώτερου Αντιπροέδρου της Apple για το AI, John Giannandrea. Επιπλέον, η επίσκεψη του Zuckerberg συνοδεύτηκε με δύο σημαντικές δημοσιεύσεις: ένα paper που δημοσιεύτηκε από το Facebook, περιγράφοντας ποια θα ήταν η βέλτιστη προσέγγιση για τη ρύθμιση του περιεχομένου στο διαδίκτυο – όχι μόνο στην πλατφόρμα τους αλλά και αλλού – και ένα άρθρο από τον ίδιο τον Zuckerberg για τους Financial Times, στο οποίο ζητά περισσότερη ρύθμιση, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει «[πως θα βλάψει το Facebook] βραχυπρόθεσμα, αλλά [θα βοηθήσει] μακροπρόθεσμα». Πριν συζητήσουμε περισσότερο το πρόσφατο επικοινωνιακό κρεσέντο των εν λόγω εταιρειών σχετικά με τις νέες ρυθμιστικές προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει πρώτα να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να εξετάσουμε το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται αυτά τα γεγονότα. Οι μελετητές που έχουν μελετήσει ρυθμιστικά πλαίσια έχουν περιγράψει κυρίως τρία ρυθμιστικά μοντέλα: «από πάνω-προς-τα-κάτω» ρύθμιση, αυτορρύθμιση και «από κοινού ρύθμιση». Φυσικά, κάθε ένα από τα εν λόγω μοντέλα έρχεται με μια συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα.
Η ρύθμιση «από πάνω προς τα κάτω» εφαρμόζεται με τη μορφή νομοθεσίας από τις δημόσιες αρχές, σε (υπέρ) εθνικό επίπεδο, και μπορεί να θεωρηθεί ως παρεμβατική και, κατά καιρούς, ξεπερασμένη, ανάλογα με το ποιος εκφράζει την κριτική. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι ο νόμος “Netzwerkdurchsetzungsgesetz” ή “NetzDG”, ένας νόμος που ψηφίστηκε από τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή τον Ιούνιο του 2017, απαιτώντας από τις πλατφόρμες, όπως το Facebook και το Twitter, να αφαιρέσουν επιβλαβή ή «ψευδή» περιεχόμενα μέσα σε 24 ώρες. Το μοντέλο αυτορρύθμισης αποτελεί κατά κύριο λόγο έναν εθελοντικό τρόπο τήρησης ορισμένων δεοντολογικών αρχών από τις πλατφόρμες και γίνεται κυρίως μέσω ιδιωτικών καναλιών, με στόχο την ιδιωτικοποίηση της ρύθμισης συνολικότερα. Ένα παράδειγμα είναι το “International Fact-Checking Network”, το οποίο πιστοποιεί τους ελεγκτές ειδήσεων και αποτελεί βασικό συνεργάτη του Facebook – στην Ελλάδα έχει πιστοποιήσει τα «Hellenic Hoaxes». Αυτό το μοντέλο κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην αμερικανική επιχειρηματική παράδοση, με στόχο να κρατήσει τον δημόσιο έλεγχο μακριά, ενώ ήταν και το κυρίαρχο μοντέλο (μη) ρύθμισης της ΕΕ μέχρι το 2015. Τέλος, έχουμε το μοντέλο της «από κοινού ρύθμισης», το οποίο συχνά παρουσιάζεται ως το Άγιο Δισκοπότηρο των ρυθμιστικών πλαισίων από τις επιχειρήσεις, καθώς και από ορισμένους ειδήμονες. Το επιχείρημα υπέρ μιας τέτοιας ρυθμιστικής προσέγγισης θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: οι εταιρείες έχουν την «τεχνογνωσία», οι κυβερνήσεις έχουν τα μέσα να επιβάλουν νομοθεσία καθώς και τη δημόσια εξουσιοδότηση, οπότε γιατί να μην τα συνδυάσουμε; Ωστόσο, αυτό που αποκρύπτεται καθ’ αυτόν τον τρόπο είναι ότι αυτό το είδος ρύθμισης χρησιμοποιείται μεθοδικά για την προώθηση της αυτορρύθμισης, την αποφυγή λογοδοσίας στη δημόσια σφαίρα και τη διατήρηση των ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Επιστρέφοντας στις πρόσφατες ρυθμιστικές εξελίξεις, μπορούμε να δούμε τις προσπάθειες άσκησης πίεσης από τις πλατφόρμες ως έναν τρόπο πρόληψης και περιορισμού των ζημιών. Ο Sundar Pichai μίλησε για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες της Τεχνητής Νοημοσύνης, ενώ ο Mark Zuckerberg ζήτησε περισσότερους φόρους για το Facebook και άλλες πλατφόρμες καθώς και περισσότερη ρύθμιση, επειδή, όπως δήλωσε, «οι ιδιωτικές εταιρείες δεν θα πρέπει να λαμβάνουν τόσο πολλές αποφάσεις όταν ασχολούνται με θεμελιώδη δημοκρατικά αξίες». Σίγουρα, μετά την αρχική έκπληξη που παθαίνει κάποιος διαβάζοντας τέτοιες προτάσεις να ορθώνονται από στόματα που μέχρι πρότινος υπερασπίζονταν αποκλειστικά την αυτορρύθμιση, αισθάνεται κάποιος ότι το απευθυνόμενο ακροατήριο είναι μάλλον οι επενδυτές και οι μέτοχοι, παρά οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής ή οι χρήστες, δεδομένου ότι λίγοι θα ήθελαν να επενδύσουν σε εταιρείες που δεν δίνουν την εντύπωση ότι τουλάχιστον προσπαθούν. Έτσι, ο στόχος τους είναι μάλλον απλός: ελαχιστοποίηση του κόστους δαπανών που επιφέρει ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο και αναμόρφωση της τρέχουσας νομοθεσίας σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Συνεπώς, ενώ οι πλατφόρμες δείχνουν να ζητούν νέους κανόνες, θέλουν να είναι εκείνοι που θα τους γράψουν, περιορίζοντας τις δημόσιες αρχές στην υπογραφή τους. Η διαμόρφωση της νέας διακυβέρνησης του διαδικτύου προς όφελος των συμφερόντων τους είναι βέβαια μέρος της συνολικής στρατηγικής τους να καταστήσουν τις πλατφόρμες και τους δικούς τους αλγορίθμους Τεχνητής Νοημοσύνης αναντικατάστατους στον πυρήνα κάθε δραστηριότητας στο διαδίκτυο.
Είναι αλήθεια ότι αυτές οι πλατφόρμες κατέχουν μερικές από τις πιο ισχυρές τεχνολογίες AI, από τις αυτοματοποιημένες διαφημίσεις μέχρι τα «αυτό-οδηγούμενα» αυτοκίνητα. Ωστόσο, αυτό που συχνά δεν γίνεται γνωστό είναι ότι εμείς, ως χρήστες, έχουμε εκπαιδεύσει αυτούς τους αλγορίθμους, χωρίς καν να το γνωρίζουμε. Από την επιλογή μιας εικόνας σε έναν έλεγχο “Βεβαιώστε πως δεν είστε ρομπότ” μέχρι την εντολή στη Siri για να παίξει ένα συγκεκριμένο τραγούδι, προσφέρουμε εκπαίδευση σε αλγόριθμους. Παρόλ’ αυτά, δεν σταματάει μόνο στην απλήρωτη ή ακόμη και ακούσια εργασία που παρέχουμε σε αυτές τις πλατφόρμες. Οι πλατφόρμες ιδιοποιούνται ενεργά τη ζωή μας και τις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις σε χώρους που προσφέρονται φαινομενικά δωρεάν – ενώ δεν είναι. Αυτό γίνεται χάρη στα δεδομένα. Τα δεδομένα δεν αποτελούν κάποιο φυσικό πόρο που απλώς κάποιος μπορεί να εξαγάγει και να χρησιμοποιήσει. Τα δεδομένα είναι ίχνη της ηλεκτρονικής μας παρουσίας, τα οποία οι καπιταλιστικές πλατφόρμες έχουν δομηθεί για να είναι τα οικειοπούνται και να τα εκμεταλλύονται άψογα. Ο Nick Couldry και ο Ulises Mejias, δύο ερευνητές της Επικοινωνίας, έχουν ονομάσει αυτό το φαινόμενο: “αποικισμός δεδομένων” (data colonialism), και δεν περιλαμβάνει μόνο τον καπιταλισμό των πλατφορμών, αλλά τον καπιταλισμό γενικότερα.
Αυτό που επιδιώκει να επιτύχει το Facebook με τη δημοσίευση ενός paper με κατευθυντήριες γραμμές για ρυθμιστικά πλαίσια, επικρίνοντας τους υφιστάμενους εθνικούς νόμους, όπως το “NetzDG”, είναι ακόμη ένας τρόπος αποποίησης των ευθυνών του. Είναι ένας άλλος τρόπος να παρουσιαστεί, από τη μία, ως το θύμα και, από την άλλη, ως ο ειδικός που θα πρέπει να χειριστεί τη διαμόρφωση των ρυθμιστικών πλαισίων. Μέχρι στιγμής, αυτές οι πλατφόρμες έχουν καταφέρει να πηγαίνουν τα πράγματα καθώς θέλουν, παρουσιάζοντας το πλαίσιο «από κοινού ρύθμισης» ως την πιο δίκαιη και ισορροπημένη λύση. Η αλήθεια είναι ότι το Facebook και άλλες πλατφόρμες δεν επιδιώκουν πραγματικά οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο που περιλαμβάνει την επιβολή μέτρων. Αντ ‘αυτού, επιδιώκουν την επίσημη επικύρωση των δικών τους αιτημάτων και όσο το δυνατόν λιγότερες ευθύνες. Και, το πιο σημαντικό, αποσκοπούν στην εδραίωση της θέσης τους ως κάτι εφάμιλλο μίας κρατικής οργάνωσης, με εξουσία να διαπραγματεύονται άμεσα και να διαβουλεύονται με τις κυβερνήσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθυστέρησε πολύ να αναλάβει δράση και μόλις πρόσφατα άρχισε να πιέζει περισσότερο για αυστηρότερους κανονισμούς, κυρίως υπό την πρωτοβουλία της Margrethe Vestager αλλά, ακόμα, δεν εξετάζει ζητήματα που σχετίζονται με τις πολιτιστικές και πολιτικές συνέπειες των πλατφορμών. Με άλλα λόγια, η ΕΕ απαιτεί δικαιοσύνη, διαφάνεια όσον αφορά τη διαχείριση των δεδομένων, σεβασμό στην ιδιωτική ζωή, αλλά αγγίζει ελάχιστα ό,τι αφορά τις ασυμμετρίες της κοινωνικοπολιτικής εξουσίας και την άνευ προηγουμένου επίδραση των πλατφορμών στην πολιτιστική παραγωγή και διανομή. Δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν τα πάντα μέσω του πρίσματος του ανταγωνισμού ή της διαφάνειας.
Πού πάμε από ‘δω και πέρα; Η νέα Επιτροπή της ΕΕ παρουσιάζει το ολιστικό σχέδιο ψηφιακής στρατηγικής της την Τετάρτη. Η Γερμανία χάραξε τη δική της πορεία προς την ηλεκτρονική ρύθμιση, ενώ η Γαλλία εξετάζει μια παρόμοια προσέγγιση με έναν νόμο ενάντια στην “ρητορική μίσους στο διαδίκτυο” που βρίσκεται ακόμα σε διαβούλευση. Ακόμη και η Μ. Βρετανία υπό τον Μπ. Τζόνσον εξετάζει την εδραίωση αυστηρότερης ρυθμιστικής αρχής για τις πλατφόρμες μέσα στο 2020, ενώ και ο Ο.Ο.Σ.Α ετοιμάζει ένα ολιστικό σχέδιο φορολόγησης των πλατφορμών. Οι CEO της Silicon Valley προσπαθούν με κάθε τρόπο να ελαχιστοποιήσουν το κόστος και να περιορίσουν τυχόν ζημιές. Επομένως, πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα μία πολύ ιδιαίτερη χρονική στιγμή. Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει έρθει για να μείνει, το ίδιο και οι πλατφόρμες, που δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς το AI. Δεν πρέπει να είμαστε τεχνοφοβικοί αλλά μάλλον σκεπτικοί. Και πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πέρα από τις συνέπειες της Τεχνητής Νοημοσύνης στην προστασία της ιδιωτικής ζωής ή της ασφάλειας των δεδομένων. Αυτές οι έννοιες είναι κρίσιμες, αλλά έχουν μονοπωλήσει την προσοχή μας. Είναι καιρός να ελέγξουμε τις επιπτώσεις τους στις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής μας. Χρειαζόμαστε μια ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής σκέψης για να αρχίσουμε να εξετάζουμε τις πλατφόρμες όχι μόνο ως ιδιωτικές εταιρείες αλλά ως παίκτες σε μια μεγαλύτερη ανταγωνιστική πολιτική αρένα.