Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ναυτεμπορικής», τον Οκτώβριο του 2019 το ΣτΕ αποφάσισε την οριστική παραγραφή όλων των υποθέσεων της λίστας Λαγκάρντ που ελέγχθηκαν μετά το τέλος του 2012. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση του Δημοσίου για την ακύρωση αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτό επί συγκεκριμένης υποθέσεως της λίστας Λαγκάρντ ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για διενέργεια φορολογικού ελέγχου και για επιβολή φόρων και προστίμων παραγράφηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2012, καθώς το έτος στο οποίο αφορά η υπόθεση είναι το 2006, για το οποίο ισχύει πενταετής περίοδος παραγραφής.
Η απόφαση του ΣτΕ καθιστά άκυρους όλους τους φορολογικούς ελέγχους των υποθέσεων της λίστας Λαγκάρντ που δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, καθώς οι υποθέσεις αυτές θεωρείται πλέον ότι είχαν ήδη παραγραφεί όταν εκδόθηκαν οι τελικές αποφάσεις των αρμοδίων φορολογικών αρχών για την επιβολή φόρων και προστίμων στα ελεγχόμενα φυσικά πρόσωπα.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η οριστική ακύρωση όλων των φορολογικών ελέγχων που διενεργήθηκαν σε υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012 θα κοστίσει στο Δημόσιο τη διαγραφή βεβαιωθέντων ποσών φόρων και προστίμων συνολικού ύψους άνω των 330 εκατ. ευρώ, τα οποία βεβαιώθηκαν σε βάρος περισσοτέρων από 500 φυσικών προσώπων που περιλαμβάνονταν στη συγκεκριμένη λίστα.
Πέρα από τα βεβαιωθέντα ποσά φόρων και προστίμων, το Δημόσιο θα υποχρεωθεί να επιστρέψει ποσά συνολικού ύψους άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ σε ελεγχθέντα φυσικά πρόσωπα της λίστας Λαγκάρντ, τα οποία πλήρωσαν ήδη εν μέρει ή εν όλω τους φόρους και τα πρόστιμα που τους είχαν καταλογίσει οι αρμόδιες φορολογικές αρχές.
Υπενθυμίζεται ότι τον Νοέμβριο του 2019, περίπου ένα μήνα μετά την απόφαση του ΣτΕ, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας έκρινε ομόφωνα αθώο τον πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, Ιωάννη Διώτη, για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ.
Ο Διώτης κατηγορείτο για το αδίκημα της απιστίας στην υπηρεσία σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608/50 για την υπόθεση της λίστας Λαγκαρντ. Το δικαστήριο υιοθετήστε την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας η οποία τόνισε πως δεν προέκυψε η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απιστίας στην υπηρεσία που του αποδίδονταν.
Σύμφωνα με τις κατηγορίες σε βάρος του, ο πρώην ειδικός γραμματέας δεν χρησιμοποίησε τη λίστα για να κάνει ελέγχους στους μεγαλοκαταθέτες της λίστας Λαγκάρντ, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο. Παράλληλα, τονίστηκε πως η λίστα Λαγκαρντ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καθώς είχε αποκτηθεί παράνομα ενώ είχε επισημανθεί πως δεν προέκυψε βλάβη του Δημοσίου από τις υποθέσεις της λίστας.
«Δεν ήταν δυνατή χρήση στοιχείου αυτού. Όταν ξέσπασε θόρυβος είχα κληθεί για θέματα του ΣΔΟΕ στη Βουλή το φθινόπωρο 2012. Ο θόρυβος ήταν τέτοιας λαϊκιστικής ανευθυνότητας που άκουσα από μέλη του κοινοβουλίου πως, εάν είχε αξιοποιηθεί λίστα, δεν θα είχαμε υπογράψει μνημόνια και θα είχαμε εισπράξει 80 με 100 δισ. ευρώ. Ρωτάτε, έγινε έλεγχος; Και αν έγινε δεν θα το έλεγα ποτέ, διότι υπονομεύω τις έρευνες. Προτίμησα να ακολουθήσω νόμιμη οδό, διέταξα τον μεγαλύτερο έλεγχο καταθέσεων που έγινε ποτέ στη χώρα, σε αυτούς περιλαμβανόταν και λίστα Φαλτσιανί. Με αυτά κέρδισε το Δημόσιο. Το ωφέλησα δεν το έβλαψα» είχε αναφέρει ο Ι. Διώτης στην απολογία του.