Τι παρακολουθούμε αυτήν τη στιγμή. Παρακολουθούμε έναν στυγνό εκβιασμό του τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με αφορμή τις στρατιωτικές του αποτυχίες στη Συρία, προς την Ευρώπη. Παρακολουθούμε την κατάρρευση της συμφωνίας ΕΕ–Τουρκίας του 2016, της οποίας ένα από τα πολλά αρνητικά είναι ότι προσέφερε στη γειτονική χώρα ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί. Λόγω της αλλαγής στάσης σε χώρες όπως η Γερμανία, μετά το 2015 και της οικοδόμησης της «Ευρώπης – φρούριο», δόθηκε στην Τουρκία ο ρόλος του κλειδοκράτορα των μεταναστευτικών ροών και στην Ελλάδα ο ρόλος του δεσμοφύλακα, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε να χτίσει «φυλακές» σε συγκεκριμένα νησιά, που δέχθηκαν για χρόνια μεγάλο βάρος, χωρίς ανάλογη στήριξη σε δομές στην υπόλοιπη χώρα. Σε αυτό το διάστημα βέβαια, η Ευρώπη με τον γνωστό της στρουθοκαμηλισμό και ανεπάρκεια σε κρίσιμα ζητήματα, αναγνώρισε την προσφυγιά ως «απειλή» και παράλληλα συνέχισε να την τροφοδοτεί, επιτρέποντας και στηρίζοντας, μέσω του εμπορίου όπλων, τις πολεμικές συρράξεις που την προκαλούν. Ενέπλεξε δηλαδή τη μετανάστευση και τους πρόσφυγες με την Άμυνα και την εξωτερική της πολιτική.
Σε όλο αυτό το δράμα, οι μόνοι που δεν φταίνε είναι οι άνθρωποι που φτάνουν ξανά κατά χιλιάδες στα σύνορα της Ελλάδας. Δεν είναι εισβολείς, ούτε «ασύμμετρη απειλή» όπως επιχειρεί να τους παρουσιάσει η κυβέρνηση και τα πάντα πρόθυμα για τρομολαγνεία ΜΜΕ. Είναι άμαχοι, πρόσφυγες και στη «χειρότερη» των περιπτώσεων, οικονομικοί μετανάστες. Είναι αυτοί που η Νέα Δημοκρατία υποσχόταν ότι δεν θα έρχονταν, γιατί μετά από τέσσερα χρόνια Μόριας και ντροπιαστικών εικόνων που έκαναν μόνιμα το γύρο του κόσμου, το πρόβλημα υποτίθεται ήταν ότι «τους έφερνε ο ΣΥΡΙΖΑ», ότι μαγικές λύσεις υπήρχαν και ότι μπορούμε να χτίσουμε σύνορα στη θάλασσα.
Πριν χαθεί εντελώς η λογική μας, ας αναλογιστούμε αυτό το απλό αξίωμα: Δεν υπάρχει πόλεμος ενάντια σε αμάχους. Οι άνθρωποι στην πόρτα μας δεν είναι συνεργάτες του Ερντογάν, είναι θύματά του. Aν η κυβέρνηση πιστεύει ότι γίνεται μία «εισβολή», θα πρέπει να ενημερώσει τον ελληνικό λαό με ποιο σκεπτικό οι αιτούντες άσυλο συνιστούν θεμιτό στρατιωτικό στόχο. Προς το παρόν, έχει κηρύξει πόλεμο στο καθεστώς του πρόσφυγα: η αναστολή σημείων της Συνθήκης της Γενεύης του 1951, είναι ακριβώς αυτό, και αυτό επισημαίνεται από πολλές πλευρές, θεσμικές και επιστημονικές, προς τις οποίες η κυβέρνηση κωφεύει. Παράλληλα, φασιστικές ομάδες αλωνίζουν τα νησιά, με επιθέσεις σε δομές, αποθήκες αλληλεγγύης, μπλόκα και προπηλακισμούς εργαζομένων σε ΜΚΟ (που έχουν στοχοποιηθεί συνωμοσιολογικά από την κυβέρνηση). Γι’ αυτήν την κατάσταση ανομίας, δεν έχουμε δει κάποιο ενδιαφέρον από τους εκπροσώπους του «Νόμου και της Τάξης».
Την ίδια στιγμή, ΜΜΕ εξαπολύουν έναν πόλεμο ενάντια στην αλήθεια, δημοσιολόγοι φαντασιώνονται νέα έπη του ’40 και πατριδοκάπηλοι απλώνουν την πραμάτεια τους, στοχεύοντας στον πατριωτισμό των πολιτών και στην κατασκευή ενός ακόμα «εχθρού». Δεν πρέπει να τους περάσει, όπως δεν πρέπει να μετατραπεί ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα σε στρατιωτικό και μάλιστα στην πολύ ευαίσθητη περιοχή του Έβρου. Η ιστορία, όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, λέει ότι όποτε επικράτησε η εθνικιστική έξαρση, η χώρα γνώρισε ήττες.
Και έρχεται το μόνιμο, «τι να κάνουμε».
Πρώτον, η κυβέρνηση οφείλει να αφήσει τις ακρότητες, να κηρύξει την ψυχραιμία και να πει την αλήθεια: Ότι οι άνθρωποι που φτάνουν στα σύνορα δεν έχουν καμία σχέση με εισβολείς. Είναι η επικοινωνιακά και μικροκομματικά επιζήμια, αλλά πολιτικά υπεύθυνη στάση. Δεύτερον, επιτέλους, έστω και μετά από 8 μήνες ολιγωρίας και εύκολων υποσχέσεων, να ξεκινήσουν ταχύτατα μεταφορές αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα και να δημιουργηθούν μικρές, ανοικτές δομές σε όλη την Επικράτεια, με έμφαση στην ενσωμάτωση και σε συνεργασία με τις, υποτίθεται «διαβολικές», ΜΚΟ και την Ύπατη Αρμοστεία. Δεν πειράζει που θα δυσαρεστηθούν οι τοπικοί γαλάζιοι άρχοντες, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη και οι άναρθρες κραυγές πρέπει να τελειώσουν. Η Συμφωνία Ε.Ε.–Τουρκίας, εξάλλου, δεν υπάρχει πια και κάποια στιγμή η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να βρεθεί αντιμέτωπη με τις ξενοφοβικές υποσχέσεις της, αντί να υπόσχεται φυλακές των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε ξερονήσια.
Τρίτον, όσοι παίρνουν τον νόμο και τα όπλα στα χέρια τους, σε νησιά και στον Έβρο, θα πρέπει να τιμωρηθούν και να αφοπλιστούν, πριν θρηνήσουμε θύματα.
Τέταρτον, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να μεταφέρει πίεση στην Ε.Ε, ακόμα και με πολιτική ανυπακοή σε ευρωπαϊκούς κανόνες, όπως του Δουβλίνου. Με βέτο, με κάθε διπλωματικό μέσο, να απαιτηθεί από τους «εταίρους» να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης.
Πέμπτον, όσοι πολεμοχαρείς ηδονίζονται με τα πραγματικά πυρά του στρατού και φαντασιώνονται εμπόλεμες συρράξεις, να μιλήσουν επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή τους, με έναν πρόσφυγα για να καταλάβουν τα δεινά αυτών που έρχονται.
Οι ισορροπίες της ζωής των συμπολιτών μας έχουν ανατραπεί τα τελευταία χρόνια, κατά τρόπο δραματικό. Τίποτε από όσα έχουν συμβεί δεν οφείλεται στην παρουσία προσφύγων και μεταναστών. Είναι με αυτή την έννοια ένα δώρο στην κυβέρνηση, να έχει μια κοινωνία που ξαφνικά φαντασιώνεται ότι ξαναζεί το έπος του ‘40, ενωμένη και υπερήφανη εναντίον των προσφύγων, που ενσαρκώνουν με κάποιον μαγικό τρόπο τον επεκτατικό βραχίονα του τουρκικού εθνικισμού. Για να το καταφέρει αυτό η κυβέρνηση και τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ στοχοποιούν εργαζόμενους σε ΜΜΕ και πρόσφυγες, επικροτούν στην πράξη τη βιαιότητα των πολιτών που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, και γενικώς κάνει αυτό που είδαμε να συμβαίνει με τόση επιτυχία στο πείραμα της Χρυσής Αυγής: στρέφει την κοινωνία ενωμένη εναντίον των ξένων.
Η χώρα μας δεν δέχεται εισβολή, δεν βρίσκεται σε πόλεμο, και η επιμονή του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης να εξάπτει πάθη και στρατολατρεία είναι δρόμος ολισθηρός και επικίνδυνος. Μέσα σε όλα αυτά, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι να συστήσουμε ψυχραιμία και να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση που διαμορφώνεται με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Διαφορετικά, αυτό που παρέχει βραχυπρόθεσμα κομματικά οφέλη στην κυβέρνηση, μπορεί να αποβεί για την κοινωνία καταστροφικό.