Σε είδα να βουτάς μια μέρα μες την άβυσσο,
να μ’εκβιάζεις με Κόλαση και Παράδεισο,
σε είδα να κυλιέσαι μες την σκόνη και τις λάσπες,
είδα και τα παιδιά σου να χτυπάνε μετανάστες,
κάποιοι είπαν χάθηκες στο Μόναχο για πάντα,
και άλλοι στην Αστόρια σε είδαν να πλένεις πιάτα,
σε είδα να είσαι το ζωο μέσα στο πείραμα,
και σε χτυπούσαν με μίσος μέσα στο Σύνταγμα,
Στίχοιμα, Πατρίδα
του Θάνου Καμήλαλη
Την ώρα που πολλοί συμπολίτες μας κάνουν επιδείξεις (ψευδο)πατριωτισμού και διαγωνίζονται στο πόσες ελληνικές σημαίες και πόσα «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» θα σηκώσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ζήσαμε στην ίδια χώρα την τελευταία δεκαετία. Την ώρα που ο Πρωθυπουργός της χώρας ανακαλύπτει «εισβολή» και υπουργοί σουλατσάρουν στα κανάλια φωνάζοντας «πόλεμος – πόλεμος» θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ζήσαμε μορφές πολέμου, έναν οικονομικό κι έναν θεσμικό. Και δεν ήμασταν όλοι με την πλευρά του αμυνόμενου.
Ζούμε λοιπόν σε μια χώρα που έχασε, σε ελάχιστα χρόνια, το 25% του ΑΕΠ της, πτώση μοναδική για χώρα εν καιρώ ειρήνης. Όπως έχουν πλέον ομολογήσει αξιωματούχοι με θέσεις σε κορυφαίους διεθνείς οργανισμούς εκείνη την εποχή και όπως ήξεραν στο εσωτερικό του ΔΝΤ από την εποχή της συζήτησης για το πρώτο μνημονιακού δανείου, το 2009, η οικονομία της χώρας, ως η πρώτη οικονομία της Ευρωζώνης που χτυπήθηκε από την παγκόσμια κρίση του 2008, θυσιάστηκε για να διασωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, που μπόρεσαν να μειώσουν την τοξική έκθεσή τους στην Ελλάδα, περιορίζοντας κατά πολλά δισεκατομμύρια της ζημίες τους. Ζήσαμε με τους ίδιους δημοσιολόγους που σήμερα βαράνε τύμπανα πολέμου να μας λένε πόσο ευλογία είναι το μνημόνιο και πόσο αλληλέγγυοι είναι οι δανειστές, ενώ παράλληλα μετακυλούσαν στους φορολογούμενους και το κόστος και την ευθύνη της κρίσης. Δεν θυμάμαι να μίλησε τότε κανείς για υβριδικούς πολέμους και ασύμμετρες απειλές.
Ζούμε σε μία χώρα που υποχρεώθηκε να ενεχυριάσει τη δημόσια περιουσία της για 99 χρόνια. Που ξεπούλησε αεροδρόμια, λιμάνια, πλουτοπαραγωγικές πηγές σε ξένους και εγχώριους ολιγάρχες, με αδιαφανείς διαδικασίες και αποικιοκρατικές συμβάσεις. Που έχει καταδικαστεί σε λιτότητα μέχρι το 2060, με οικονομικούς στόχους που δεν έχει τηρήσει καμία οικονομία του πλανήτη και με συνεχή επιτήρηση από τους δανειστές. Που οι οικονομικοί δολοφόνοι (βλ.ΔΝΤ) είτε ολοκλήρωσαν την αποστολή τους βγάζοντας και κέρδος από τα επιτόκια των δανείων, είτε θα αποπληρωθούν για τις υπηρεσίες τους. Που είδε εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών της να φεύγουν στο εξωτερικό. Μετανάστες. Που αντιμετωπίζει σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, με εξαιρετικά δυσοίωνες προβλέψεις για τις επόμενες δεκαετίες. Τίποτα από όλα αυτά δεν αντιμετωπίστηκε ως ασύμμετρη απειλή. Τίποτα από αυτά δεν θεωρήθηκε υβριδικός πόλεμος. Πολλοί «πατριώτες» κάθονταν σπίτια τους, έβριζαν τους αντιδρώντες, χειροκροτούσαν κι έκαναν τεμενάδες στους θύτες.
Ζούμε σε μία χώρα που είδε τη Δημοκρατία της να τσαλαπατάται εκβιαστικά και χυδαία. Πρώτα με ένα εκλογικό αποτέλεσμα και ύστερα με ένα δημοψήφισμα, εκατομμύρια πολίτες επιχείρησαν να αντισταθούν στον οικονομικό πόλεμο που δέχονταν, στην τρομοκρατία και στον φόβο. Για τη χώρα τους, για την πατρίδα τους, για την κοινωνία τους, για τους ίδιους, τα παιδιά τους. Ξέρετε πού ήταν τότε πολλοί διακεκριμένοι πατριδέμποροι; Στο «βάστα Σόιμπλε», στο «γερά Γερούν», στο «υπογράψτε ό,τι να ναι», στην υπονόμευση, στην παράδοση, στον ραγιαδισμό στα μεγάλα συμφέροντα.
Ζούμε επίσης σε μία χώρα που δεν αποδόθηκε ποτέ Δικαιοσύνη. Που η Δικαιοσύνη μοιάζει συχνά με φίδι που δαγκώνει τους ξυπόλητους, που σκάνδαλα πέρασαν στα ψιλά, που διαχρονικά, ακόμα και μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή και τη χούντα, ελάχιστοι λογοδότησαν για τα εγκλήματά τους, πόσο μάλλον τα οικονομικά. Ζούμε στη χώρα των θαλασσοδανείων, του παρασιτικού καπιταλισμού και της ολιγαρχίας που αντί να βρεθεί υπόλογη για την κατάρρευση του 2010, συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο, στο ίδιο μοντέλο, έχοντας και δικλείδες ασυλίας πλέον, για την επόμενη κρίση. Από ασύμμετρες απειλές, έχουμε, ζήσαμε, ζούμε μπόλικες.
Επομένως κι επειδή ζήσαμε στην ίδια χώρα, με τους ίδιους ανθρώπους, θα μας επιτρέψετε να μην συμμετέχουμε στο ντελίριο «εθνικής συσπείρωσης» και πατριδοκαπηλίας. Γιατί είναι στην καλύτερη αποπροσανατολιστικό, μία αυταπάτη. Γιατί είναι από υποκριτικό έως τζάμπα μαγκιά, απέναντι στον άμαχο, τον αδύναμο και τον κατατρεγμένο. Και γιατί είναι πολλαπλά επικίνδυνο.
Μία κοινωνία που στρέφεται ενάντια στον αδύναμο είναι μία κοινωνία σε παράκρουση, που δεν ξέρει τι της γίνεται, σε ομαδική τύφλωση. Αυτή είναι μία κατάσταση ιδιαίτερα βολική για όσους επιθυμούν να την καθοδηγήσουν σε πολύ επικίνδυνα και απάνθρωπα μονοπάτια. Μία κοινωνία επίσης που αφαιρεί από τον πρόσφυγα και τον μετανάστη τον ανθρώπινο χαρακτηρισμό του πρόσφυγα και του μετανάστη είναι μία κοινωνία έτοιμη να δεχθεί ότι οι συγκεκριμένοι συνάνθρωποι έχουν χάσει την ιδιότητα του ανθρώπου. Είναι εισβολείς, απειλή, φορείς του εξισλαμισμού και ό,τι κατεβάσει η κούτρα του καθενός. Είναι πολύ πιο πρόθυμη επομένως να αποδεχθεί οποιαδήποτε απάνθρωπη επιλογή: Τα κλειστά κέντρα, τις φυλακές αθώων, τα Γκουαντάναμο, τα ξερονήσια.
Για να γίνουν αυτά χρειάζεται κοινωνική συναίνεση. Χρειάζεται μία κοινωνία που θα κινείται διαρκώς όλο και πιο δεξιά, βολικά, για την «ασφάλεια» και το «καλό» της. Το ευρωπαϊκό σχέδιο, ή μη σχέδιο, λέει ότι οι πρόσφυγες δεν θα πάνε πουθενά και η Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι αποθήκη ψυχών. Μόλις υποσχέθηκαν ακόμα 700 εκατ. στην κυβέρνηση για να τους φυλακίσει. Και μπορεί στον Έβρο να υπάρχει, έστω και πρόσκαιρα, η επιχειρησιακή δυνατότητα για να τους εμποδίσει, αλλά στη θάλασσα τα σύνορα δεν κλείνουν, εκτός κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι είναι ο Ξέρξης και η μεγαλομανία του. Αυτό σημαίνει ότι πρόσφυγες θα συνεχίσουν να έρχονται, γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Δεν ενδιαφέρονται για την αλλοίωση κανενός πολιτισμού: Πάνω από 1 εκατ. πέρασαν από την Ελλάδα το 2015, μερικές δεκάδες χιλιάδες έμειναν εδώ. Κι επιτέλους, δεν έχει πόλεμο μόνο η Συρία. Πόλεμο έχει και το Αφγανιστάν, η λιγότερο ασφαλής χώρα του κόσμου, από όπου έρχονται οι περισσότεροι, το Κονγκό, η Παλαιστίνη…
Όσο μερικοί πολύ «πατριώτες» ψάχνουν προδότες, «ψευτοανθρωπιστές» και γενικά έναν εσωτερικό εχθρό να μισήσουν, μαζί με τους πρόσφυγες, θα πρέπει να το πούμε απλά: Η πολιτική των κλειστών συνόρων και των κλειστών κοινωνιών στην Ελλάδα έχει αποτύχει και θα συνεχίσει να αποτυγχάνει. Δεν είναι κάποιο σκοτεινό σχέδιο του Σόρος, της Νέας Τάξης Πραγμάτων ή των Illuminati, είναι απλή γεωγραφία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην άκρη της Ευρώπης και έχει ανοιχτά σύνορα, λόγω της θάλασσας.Έχει αυτήν τη στιγμή κλειστά σύνορα στην άλλη πλευρά, λόγω των αποφάσεων της Ε.Ε να την μετατρέψει σε δεσμοφύλακα. Άρα, ή «κλείνεις» τη θάλασσα κάνοντας εγκλήματα, ή πιέζεις για να ανοίξουν τα σύνορα και στην «άλλη πλευρά». Παράλληλα, αντί να ξοδεύεις εκατομμύρια για την «ασφάλεια» και τη δημιουργία φυλακών, που όπως πάει το πράγμα θα πρέπει να σημαίνουν ένα καινούριο σωφρoνιστικό σύστημα, μπορείς να επενδύσεις τα χρήματα αυτά για την ενσωμάτωση των προσφύγων, σε συνεργασία με διεθνείς φορείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γνώστες του αντικειμένου, όπως η Υπάτη Αρμοστεία και η Διεθνής Αμνηστία. Ενσωμάτωση που θα σημαίνει και αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας από όλες τις πλευρές και εργατικά χέρια για μία γερασμένη χώρα, και συμμετοχή στην εθνική οικονομία, με φόρους, εισφορές, παραγωγικότητα.
Ο άλλος δρόμος, είναι ο μαύρος δρόμος, της καταστολής, των φυλακών, του φόβου, του μίσους και της δυστυχιας Ελλήνων και ξένων. Μία «λύση» απάνθρωπη, κοντόφθαλμη, αναποτελεσματική από κάθε πλευρά, ίσως ακόμα και «εθνικά», στρατιωτικά. Επίσης, μία λύση φασίζουσα. Αυτό το τελευταίο είναι και πραγματική ασύμμετρη απειλή. Ένας πόλεμος σε αξίες, Δίκαιο, ιδέες, αιτήματα για έναν καλύτερο κόσμο και ανθρωπιά. Με στόχο μία κοινωνία παθητική, που θα χτυπάει, θα συνωμοσιολογεί, θα συναινεί σε φρικιαστικά εγκλήματα και θα εξαντλεί το μένος της στον αδύναμο, ζητιανεύοντας παράλληλα από τον ισχυρό. Που θα της παίρνουν τη ζωή και θα την ντοπάρουν με έθνος και φυλή, όπως λέει και το σύνθημα.
Με κανέναν λοιπόν σεβασμό στην κατασκευασμένη «ομοψυχία» των ημερών, αν λέτε ότι τιμάτε τη σημαία που ποστάρετε και ανεμίζετε, μη τη χρησιμοποιείτε για «πόλεμο» με αμάχους. Όπως κι αν ονομάζει κανείς αυτόν τον τόπο, σίγουρα αξίζει περισσότερη αξιοπρέπεια.