του Δημήτρη Τσίρκα
Ωστόσο, τα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης, η ποσοτική χαλάρωση από τις κεντρικές τράπεζες, η επίταξη ιδιωτικών νοσοκομείων (αυτό έγινε στην Ισπανία, όχι εθνικοποίηση), ακόμη και η κρατικοποίηση εταιρειών που είναι στα πρόθυρα πτώχευσης (πχ. αεροπορικές) δεν προμηνύουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, ούτε καν τη σοβαρή αμφισβήτησή του. Για δύο ουσιαστικούς λόγους.
Πρώτον, διότι ανάλογες κρατικές παρεμβάσεις συνοδεύουν τον νεοφιλελευθερισμό σε όλη την ιστορία του, ιδίως κάθε φορά που ξεσπά μια κρίση, όπως το 2008, όταν το αμερικανικό κράτος πρακτικά εθνικοποίησε την αυτοκινητοβιομηχανία προκειμένου να τη σώσει. Δεύτερον, διότι δεν αντίκεινται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, ο οποίος συνίσταται στην οργάνωση της οικονομίας (και κατ’ επέκταση, του συνόλου της ζωής) στη βάση του ανταγωνισμού.
Όσο δεν αμφισβητείται αυτή η αρχή, μικρή σημασία έχει η νομική μορφή της ιδιοκτησίας – ιδιωτική ή κρατική – η οποία άλλωστε, πολύ εύκολα μπορεί να εναλλάσσεται. Έτσι, όταν υποχώρησε η κρίση, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε και πάλι (αθόρυβα) σε ιδιωτικά χέρια. Γιατί σε πείσμα της αγοραίας αντίληψης, ο νεοφιλελευθερισμός δεν εχθρεύεται την κρατική παρέμβαση, τουναντίον, την έχει συνεχώς ανάγκη, τόσο για να επικρατήσει, όσο και για να διαχειριστεί τις κρίσεις του.
Ούτε έχει πρόβλημα να χρησιμοποιήσει και κατ’ εξοχήν κεϋνσιανά μέτρα. Είναι όμως, ένας κεϋνσιανισμός για τους πλούσιους, όπως το 2008, που οι τράπεζες διασώθηκαν με δημόσιο χρήμα, χωρίς να περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου και πολύ περισσότερο, δίχως να αλλάξουν πολιτική δανειοδότησης. Ενώ τα χρήματα που τυπώνονται αφειδώς από τις κεντρικές τράπεζες, κατευθύνονται ως επί το πλείστον στις τράπεζες, τις μεγάλες εταιρείες και τους επενδυτές (για αυτό είδαμε τα προηγούμενα χρόνια το μεγάλο ράλι στις χρηματιστηριακές αγορές) και όχι στην «πραγματική» οικονομία, πόσο μάλλον, στους εργαζομένους, οι οποίοι ουδέποτε ανέκαμψαν από την ύφεση.
Ασφαλώς, πολλά θα εξαρτηθούν από τη χρονική διάρκεια και το βάθος της σημερινής κρίσης. Αν η παγκόσμια καραντίνα κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αναταραχή στην οικονομία θα είναι τεράστια και θα απαιτηθούν πιο βαθιά μέτρα για να ανταπεξέλθει. Ακόμα και έτσι όμως, δύσκολα θα δούμε αλλαγή συστημικού παραδείγματος, καθώς απουσιάζουν ορισμένες ουσιαστικές πολιτικές προϋποθέσεις.
Η σημαντικότερη είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει ένα μαζικό διεθνές ανταγωνιστικό κίνημα που να διεκδικεί να οργανώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή σε διαφορετική βάση, σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος. Αλλά ούτε και ισχυρό αντίπαλο δέος, όπως ο υπαρκτός σοσιαλισμός, που πιέζει τις ελίτ να κάνουν παραχωρήσεις στις λαϊκές τάξεις.
Επιπλέον, η παραγωγή θα συνεχίσει να είναι υπερδιεθνοποιημένη και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ακόμη περισσότερο. Άρα οι δυνατότητες των μεμονωμένων κρατών να σχεδιάζουν την οικονομία τους σε εθνικό πλαίσιο και με διαφορετικά κριτήρια από εκείνα της ανταγωνιστικής μείωσης του κόστους, αγνοώντας δηλαδή, την πίεση της παγκόσμιας αγοράς, θα παραμείνει περιορισμένη.
Τέλος, για να έχουμε μια εικόνα των ιστορικών χρονικοτήτων, η προηγούμενη αλλαγή παραδείγματος, από το laissez faire, στον κεϋνσιανισμό και το στιβαρό κοινωνικό κράτος, χρειάστηκε σχεδόν δύο δεκαετίες για να παγιωθεί, όπου μεσολάβησαν μια τεράστια κρίση (του ’30), ένας παγκόσμιος πόλεμος και η διαρκής απειλή του κομμουνισμού και του (ψυχρού) πολέμου.
Είναι λοιπόν, υπερβολικά νωρίς να μιλάμε για κρίση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αναδύονται ευκαιρίες. Η απότομη στροφή υπέρ των δημόσιων συστημάτων υγείας, ύστερα από χρόνια απαξίωσης τους, μας δίνει τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουμε ότι κάποια αγαθά, όπως η υγεία, πρέπει να πάψουν να είναι εμπορεύματα και να γίνουν δικαιώματα για όλους, που η ικανοποίηση τους δεν μπορεί να επαφίεται στην αγορά.
Κυρίως όμως, μπορεί να ανοίξει ξανά η συζήτηση για το κατά πόσο η αγορά και ο ανταγωνισμός είναι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Προσοχή όμως, αν προσέλθουμε σε αυτή τη συζήτηση με τις παλιές βεβαιότητες και συνταγές, αυτές της γενικευμένης κρατικοποίησης (χωρίς να εξετάζεται ο χαρακτήρας του κράτους), του γραφειοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού (σοσιαλδημοκρατικού ή σταλινικού τύπου) και της αέναης μεγέθυνσης ως βασικό σκοπό της οικονομίας, είμαστε χαμένοι από χέρι.
Και αυτό γιατί τα συγκεκριμένα δόγματα έρχονται από μια άλλη εποχή που δεν συμβαδίζει με τη σύγχρονη πραγματικότητα των διεθνοποιημένων οικονομιών, στηριγμένων κυρίως στις υπηρεσίες (τουλάχιστον στη Δύση) και του πανίσχυρου χρηματιστικού συστήματος, που σαν παγκόσμιος χωροφύλακας, επιβάλλει τη συμμόρφωση στις επιταγές του ανταγωνισμού και του κέρδους. Και φυσικά, δεν λαμβάνουν υπόψη τη μεγάλη κλιματική κρίση που βρίσκεται μπροστά μας.
Κυρίως όμως, γιατί αυτές οι αντιλήψεις έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν και δεν οδηγούν στην ουσιαστική χειραφέτηση των ανθρώπων, απλώς αντικαθιστούν μια μορφή ανεξέλεγκτης εξουσίας πάνω στη ζωή τους – την αγορά – με μια άλλη – το κράτος πατερούλη (προτιμότερη προφανώς, από το να ζει όποιος έχει να πληρώσει). Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύτηκε αρχικά ο νεοφιλελευθερισμός με τη χιμαιρική υπόσχεσή του να απελευθερώσει το άτομο από τα δεσμά του κρατικού πατερναλισμού και να το καταστήσει κυρίαρχο της ζωής του.
Αλλά ούτε και με τις διάφορες ρομαντικές αντιλήψεις για μικρές αυτοοργανωμένες κολεκτίβες ανταλλαγής υπηρεσιών, τράπεζες χρόνου, αγροτικές κοινότητες κλπ., πάμε πολύ μακριά. Καλά και χρήσιμα είναι όλα αυτά, πλην όμως, δεν απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες οργάνωσης της παραγωγής στη μεγάλη και διεθνή κλίμακα.
Άρα, αν θέλουμε να εκμεταλλευτούμε τις όποιες δυνατότητες θα φέρει ένας πιθανός κλυδωνισμός του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος από τον κορονοϊό, θα πρέπει να κάνουμε αρκετά πιο σοβαρή δουλειά, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, από τα memes με τον Στάλιν και τις εκκλήσεις για περισσότερες προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού ή για την επιβολή διατιμήσεων σε προϊόντα και την κρατικοποίηση επιχειρήσεων.
Διαφορετικά θα ξαναζήσουμε και σε μεγαλύτερη ένταση, αυτό που ζήσαμε στην κρίση του 2008: κεϋνσιανισμός και κρατική στήριξη για τους πλούσιους, τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ πιο σκληρός νεοφιλελευθερισμός, εξοπλισμένος με περισσότερο κρατικό αυταρχισμό, για όλους τους άλλους.