Στην ετήσια Έκθεση του Διοικητή Γ. Στουρνάρα που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα διαπιστώνεται ότι «η ομαλή πορεία της οικονομίας ανακόπτεται σήμερα από την εξάπλωση του κορονοϊού, ο οποίος, από οικονομική άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένας πολύ σοβαρός εξωτερικός κλυδωνισμός που επιδρά από την πλευρά της ζήτησης, από την πλευρά της προσφοράς, αλλά και από την πλευρά του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Παρότι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από την εξάπλωση του κορονοϊού είναι πολύ δύσκολο στη φάση αυτή να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, είναι σαφές ότι θα μειώσουν σημαντικά τον μέχρι τώρα προβλεπόμενο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος αναμένεται να είναι μηδενικός, έναντι 2,4% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Για την οικονομία της ευρωζώνης η ΤτΕ εκτιμά ότι είναι πολύ πιθανόν να εισέλθει σε αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Η ΤτΕ αναμένει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις αναμένεται να εκδηλωθούν στα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους, κυρίως το δεύτερο, και η μερική αντιστάθμισή τους να γίνει στα δύο τελευταία τρίμηνα, εν μέρει και ως αποτέλεσμα του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που ήδη υλοποιείται παγκοσμίως.
Όσον αφορά τις εξελίξεις στο δημοσιονομικό μέτωπο η ΤτΕ επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα ταμειακά στοιχεία της γενικής κυβέρνησης για το 2019 υπήρξε, για πέμπτο συνεχές έτος, υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο εκτιμάται, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία, ότι έκλεισε κοντά στο 4% του ΑΕΠ. Ωστόσο για το 2020, η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.
Τέλος για τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα η ΤτΕ εκτιμά πλέον ότι τα επιχειρησιακά σχέδια που είχαν εκπονήσει οι τράπεζες για την μείωση των κόκκινων δανείων πλέον τελούν υπό αναθεώρηση εν όψει των έκτακτων περιστάσεων και των συνθηκών μεγάλης αβεβαιότητας. Αναμένεται δηλαδή να επηρεαστεί αρνητικά η πορεία προς την επίτευξη του στόχου της σημαντικής μείωσης του ποσοστού των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, όχι όμως και ο τελικός στόχος για μείωση τους κάτω από το 20% στο τέλος του 2021.
Σημειώνεται ότι τέλος Δεκεμβρίου του 2019 τα ΜΕΔ παρέμειναν σε ψηλό επίπεδο και ανήλθαν σε 68,0 δισεκ. ευρώ (ή 40,3% του συνόλου των δανείων, έναντι 3,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2019), μειωμένα κατά 13,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2018 και κατά 39,2 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ κατά τη διάρκεια του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις δανείων ύψους 8,1 δισεκ. ευρώ και σε διαγραφές ύψους 4,3 δισεκ. ευρώ.