Στην Ελληνική πραγματικότητα, το δόγμα Bush θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ιδεολογικής πλατφόρμας της διακυβέρνησης Μητσοτάκη με εφαρμογή σε μια σειρά από πολιτικές της επιλογές μέχρι τώρα. Η προσέγγιση αυτή υπέβοσκε στη συζήτηση για την ανάγκη κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου. Βασική θέση της κυβέρνησης στη συζήτηση αυτή ήταν ότι όποιος δεν ήταν υπέρ της κατάργησης του ασύλου στα πανεπιστήμια – το οποίο είχε προηγουμένως χαρακτηριστεί ως άσυλο ανομίας και παραβατικότητας – είναι υπέρ της βίας, των μολότοφ και του εμπορίου ναρκωτικών. Με το ίδιο δόγμα είχε πορευθεί η Νέα Δημοκρατία και στο ζήτημα των εκκενώσεων των καταλήψεων ανά την επικράτεια: όποιος υπερασπιζόταν τις καταλήψεις ήταν εναντίον της ασφάλειας, του νόμου και της τάξης και ήταν «ταυτισμένος με το χώρο της βίας και των έκνομων ενεργειών», όπως υποστήριξε, για παράδειγμα, ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Μάκης Βορίδης αναλαμβάνοντας την υποστήριξη μίας πολιτικής η οποία δεν ανήκει στο χαρτοφυλάκιό του και στην οποία έχει αφιερώσει πολύ περισσότερες ώρες από όσες έχει αφιερώσει στην υποστήριξη των ενεργειών του δικού του υπουργείου.
Ωστόσο, την πληρέστερη εφαρμογή του το δόγμα Bush τη βρήκε στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας στο προσφυγικό και την τρέχουσα κρίση, τόσο στα σύνορα με την Τουρκία όσο και στα νησιά υποδοχής των προσφυγικών ροών στο ανατολικό Αιγαίο και, κυρίως, στη Λέσβο. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός χρησιμοποιούν τον όρο ασύμμετρη απειλή, όταν αναφέρεται στην προσφυγική κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα, και υποστηρίζουν ότι πρόκειται για απειλή της εθνικής ασφάλειας – και όχι, για παράδειγμα, για ανθρωπιστική κρίση σε μία ύστατη προσπάθεια να τηρηθούν τα ευρωπαϊκά, φιλελεύθερα προσχήματα. Πρόκειται για πόλεμο χωρίς σφαίρες, σύμφωνα με τον Αλκιβιάδη Στεφανή, αλλά σε κάθε περίπτωση για πόλεμο. Σε «μια οργανωμένη, μαζική, παράνομη απόπειρα παραβίασης των συνόρων μας» αναφέρθηκε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χωρίς να αναφέρει ποιος την οργάνωσε – είναι πάντοτε καλύτερα να αιωρείται αυτό το ερώτημα αναπάντητο. Δεν θα μπορούσε άλλωστε ποτέ μία παραβίαση συνόρων να είναι νόμιμη. Για τους αιτούντες όμως άσυλο η παρανομία στην παραβίαση των συνόρων αίρεται, καθώς υπερτερεί η αναγκαιότητα της κατάθεσης αιτήματος ασύλου και προστασίας. Η ρητορική περί του προαιώνιου εχθρού επιστρέφει και μαζί της επιχειρείται να επιστρέψει ένα φαντασιακό περί εθνικής ομοψυχίας, ενότητας και αγώνα ενάντια στην επίθεση και την απειλή εναντίον του έθνους. Διαμορφώνεται, έτσι, σταδιακά μία πραγματικότητα εντός της οποίας μόνο μία στάση είναι επιτρεπτή: η στοίχιση στις κυβερνητικές επιλογές και αποφάσεις. Οποιαδήποτε κριτική ή άλλη στάση, άποψη, προσέγγιση συνιστά εθνική προδοσία και κατατάσσει αυτόματα αυτούς που την εκφέρουν στους εχθρούς του έθνους, σε αυτούς που «δεν είναι μαζί μας αλλά εναντίον μας».
Σε αυτό το πλαίσιο ακούσαμε για την πέμπτη φάλαγγα του Ερντογάν, για τον δούρειο ίππο της Τουρκίας, για το ότι ένα τουρκικό στρατιωτικό όχημα προσπαθεί να ρίξει τον φράχτη στον Έβρο με τις πλάτες των συριζαίων, για εργοστάσιο παραγωγής fake news ως προς ο,τιδήποτε πλήττει την εικόνα της πάνδημης και πανεθνικής υποστήριξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα σύνορα και, τελικά, για την κυβερνητική θέση ως τη μόνη ρεαλιστική θέση, που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των Ελλήνων και της Ελλάδας. Και έτσι το δίλημμα τίθεται με πολύ λίγα λόγια από έναν από τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα και υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας: με τους εισβολείς ή με τους Έλληνες; Με την πατρίδα ή με τον εχθρό;
Το δόγμα Bush στην Ελληνική εκδοχή του, όπως και σε κάθε εκδοχή του, είναι στην ουσία του ένα δόγμα αυταρχικότητας, το οποίο αρνείται τη διαφοροποίηση από την επίσημη κρατική πολιτική, είναι επιθετικό ακόμα και στην απλή διατύπωση μίας άλλης άποψης, επιχειρεί να περιθωριοποιήσει και να στοχοποιήσει ως εθνικά επιζήμια την οποιαδήποτε κριτική και απαιτεί πλήρη υπακοή στις επιταγές της κυριαρχίας.
Η αυταρχικότητα του δόγματος που εφαρμόζεται με αφορμή την τρέχουσα προσφυγική κρίση αποσκοπεί, από τη μία πλευρά, στο να θέσει εκτός πλαισίου την έκφραση οποιασδήποτε ριζοσπαστικής άποψης ή κριτικής και να ορίσει ως κριτήριο των πάντων τον σύγχρονο συντηρητισμό και τον λόγο του. Από την άλλη πλευρά όμως, φέρνει μαζί της την αναστολή ή τον περιορισμό του κράτους δικαίου, τη νομιμοποίηση πρακτικών καταστολής και ελέγχου, οι οποίες θα θεωρούνταν αδιανόητες σε διαφορετικές συνθήκες, την καταπάτηση ακόμα και των λεγόμενων δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία η ίδια η αστική τάξη έχει θέσει στη βάση της συγκρότησης της, την καλλιέργεια εν τέλει της πολιτικής και κοινωνικής συντηρητικοποίησης και οπισθοδρόμησης.
Η υιοθέτηση αυτής της ρητορικής και ο ευφάνταστος εμπλουτισμός της σχεδόν σε καθημερινή βάση από την παράταξη, η οποία θέλει να λέγεται φιλελεύθερη, επιβεβαιώνει και επιτείνει την ούτως ή άλλως σαφή επιλογή αυτής της παράταξης να απομακρυνθεί από ο,τιδήποτε φιλελεύθερο, ακόμα και σε προσχηματικό επίπεδο. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το μέλλον ούτε ασφαλώς να το προβλέψει· ωστόσο, σε ένα πολιτικό σύστημα με αδύναμη φιλελεύθερη παράδοση και έντονα συντηρητικά χαρακτηριστικά, η επίκληση των πιο αντιδραστικών πολιτικών και κοινωνικών ενστίκτων, η συστηματική καλλιέργεια μίας κουλτούρας φόβου και η εισαγωγή ενός τεχνητού και παραπλανητικού διαχωρισμού, προκειμένου να συντριβεί και να αποσιωπηθεί η οποιαδήποτε κριτική σχετικά με τις επιλογές της κυριαρχίας, σίγουρα δεν προοιωνίζουν καλύτερες ημέρες για τον Ελληνικό φιλελευθερισμό και, πολύ περισσότερο, για ο,τιδήποτε προοδευτικό για το σύνολο της Ελληνικής κοινωνίας.
H στήλη (φιλ≠) ελευθέρως παίρνει θέση σε ζητήματα επικαιρότητας από ριζοσπαστική σκοπιά. Η σύνταξη της στήλης γίνεται συλλογικά από τη συντακτική της ομάδα και είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Για αποστολή προτεινόμενων κειμένων προς δημοσίευση ή και επικοινωνία με τη συντακτική ομάδα της στήλης μπορείτε να μας αποστέλλετε e-mail στο [email protected]