Την Τετάρτη το ελληνικό δημόσιο άντλησε με τη νέα έκδοση επταετών ομολόγων το ποσό των δύο δισεκατομμυρίων ευρώ με επιτόκιο 2,05% και ανέβασε στα 13,5 δισεκατομμύρια το ποσό που έχει αντλήσει η Ελλάδα από τις αγορές από τον Φεβρουάριο του 2019.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Χ. Σταϊκούρας εξέφρασε την ικανοποίηση του, λέγοντας ότι επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των αγορών στην κυβέρνηση. «Οι Έλληνες μπορούμε να αισθανόμαστε ικανοποίηση, αφού το κόστος δανεισμού είναι ίσο της αντίστοιχης έκδοσης Ιουλίου του 2019, με πολύ καλύτερο μάλιστα τότε οικονομικό περιβάλλον. Και είναι πολύ χαμηλότερο της αντίστοιχης έκδοσης Φεβρουαρίου του 2018, όταν διαμορφώθηκε στο 3,5%.
Σημειώνω, επιπροσθέτως, την καλή ποιότητα της σημερινής έκδοσης, δεδομένου ότι η πλειοψηφία είναι ξένα χαρτοφυλάκια και θεσμικοί επενδυτές. Με αυτά τα δεδομένα, το οικονομικό και πολιτικό εγχείρημα πέτυχε. Η εμπιστοσύνη των αγορών στην Κυβερνητική πολιτική επιβεβαιώνεται. Η Ελλάδα απέδειξε ότι και μέσα σε αντίξοες συνθήκες, μπορεί να τα καταφέρει».
Ωστόσο, η έκδοση του ομολόγου συμπίπτει με τις δυσοίωνες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για ύφεση 10% το 2020 από το ΔΝΤ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, για το 2020 στην Ελλάδα αναμένεται ύφεση τουλάχιστον επιπέδου 10% για το 2020, ενώ αναμένει εκτόξευση της ανεργίας στο 22,3%, η οποία σημειώνεται πως τον Ιανουάριο καταγράφηκε στο 16,4%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ελληνική οικονομία θα βιώσει τη μεγαλύτερη ύφεση, τη μεγαλύτερη ανεργία, τη μεγαλύτερη επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και τις μεγαλύτερες αποπληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη.
Την ίδια στιγμή ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s αναθεώρησε σε σταθερή από θετική την προοπτική για τα τραπεζικά συστήματα της Ελλάδας και της Κύπρου, λόγω της έξαρσης του κορονοϊού. Συγκεκριμένα, για τις ελληνικές τράπεζες ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η κερδοφορία τους θα εξασθενήσει και το πρόβλημα των κόκκινων δανείων θα παραμείνει πολύ μεγάλο.
«Η κερδοφορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα εξασθενίσει και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά του (NPEs) θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και κοντά στο 40% περίπου των δανείων τους στο τέλος του 2019. Τα μέτρα στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης περιλαμβάνουν την παροχή πρόσθετης ρευστότητας και διευκολύνσεων για κεφάλαιο κίνησης των επιχειρήσεων, τα οποία θα βοηθήσουν στην επιβράδυνση της δημιουργίας νέων NPEs, όπως θα βοηθήσει και η παράταση των περιόδων αποπληρωμής για τους ευάλωτους πελάτες των τραπεζών. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί στην Ελλάδα θα πλήξουν ιδιαίτερα τον τουριστικό τομέα, στον οποίο αντιστοιχεί περίπου το 12% του ΑΕΠ της χώρας. Ταυτόχρονα, μία μεγάλη μείωση της εγχώριας ζήτησης θα επιβαρύνει τους κλάδους των μεταφορών και διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας, του εμπορίου και της μεταποίησης. Αν και οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία, δεν είναι πιθανή μία σημαντική διόρθωση, δεδομένης της μεγάλης μείωσής τους από το 2010 έως το 2017».
Σύγχυση με το «μαξιλάρι ασφαλείας»
Θολό παραμένει το τοπίο σχετικά με το ταμειακό «μαξιλάρι ασφαλείας», καθώς την Τετάρτη κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν πως η κυβέρνηση χρησιμοποιεί από τον Απρίλιο το «μαλακό» μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων ύψους 12-14 δισ. ευρώ για την χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τη πανδημία. Παράλληλα, επισήμαναν ότι το ποσό αυτό είναι αρκετό για τη στήριξη των μέτρων έως και τον Ιούλιο.
Xρήση του «μαξιλαριού» ρευστότητας με διαφάνεια ζητάει ο Τσίπρας
Ο τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατηγόρησε την κυβέρνηση, τονίζοντας ότι «προφανώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του ελληνικού λαού εν κρυπτώ» και «αναγκάστηκε να αποκαλύψει ότι τα χρησιμοποιεί ήδη πιεζόμενη» από τον ΣΥΡΙΖΑ και την αίτηση κατάθεσης εγγράφων τη Δευτέρα από 63 βουλευτές.
Το πρωί της Πέμπτης ο Άδωνις Γεωργιάδης διέψευσε πως η κυβέρνηση έχει κάνει χρήση του «μαξιλαριού», επισημαίνοντας ότι «καλό είναι, όσο γίνεται να μην το ακουμπήσουμε διότι θα είναι κακό σήμα για τις αγορές». Τη σύγχυση επέτειναν οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα, ο οποίος δήλωσε πως «δεν υπάρχουν μαξιλάρια ή άλλες ορολογίες που μπερδεύουν τους πολίτες. Υπάρχει το ταμείο του κράτους που υπάρχει σήμερα, όπως υπήρχε και χθες, όπως υπάρχει πάντα».
Ο Σ. Πέτσας έκανε λόγο για τρεις ορόφους που απαρτίζουν το ταμείο και το συνολικό ποσό των 36 δισεκατομμυρίων του «μαξιλαριού» ασφαλείας. «Αυτό το ταμείο απαρτίζεται από τρεις διαφορετικούς ορόφους. Ο πρώτος είναι ο όροφος που έχει να κάνει με τα 15,7 δισ. ευρώ τα οποία έχουν χορηγηθεί στη χώρα μας από τη λήξη του τρίτου μνημονίου, δηλαδή από το 2018 και μετά, λόγω της αναξιοπιστίας της τότε κυβέρνησης ώστε να μπορέσει να προσφύγει στις αγορές και να δανειστεί με λογικό επιτόκιο. Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος αποτελούνται από τα υπόλοιπα ποσά που τελικά αθροίζουν ένα ποσό γύρω στα 36 δισεκατομμύρια συνολικά, τα οποία τηρούνται είτε στην Τράπεζα της Ελλάδας στο κοινό κεφάλαιο ή στα τραπεζικά της διαθέσιμα είτε στις εμπορικές τράπεζες και είναι χρήματα φορέων της γενικής κυβέρνησης».
Σημείωσε ότι «τα χρήματα αυτά υπήρχαν πάντα» και χρησιμοποιούνταν και το 2013 και το 2014, αναφέροντας πως «ένα ποσό γύρω στα 10 δισεκατομμύρια εξ αυτών χρησιμοποιούνταν στο τέλος του 2014, γιατί τότε τα επιτόκια της ΕΚΤ είχαν γίνει αρνητικά και επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση ένα αμοιβαία επωφελή τρόπο, δηλαδή τα χρήματα αυτά να μεταφερθούν στην Τράπεζα της Ελλάδας, να επενδύονται μέσω repos ώστε η ελληνική κυβέρνηση να έχει ρευστότητα και οι φορείς της γενικής κυβέρνησης να έχουν ένα έσοδο.
Χτίζοντας πάνω στις θυσίες των Ελλήνων και στην εμπιστοσύνη που έχει αποκατασταθεί για την ελληνική οικονομία έχουμε προσφύγει στις αγορές από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και σήμερα τέσσερις φορές και έχουμε αντλήσει ποσά 8,5 δισ. ευρώ. Αν είχαμε χρησιμοποιήσει χωρίς προσφυγή στις αγορές και χωρίς χρήση των πρωτογενών πλεονασμάτων μας, στην απομείωση του υποτιθέμενου πρώτου ορόφου, τότε αυτό θα είχε χάσει τη σημασία του και δεν θα μπορούσε να αποτελεί μια εγγύηση, που όλοι καταλαβαίνουμε ότι αποτελεί η ύπαρξη υψηλών αποθεμάτων, υψηλών ταμειακών διαθέσιμων προς τις αγορές ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της».