Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο Μπένι επαινείται για δύο κυρίως λόγους: ο πρώτος είναι η ευφυΐα του. Το εύλογο ερώτημα που καλείται να θέσει κανείς σχετικά είναι αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει ή πει κάτι έξυπνο. Η απάντηση είναι πως η ευφυΐα του πιστοποιείται από μερικά γνωστά χαρακτηρολογικά γνωρίσματά του: πρόκειται για άνθρωπο που δεν κωλώνει, δεν κοκκινίζει, δεν κομπιάζει, δεν διστάζει. Αυτά βεβαίως έχουν και άλλο όνομα. Τα συμπτώματα ταυτίζονται με εκείνα της ξιπασιάς. Ο μύθος της ευφυΐας Βενιζέλου προσκρούει σε πολλαπλά εμπόδια: το πρώτο είναι ότι η πολιτική ευφυΐα αυτού του τύπου περιγράφει έναν πολιτικό ο οποίος είναι «ξύπνιος», τουτέστιν μάγκας. Διότι όταν πρόκειται για ουσιώδη πνευματικά χαρίσματα, κανείς δεν καταφεύγει στον χαρακτηρισμό του «ευφυούς». Ο Ντοστογιέφσκι ή ο Χέγκελ δεν είναι «έξυπνοι». Ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε να κάνουμε με κολοσσούς του πνεύματος, κανείς δεν σκέφτεται να τους χαρακτηρίσει έξυπνους. Γιατί; Διότι αυτό που κοινώς ονομάζουμε ευφυΐα στην πράξη σημαίνει ικανότητα επαρκούς ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Εδώ όμως έχουμε αλλάξει πεδίο. Γιατί η ικανότητα επαρκούς ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της πραγματικότητας μπορεί να σημαίνει πολύ απλά τον καπάτσο, που αναρριχάται με κάθε κόστος, ως ανθρώπινος οδοστρωτήρας, αδίστακτα και ανενδοίαστα. Αυτές είναι όντως οι αρετές του ανθρώπου που προοδεύει στην πολιτική. Ως προς τα παραπάνω δεν υπάρχει αμφιβολία, ούτως ή άλλως τέτοια χαρίσματα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Μια χαρά τα πάει στην αναρρίχηση ο Μπένι. Δεν χρειάζεται όμως να πασχίζουν οι διαφημιστές του να μας πείσουν ότι διαθέτει βαρύτερο εγκέφαλο για να επιτύχει τέτοιες επιδόσεις στον κυνισμό.
Ο δεύτερος έπαινος που προτάσσει το επικοινωνιακό οπλοστάσιο του Μπένι αφορά τη ρητορική του δεινότητα. Ας παραφράσουμε τον Ελύτη: όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, μνημονεύετε τους αρχαίους. Η ρητορική στην αρχαιότητα, λοιπόν, κατοικούσε σε μια παράδοξη ζώνη. Καθώς ο λαός γνώριζε ότι ο καλός ρήτορας έχει τη δυνατότητα να παραπλανά, η ιδιότητα του ικανού ρήτορα κατέστη με τον καιρό βρισιά. Όταν ο Αισχίνης περιγράφει τον Δημοσθένη ως «τεχνίτη λόγων», το νόημα στέκει κάπου ανάμεσα στην κυριολεξία, σημαίνοντας αυτόν που τα καταφέρνει στα λόγια, και την υπονοούμενη κατηγορία ότι πρόκειται για λαοπλάνο ψευδολόγο. Η ευφράδεια ήταν για τους αρχαίους μια ύποπτη ικανότητα, ταυτισμένη με την ευκολία στην εξαπάτηση. Αυτό οδηγούσε με τη σειρά του στην τάση των ομιλητών να προσποιούνται ανικανότητα στα λόγια, που είναι ένα διαχρονικό ρητορικό τέχνασμα. Έτσι εξηγείται και η επωδός στον περίφημο μονόλογο του Αντώνιου στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ: «Εγώ δεν είμαι ρήτορας (…) είμαι απλός άνθρωπος, που αγαπώ τον φίλο μου (…) Δεν έχω ούτε ευφράδεια, ούτε τέχνη για να ανάβω τα αίματα. (…) Εγώ σας λέω αυτά που ξέρετε οι ίδιοι. Σας δείχνω τις πληγές του Καίσαρά μας».
Αυτό που παρουσιάζεται ως ευφράδεια στον Μπένι, συνεπώς, δεν είναι παρά το άλλο όνομα της ροπής προς την εξαπάτηση. Τίποτα, ποτέ από όσα λέγονται δεν έχει σημασία. Όλα είναι κενά λόγια που εκφέρονται με φόρα και τουπέ, ώστε ο κοσμάκης να πείθεται όχι από το περιεχόμενο, αλλά από τη φόρα. Δεν εκπλήσσει καθόλου η επιμονή στα «ο λαός θέλει να ξέρει την αλήθεια» και το «εθνικό καθήκον αλήθειας». Ξέρουμε τι συνιστούν: καρβέλια για πεινασμένους. Η «έμφυτη αυτοπεποίθηση» για την οποία επαινούσε ο Στέφανος Μάνος τον Μπένι, δεν είναι τίποτε άλλο από την αποθέωση της αδιαφορίας για την αλήθεια: περιγράφει τον άνθρωπο που μπορεί να παρλάρει στον αέρα όλο σφρίγος, χωρίς ποτέ να έχει την παραμικρή σημασία το τι λέγεται. Σήμερα έτσι-αύριο γιουβέτσι, σήμερα ΔΕΗ-αύριο ΔΟΥ, τι σημασία έχει; Αν είχαμε όρεξη για πλάκα θα ήταν πολύ αστείο να τον ακούμε να μιλάει για γιορτή δημοκρατίας, για νέα αφετηρία και επανίδρυση, νέα αρχή, ξαναρχινίσματα και ξαναρχιδίσματα ή να λέει για τις εκλογές τους πως «είναι μια ανοιξιάτικη μέρα ελπίδας». Αν πάμε στις πράξεις, εκεί που τα πράγματα όντως μετράνε δηλαδή, πολλοί μιλούν για σκάνδαλα στα οποία εμπλέκεται το όνομα του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Για μένα όμως προέχει πάντα το επιστημονικό-νομοθετικό του έργο, π.χ. η διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης ατιμωρησίας των πολιτικών που θωρακίζει συνταγματικά την ασυλία των υπουργών με το άρθρο 86, και η τεράστια συνεισφορά του στον πολιτισμό, π.χ. με τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, όλα τα καμώματα για τα οποία προσφυώς αναγράφεται σε τοίχο των Εξαρχείων «Μαλάκα Ελληναρά, ο πολιτισμός σε μάρανε», υπονοώντας, φευ, πως η επίκληση του πολιτισμού είναι υποκριτική και ιδιοτελής. Με άλλα λόγια, θα βρούμε το όνομα του νέου προέδρου αναμεμειγμένο σε όλες τις γνωστές όψεις της συνήθους πασοκικής σκατίλας. Ο συνδυασμός τουπέ, διαφθοράς και αερολογίας είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίον ασκείται εδώ και καιρό η επίσημη πολιτική μας.
Κάθε φορά που ανοίγω το στόμα μου τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να συμμετέχουμε στην καλλιέργεια εμφυλιοπολεμικού κλίματος, χαρακτηρίζοντας προδότες ή διεφθαρμένους όσους διαφωνούν μαζί μας. Μετά όμως ακούω τα νούμερα που συμμετείχαν στην εκλογή Βενιζέλου (λέγοντας «τα νούμερα που συμμετείχαν» ξεκίνησα με σολοικισμό και κατέληξα σε λογοπαίγνιο) και αυτές οι ευαισθησίες πάνε περίπατο. Ανήκω στους Έλληνες που νιώθουν προσωπικώς προσβεβλημένοι από τη μνημειώδη φράση του αντιπροέδρου πως «τα φάγαμε όλοι μαζί». Η «γιορτή της δημοκρατίας» που έστησε ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ μάς δίνει μια ευκαιρία να μετρήσουμε ποιοι και πόσοι είναι αυτοί που εννοούσε ο Πάγκαλος όταν έλεγε ότι με κάποιους τα φάγανε μαζί. Μια που η συγκεκριμένη καταμέτρηση ήταν κάπως χαλαρή από άποψη αξιοπιστίας γιατί δεν περιείχε ονομαστικούς καταλόγους, περιμένω με αγωνία να μετρήσω κεφάλια στις εθνικές εκλογές.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο Μπένι επαινείται για δύο κυρίως λόγους: ο πρώτος είναι η ευφυΐα του. Το εύλογο ερώτημα που καλείται να θέσει κανείς σχετικά είναι αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει ή πει κάτι έξυπνο. Η απάντηση είναι πως η ευφυΐα του πιστοποιείται από μερικά γνωστά χαρακτηρολογικά γνωρίσματά του: πρόκειται για άνθρωπο που δεν κωλώνει, δεν κοκκινίζει, δεν κομπιάζει, δεν διστάζει. Αυτά βεβαίως έχουν και άλλο όνομα. Τα συμπτώματα ταυτίζονται με εκείνα της ξιπασιάς. Ο μύθος της ευφυΐας Βενιζέλου προσκρούει σε πολλαπλά εμπόδια: το πρώτο είναι ότι η πολιτική ευφυΐα αυτού του τύπου περιγράφει έναν πολιτικό ο οποίος είναι «ξύπνιος», τουτέστιν μάγκας. Διότι όταν πρόκειται για ουσιώδη πνευματικά χαρίσματα, κανείς δεν καταφεύγει στον χαρακτηρισμό του «ευφυούς». Ο Ντοστογιέφσκι ή ο Χέγκελ δεν είναι «έξυπνοι». Ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε να κάνουμε με κολοσσούς του πνεύματος, κανείς δεν σκέφτεται να τους χαρακτηρίσει έξυπνους. Γιατί; Διότι αυτό που κοινώς ονομάζουμε ευφυΐα στην πράξη σημαίνει ικανότητα επαρκούς ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Εδώ όμως έχουμε αλλάξει πεδίο. Γιατί η ικανότητα επαρκούς ανταπόκρισης στις απαιτήσεις της πραγματικότητας μπορεί να σημαίνει πολύ απλά τον καπάτσο, που αναρριχάται με κάθε κόστος, ως ανθρώπινος οδοστρωτήρας, αδίστακτα και ανενδοίαστα. Αυτές είναι όντως οι αρετές του ανθρώπου που προοδεύει στην πολιτική. Ως προς τα παραπάνω δεν υπάρχει αμφιβολία, ούτως ή άλλως τέτοια χαρίσματα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Μια χαρά τα πάει στην αναρρίχηση ο Μπένι. Δεν χρειάζεται όμως να πασχίζουν οι διαφημιστές του να μας πείσουν ότι διαθέτει βαρύτερο εγκέφαλο για να επιτύχει τέτοιες επιδόσεις στον κυνισμό.
Ο δεύτερος έπαινος που προτάσσει το επικοινωνιακό οπλοστάσιο του Μπένι αφορά τη ρητορική του δεινότητα. Ας παραφράσουμε τον Ελύτη: όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, μνημονεύετε τους αρχαίους. Η ρητορική στην αρχαιότητα, λοιπόν, κατοικούσε σε μια παράδοξη ζώνη. Καθώς ο λαός γνώριζε ότι ο καλός ρήτορας έχει τη δυνατότητα να παραπλανά, η ιδιότητα του ικανού ρήτορα κατέστη με τον καιρό βρισιά. Όταν ο Αισχίνης περιγράφει τον Δημοσθένη ως «τεχνίτη λόγων», το νόημα στέκει κάπου ανάμεσα στην κυριολεξία, σημαίνοντας αυτόν που τα καταφέρνει στα λόγια, και την υπονοούμενη κατηγορία ότι πρόκειται για λαοπλάνο ψευδολόγο. Η ευφράδεια ήταν για τους αρχαίους μια ύποπτη ικανότητα, ταυτισμένη με την ευκολία στην εξαπάτηση. Αυτό οδηγούσε με τη σειρά του στην τάση των ομιλητών να προσποιούνται ανικανότητα στα λόγια, που είναι ένα διαχρονικό ρητορικό τέχνασμα. Έτσι εξηγείται και η επωδός στον περίφημο μονόλογο του Αντώνιου στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ: «Εγώ δεν είμαι ρήτορας (...) είμαι απλός άνθρωπος, που αγαπώ τον φίλο μου (...) Δεν έχω ούτε ευφράδεια, ούτε τέχνη για να ανάβω τα αίματα. (...) Εγώ σας λέω αυτά που ξέρετε οι ίδιοι. Σας δείχνω τις πληγές του Καίσαρά μας».
Αυτό που παρουσιάζεται ως ευφράδεια στον Μπένι, συνεπώς, δεν είναι παρά το άλλο όνομα της ροπής προς την εξαπάτηση. Τίποτα, ποτέ από όσα λέγονται δεν έχει σημασία. Όλα είναι κενά λόγια που εκφέρονται με φόρα και τουπέ, ώστε ο κοσμάκης να πείθεται όχι από το περιεχόμενο, αλλά από τη φόρα. Δεν εκπλήσσει καθόλου η επιμονή στα «ο λαός θέλει να ξέρει την αλήθεια» και το «εθνικό καθήκον αλήθειας». Ξέρουμε τι συνιστούν: καρβέλια για πεινασμένους. Η «έμφυτη αυτοπεποίθηση» για την οποία επαινούσε ο Στέφανος Μάνος τον Μπένι, δεν είναι τίποτε άλλο από την αποθέωση της αδιαφορίας για την αλήθεια: περιγράφει τον άνθρωπο που μπορεί να παρλάρει στον αέρα όλο σφρίγος, χωρίς ποτέ να έχει την παραμικρή σημασία το τι λέγεται. Σήμερα έτσι-αύριο γιουβέτσι, σήμερα ΔΕΗ-αύριο ΔΟΥ, τι σημασία έχει; Αν είχαμε όρεξη για πλάκα θα ήταν πολύ αστείο να τον ακούμε να μιλάει για γιορτή δημοκρατίας, για νέα αφετηρία και επανίδρυση, νέα αρχή, ξαναρχινίσματα και ξαναρχιδίσματα ή να λέει για τις εκλογές τους πως «είναι μια ανοιξιάτικη μέρα ελπίδας». Αν πάμε στις πράξεις, εκεί που τα πράγματα όντως μετράνε δηλαδή, πολλοί μιλούν για σκάνδαλα στα οποία εμπλέκεται το όνομα του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Για μένα όμως προέχει πάντα το επιστημονικό-νομοθετικό του έργο, π.χ. η διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης ατιμωρησίας των πολιτικών που θωρακίζει συνταγματικά την ασυλία των υπουργών με το άρθρο 86, και η τεράστια συνεισφορά του στον πολιτισμό, π.χ. με τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, όλα τα καμώματα για τα οποία προσφυώς αναγράφεται σε τοίχο των Εξαρχείων «Μαλάκα Ελληναρά, ο πολιτισμός σε μάρανε», υπονοώντας, φευ, πως η επίκληση του πολιτισμού είναι υποκριτική και ιδιοτελής. Με άλλα λόγια, θα βρούμε το όνομα του νέου προέδρου αναμεμειγμένο σε όλες τις γνωστές όψεις της συνήθους πασοκικής σκατίλας. Ο συνδυασμός τουπέ, διαφθοράς και αερολογίας είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίον ασκείται εδώ και καιρό η επίσημη πολιτική μας.
Κάθε φορά που ανοίγω το στόμα μου τον τελευταίο καιρό, σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να συμμετέχουμε στην καλλιέργεια εμφυλιοπολεμικού κλίματος, χαρακτηρίζοντας προδότες ή διεφθαρμένους όσους διαφωνούν μαζί μας. Μετά όμως ακούω τα νούμερα που συμμετείχαν στην εκλογή Βενιζέλου (λέγοντας «τα νούμερα που συμμετείχαν» ξεκίνησα με σολοικισμό και κατέληξα σε λογοπαίγνιο) και αυτές οι ευαισθησίες πάνε περίπατο. Ανήκω στους Έλληνες που νιώθουν προσωπικώς προσβεβλημένοι από τη μνημειώδη φράση του αντιπροέδρου πως «τα φάγαμε όλοι μαζί». Η «γιορτή της δημοκρατίας» που έστησε ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ μάς δίνει μια ευκαιρία να μετρήσουμε ποιοι και πόσοι είναι αυτοί που εννοούσε ο Πάγκαλος όταν έλεγε ότι με κάποιους τα φάγανε μαζί. Μια που η συγκεκριμένη καταμέτρηση ήταν κάπως χαλαρή από άποψη αξιοπιστίας γιατί δεν περιείχε ονομαστικούς καταλόγους, περιμένω με αγωνία να μετρήσω κεφάλια στις εθνικές εκλογές.