Ένα θέμα αόρατο

Εντούτοις αυτό το ζωτικό θέμα απουσιάζει από τις σημαντικές συζητήσεις των ημερών για τις πολιτικές στήριξης του πολιτισμού. Τα μέτρα που λαμβάνει η πολιτεία δεν φαίνεται να υπολογίζουν ούτε το προφανές: αν ισχύσει η υποχρέωση λειτουργίας των σκηνών με το 40% της χωρητικότητας, οι μικροί χώροι με τις λιγοστές τους θέσεις χωρίς στήριξη δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Τα μέτρα που προκηρύχθηκαν μοιάζει να αφορούν μόνο μεγάλους “παίκτες” και θεσμούς, δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα και μεγάλα “εμπορικά” θέατρα. Τα υπόλοιπα θα τακτοποιηθούν με την “αυτορρύθμιση” της αγοράς (όπως φέρεται να είπε η κυρία υπουργός).

Μοιάζει το θέμα να είναι ανύπαρκτο. Για την πολιτική η οποία θεωρεί την αγορά ρυθμιστή, ο ανεξάρτητος χώρος είναι αόρατος, είναι απλώς “μικρά θέατρα”, μη-βιώσιμα άρα κακές επιχειρηματικές κινήσεις, άρα το κλείσιμο τους θα εξυγιάνει τον κλάδο. Είναι μια “ευκαιρία”. Αλλά αυτή η διαφορά μεγέθους κρύβει μιαν άλλη διαφορά λειτουργίας που χάνεται κάπου ανάμεσα σε δύο αριθμούς. Η διάκριση που χρειάζεται να επαναφέρουμε δεν είναι ποσοτική αλλά ποιοτική. Γι’ αυτό το λόγο η αγορά που διαχειρίζεται ποσά και ποσότητες δεν μπορεί ούτε να την καταλάβει ούτε να τη ρυθμίσει. Ας θυμηθούμε, εδώ, την δήλωση του Γάλλου προέδρου Ε. Μακρόν -μέχρι χθες αρχιερέα αυτών των αντιλήψεων- πως η αγορά δεν μπορεί να διαχειριστεί την δημόσια υγεία. Πολλώ δε μάλλον τον πολιτισμό.

Το συμβολικό κεφάλαιο

Είναι γεγονός πως ο ορισμός του λεγόμενου “ανεξάρτητου χώρου” δεν είναι εύκολος. Πολλοί αναρωτιούνται τι πάει να πει αυτό το βαρύγδουπο σύμπλεγμα λέξεων σε μια χώρα που δεν υπάρχει καν “εξάρτηση”. Τα αντιπαραβαλλόμενα στον ανεξάρτητο χώρο συστήματα που βρίσκουμε σε άλλες εθνικές σκηνές π.χ. της λόγιας ακαδημαϊκής παράδοσης ή της πολιτιστικής βιομηχανίας είναι ισχνά και σχεδόν χωρίς ταυτότητα.

Όμως αυτό που τελικά κάνει τον ορισμό ακόμα πιο δύσκολο είναι κάτι άλλο. Από τη μία ο πολιτισμός και η τέχνη έχουν οικονομική διάσταση οπότε είναι όντως μια “αγορά” ή ακόμα μια “βιομηχανία”. Αλλά με μια ιδιαιτερότητα: στις συναλλαγές δεν κινείται μόνο “χρήμα” αλλά και μια άλλη νεφελώδης αλλά καθοριστική αξία, το “κύρος”, η αναγνωρισιμότητα, η διάκριση. Έχουμε από τη μία το οικονομικό κεφάλαιο κι από την άλλη ένα, όπως λέγεται, “συμβολικό κεφάλαιο” το οποίο μοιάζει ασύστατο (αέρας κοπανιστός) αλλά αποτελεί το πραγματικό προϊόν όλου αυτού του συστήματος.

Κι ενώ αυτό το “συμβολικό κεφάλαιο” μοιάζει νεφελώδες κι ανίσχυρο, όταν το βάλεις δίπλα στο οικονομικό έχει μεγάλη σημασία. Κοντολογίς το συμβολικό κεφάλαιο αποφέρει σε οικονομικό κεφάλαιο και μετά αυτό παράγει ξανά συμβολικό κεφάλαιο και ούτω καθεξής. Αυτή η κυκλική κίνηση είναι συνεχής, στην πολιτική, την οικονομία, την τέχνη ακόμα και στην προσωπική ζωή. Γι’ αυτό το ντύσιμο, τα αυτοκίνητα και τα ακριβά ρολόγια έχουν σημασία, γι’ αυτό οι φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, οι όπερες, οι φιλαρμονικές και τα μεγάλα θέατρα είναι κομμάτι αδιάσπαστο της αυτοπαρουσίασης του μεγάλου πλούτου.

Το αντίπαλο δέος

Σε αυτή την κυκλική μετατροπή της αξίας και του κύρους τοποθετείται ο μεγάλος “άλλος”. Αυτός που βρίσκεται απέναντι στον ανεξάρτητο χώρο. Δεν πρόκειται για διαχωρισμό μεταξύ ενός “καλού” κι ενός “κακού” χώρου όμως. Πρόκειται για μια σχέση συμβίωσης, συμπληρωματική. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι για το καλό όλων. Χοντρικά αυτός ο “άλλος” χώρος είναι ο ισχυρός πόλος, μπαίνει πάντα δια της ισχύος στη διαπραγμάτευση και εξαρτά την καλλιτεχνική παραγωγή σε κάποιο άλλο “όραμα”, σε μια στρατηγική, στα συμφέροντα και τις βλέψεις του. Εμείς βλέπουμε να ανεβάζει και να κατεβάζει εκθέσεις, παραστάσεις, συναυλίες, να εκδίδει βιβλία κ.ο.κ. Στο βάθος όμως, διαχειρίζεται και διακινεί είτε οικονομικό είτε συμβολικό κεφάλαιο. Έχει περισσότερο χαρακτήρα διαχειριστή και λιγότερο παραγωγού. Υπάρχει άλλωστε μια εμπεδωμένη ειρωνεία στην ιδιότητα του “παραγωγού” όταν αποδίδεται στον επιχειρηματία-επενδυτή και όχι στους καλλιτέχνες.

Σχηματικά θα λέγαμε πως αυτός ο χώρος αποτελείται
α) από τους δημόσιους οργανισμούς που προσαρμόζουν την τέχνη στην “κανονικότητα” του κράτους και της πολιτικής
β) από τα ιδιωτικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τον πολιτισμό γενικά και την τέχνη ειδικά για να ελέγχουν την κεντρική εξουσία και την κοινή γνώμη ενώ παράλληλα προωθούν και απενοχοποιούν τα συμφέροντα τους.
γ) τέλος, από τους επιχειρηματίες που μετράνε την πολιτισμική παραγωγή πρωτίστως με όρους οικονομικούς με στόχο το άμεσο οικονομικό κέρδος και προφανώς επιβάλλουν τις προτεραιότητες τους στους “παραγωγούς”.

Ωστόσο και τα τρία αυτά “μη-ανεξάρτητα” πεδία δεν διαχωρίζονται σαφώς μεταξύ τους αφού, για παράδειγμα, τα δημόσια ιδρύματα έχουν αντιγράψει τις πρακτικές των ιδιωτικών στον τρόπο συναλλαγής με τους καλλιτέχνες και κοντόφθαλμα, προτάσσουν όλο και περισσότερο τα “κέρδη”, χάνοντας τον φυσικό τους ρόλο και το κύρος τους, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Το κρίσιμο λοιπόν εδώ είναι πως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η καλλιτεχνική παραγωγή εξαρτάται από παράγοντες και στόχους ξένους προς το έργο και άγνωστους και στο κοινό και στους καλλιτέχνες. Με αυτό τον τρόπο το έργο τέχνης κινδυνεύει διαρκώς να μετατραπεί σε εργαλείο και πρόσχημα.
Κι εδώ μπαίνει στο παιχνίδι ευεργετικά αυτό που αποκαλούμε “ανεξάρτητο χώρο”.

Χωρίς προϋποθέσεις

Ο ανεξάρτητος χώρος λοιπόν δεν προσδιορίζεται από τη ρητορική, το μέγεθος, την τοποθεσία ή την αναγνωρισιμότητα. Λέμε πως ένα εγχείρημα είναι ανεξάρτητο αν επανεξετάζει χωρίς άλλες προϋποθέσεις τα στοιχειώδη και φέρνει καινούριες πρακτικές κι αξίες. Αν διατηρεί την ανθρώπινη κλίμακα σε αντίθεση με τα ιδρύματα που στέκονται σαν αιώνιες οντότητες (ακόμα κι όταν ζητάνε στήριξη σε καιρό κρίσης) και καθιστούν αναλώσιμους προσωπικό και καλλιτέχνες. Πάνω απ’όλα αν παλεύει να διατηρήσει το απροϋπόθετο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ακόμα κι αν οδηγεί στην τρομακτική αμφιβολία, στην ριζική σύγκρουση, στην βαθύτερη απελπισία. Εδώ αυτό που γεννά την τέχνη είναι η ανάγκη.

Έτσι στον ανεξάρτητο χώρο ανήκουν ανομοιογενή πράγματα όπως η πειραματική αλλά και η λαϊκή μουσική, η υποκουλτούρα και όλες οι “βρώμικες” εκδηλώσεις των εκτοπισμένων κοινωνικών ομάδων, οι μοναχικοί ελιτιστές στοχαστές και οι λαϊκοί τραγουδιστές. Όλες αυτές οι αναγκαίες εκφράσεις ξεκινούν σαν ψίθυροι, κάποιες όμως μεγαλώνουν, καταφέρνουν να αγγίξουν κι εκεί αρχίζουν να κυκλοφορούν να κινούν το μηχανισμό μετατροπής του συμβολικού σε οικονομικό κεφάλαιο και να θέτουν υποψηφιότητα να μπουν μέσα στο “σύστημα”. Τότε έρχεται η λεγόμενη αναγνώριση. Αυτό δεν είναι κακό να το θέλει κανείς, είναι απαραίτητο για να μην γίνει η τέχνη και ο πολιτισμός ένα ταριχευμένο κουφάρι. Είναι η ανάσα που ψάχνουμε και ποτέ δεν είναι αρκετή.

Η μετάβαση

Η μετάβαση αυτή όμως δεν είναι χωρίς κινδύνους. Τα μεγαλύτερα συστήματα που βρίσκονται απέναντι από τον ανεξάρτητο χώρο και περιμένουν, έχουν πάντα μια πολιτική και κάποιες προθέσεις. Αυτό που εκλαμβάνουμε ως “γούστο” καθορίζεται από ένα πλέγμα συμφερόντων και στρατηγικών. Κι όταν ένα έργο μπαίνει σε διαφορετικό πλαίσιο μπαίνει πάντα γιατί, ακριβώς, εξυπηρετεί αυτές τις προϋποθέσεις. Αλλιώς μένει έξω.

Γι’ αυτό η αναγνώριση έχει πάντα κάποιο κόστος για τον καλλιτέχνη, σημαίνει την ένταξη του σε κάτι που τον ξεπερνά και που δίνει με τρόπο ανεξέλεγκτο νέα νοήματα στο έργο του, το επανασκηνοθετεί. Συμβαίνει μάλιστα κάποια έργα να μη μπορούν να “αναγνωριστούν” χωρίς να χάσουν το αρχικό τους νόημα. Το “απροϋπόθετο” που λέγαμε μπαίνει σε σκληρή διαπραγμάτευση. Όπως και να χει αυτή η απροϋπόθετη ελευθερία της καλλιτεχνικής παραγωγής είναι ένα αίτημα υπερβολικό σχεδόν άπιαστο και γι’ αυτό αποτελεί ανεξάντλητη πηγή ζωής για τις σύγχρονες δημοκρατίες.

Είτε το θέλουμε, λοιπόν, είτε όχι, αυτόν τον υπερβολικό ρόλο άλλοτε δεν μπορούν κι άλλοτε δεν θέλουν να τον καλύψουν αυθεντικά οι μεγάλοι παίκτες του πεδίου του πολιτισμού. Στην πραγματικότητα αντλούν -όπως ένα δέντρο από τις αφανείς του ρίζες- τους χυμούς που παράγονται στους μικρούς διάσπαρτους χώρους, στα μέρη δηλαδή όπου οι άνθρωποι δοκιμάζουν και δοκιμάζονται, κάνουν έρευνα, αποτυγχάνουν επαναληπτικά και μελετούν εξαντλητικά. Και γι’ αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό πως αν δεν υπάρξει ο ανεξάρτητος χώρος θα πάψει να υπάρχει όλος ο χώρος.

Μια παλιά ιστορία

Η τωρινή κατάσταση είναι επικίνδυνη γιατί αρχίζει να χάνεται η συνείδηση αυτής της διαφοράς. Αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις αυτής της συγκλονιστικής υγειονομικής κρίσης με όρους ακατάλληλους, αποκλειστικά οικονομικούς.
Αυτό, βέβαια, δεν είναι καινούριο. Φερ’ ειπείν η ίδια υπουργός στην ομιλία παραλαβής του υπουργείου στον Ιούλιο του 2019 ήδη έμοιαζε να βάζει τον πολιτισμό στην υπηρεσία της “ανάπτυξης” άρα της οικονομίας αντί να του αναγνωρίζει οργανικό ρόλο στη διαμόρφωση των αξιών της κοινωνίας. Ο πολιτισμός, έμοιαζε ήδη εργαλείο της “αγοράς”. Αλλά κι αυτό είναι απατηλό.
Μπορούμε να πάμε ακόμα πιο πίσω, στον Ιούλιο του 2013 για να δούμε κάτι που, ήδη, υποδεικνύει το σήμερα. Τότε λοιπόν, με πρωτοβουλία, του δήμου Αθηναίων, κλήθηκαν να κλείσουν 80 μικροί “χώροι πολιτισμού”. Το σκεπτικό πατούσε σε έναν νόμο του καθεστώτος Μεταξά και προέτασσε ζητήματα ασφάλειας. Αλλά αυτό που ακούγαμε από διάφορα χείλη, είναι πως πρέπει να “καθαρίσει” ο χάρτης, υπάρχουν πολλοί χώροι ασήμαντοι κι έτσι το κοινό διασκορπίζεται και δεν μπορούμε να έχουμε βιώσιμη καλλιτεχνική παραγωγή. Ακούγεται λογικό αρχικά αλλά αποτελεί παρανόηση. Αν είχαμε να κάνουμε με αγορά και πώληση πετρελαίου, τουριστικών πακέτων ή χρηματιστηριακών τίτλων ίσως να ίσχυε.
Κάποιοι νόμιζαν πως οι μικροί χώροι τους “έκλεβαν” το κοινό “τους”. Το αντίθετο συνέβαινε: οι χώροι αυτοί καλλιεργούσαν ή, για να το πούμε στη γλώσσα της αγοράς, παρήγαν και συνεχίζουν να παράγουν “κοινό”, το κρατούν συνδεδεμένο με σχέσεις προσωπικές και ανθεκτικές και το οδηγούν σιγά-σιγά στις μεγάλες σκηνές. Πάνω σε αυτές τις μικρές σκηνές άλλωστε πάτησε η άνθηση που γνώρισε το Φεστιβάλ Αθηνών και τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα την τελευταία δεκαετία. Η εντυπωσιακή ζωτικότητα της πόλης κεφαλαιοποιήθηκε και πλέον μοιάζει περιττή. Μπορεί να αναφέρεται με συγκίνηση η ιστορία του Κάρολου Κουν, του Λευτέρη Βογιατζή, όπως και του Γέρζυ Γκροτόφσκι και του Ρομέο Καστελούτσι που δούλευαν με αφοσίωση και επιμονή σε άφαντα υπόγεια, σε χωριά και θέατρα χαμένα και μετά διαβάζουμε από τους ίδιους ανθρώπους άρθρα θλιμμένα που μια καλή παράσταση παίζεται σήμερα σε κάποιον μικρό “ασήμαντο” χώρο. Θα ήταν για γέλια αν δεν ήταν για κλάματα. Κι αυτή τη λειτουργία, τον μηχανισμό που κρατάει όλο τον οργανισμό της καλλιτεχνικής παραγωγής όρθιο, φαίνεται να τον αγνοούν ακόμα και οι καλλιτέχνες. Οπότε, στο πεδίο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, των επιχειρηματιών, του κοινού αλλά και των καλλιτεχνών μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί ο ανεξάρτητος χώρος. Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι σοβαρές και ίσως δεν γίνονται αισθητές τόσο καιρό γιατί η μετατόπιση γινόταν αργά-αργά, αδιόρατα, αλλά τώρα, με τον σεισμό της τελευταίας κρίσης, πλησιάζουν απειλητικά και γι’ αυτό μοιάζει να μπορούμε να φέρουμε κι αυτόν τον ελέφαντα στο δωμάτιο (υπάρχουν και άλλοι στην αναμονή).

Φυγή προς τα μπρος

Η συζήτηση για την επόμενη μέρα είναι επείγουσα. Δεν πρέπει όμως να γίνει σαν φυγή προς τα εμπρός. Το ζήτημα του ανεξάρτητου χώρου δεν είναι το μόνο. Υπάρχει, για παράδειγμα, το τεράστιο ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων χωρίς την λύση του οποίου τίποτα δε μπορεί να είναι λειτουργικό ούτε δίκαιο. Υπάρχουν και άλλα πολλά, όλα επείγοντα. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ενδώσουμε στην βιασύνη, μοιάζει να ζητάμε μερεμέτια ενώ αυτή είναι μια μοναδική ευκαιρία για ριζικές αλλαγές.
Τα χρόνια της κρίσης οι καλλιτέχνες και συγκεκριμένα ο ανεξάρτητος χώρος έκανε πηγαία μια τεράστια προσπάθεια. Σχεδόν έπαψε να ζητά εισιτήρια, για χρόνια. Εδώ και καιρό “επιδοτεί” τα εισιτήρια και τα έργα του με απλήρωτη εργασία. Η λογική της αγοράς ιδιοποιείται, αυτόματα, αυτή τη διαδικασία μείωσης κόστους που εμείς ξεκινήσαμε σαν πράξη αλληλεγγύης. Και θα το κάνει μέχρι εμείς, πάλι, να την σταματήσουμε. Αλλά πότε;

Ο ανεξάρτητος χώρος υποτιμά διαρκώς τον εαυτό του και, ενώ είναι ο μόνος που παράγει, ικανοποιείται με μια υπόσχεση επιβίωσης. Ούτε καν με την επιβίωση.

___________________________
Την Παρασκευή 22 Μαίου στις 19:30 η σελίδα Culture Through Politics οργάνωσε “τηλεδιάσκεψη” με τίτλο Ανεξάρτητοι χώροι: θέατρο, performance, μουσική στον καιρό της “αυτορρύθμισης”. Προσκεκλημένοι ήταν τέσσερις χώροι με διαφορετικά χαρακτηριστικά (ΑΠΑΡÄΜΙΛΛΟΝ, Θέατρο Χώρος, Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, 1927 art space) Συντόνισε ο γράφων. Μπορείτε να το παρακολουθήσετε ΕΔΩ. (Ο ήχος αρχίζει στο τρίτο λεπτό)