Την Παρασκευή, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στην Κω υιοθέτησε την εισαγγελική πρόταση και επέβαλε τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή των 15 χρόνων κάθειρξη, με την έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη.
Όπως αναφέρει η φεμινιστική συλλογικότητα «Το Μωβ», αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης ο Λουτσάι, καταδικασθείς με ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη για τη δολοφονία και τον βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη, εμφανίστηκε προκλητικός προς τον πρόεδρο λέγοντας ότι είναι προσωρινός και δεν θα έχει μεγάλη πορεία.
Να το εκλάβω ως απειλή, αντέτεινε ο πρόεδρος, υπενθυμίζοντάς του ότι είναι απόφαση δικαστηρίου και ο ίδιος ο κατηγορούμενος είναι ο τελευταίος που έχει δικαίωμα να ομιλεί προειδοποιώντας τον να προσέχει, μην ακολουθήσει και άλλη δίωξη.
’Η 19χρονη δεν φαντάστηκε το βιασμό της, το επιβεβαίωσε και ο ψυχίατρος ο οποίος δεν εντόπισε παραισθήσεις’’ τόνισε κατηγορηματικά η εισαγγελέας Μαρία Κωλέττη στη τοποθέτησή της για να προσθέσει «Από τη συμπεριφορά της ο ψυχίατρος αντιλήφθηκε (έχοντας μεγάλη εμπειρία σ’ενα από τα μεγαλύτερα Νοσοκομεία, αυτό της Ρόδου) ότι η παθούσα ΘΥΜΑΤΑΙ, δεν μπορούσε να έχει παραλήρημα σύμφωνα με τη ψυχοπαθολογική ερμηνεία αλλά μετατραυματικό σόκ.’»
Η εισαγγελέας της έδρας διερωτήθηκε απευθυνόμενη στο δικαστήριο αν όλα αυτά τα φαντάστηκε η 19χρονη ενώ εξηγώντας γιατί δεν προχώρησε άμεσα στην καταγγελία του βιασμού της, σημείωσε πως δεν είχε το ψυχικό κουράγιο. Πολλά θύματα, διευκρίνισε η κ Κωλέττη, δεν καταγγέλλουν, ειδικά όταν Θύμα και Δράστης είναι γνωστοί. Όταν όμως έμαθε για την δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη και την εμπλοκή του 21χρονου Αλβανού, τότε πήρε θάρρος.
Όπως μεταφέρει κάτοικος της Κω που παρακολούθησε τη δίκη, σε άρθρο της στο «Ξεκίνημα», όπως είδαμε και στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της δίκης η καταγγέλλουσα θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να απαντήσει σε πολλές και συχνά κακοποιητικές ερωτήσεις, ενώ η προσωπική της ζωή θα μπει στο μικροσκόπιο, αφού η ερωτική ζωή του θύματος, η προηγούμενη γνωριμία με τον θύτη κ.α., μπορούν να παρουσιαστούν σαν «ελαφρυντικά» του βιασμού.
Δεν είναι όμως μόνο η ζωή του θύματος που μπαίνει στο μικροσκόπιο. Οι μάρτυρες που θα κληθούν να καταθέσουν εκ μέρους του, θα πρέπει να είναι επίσης έτοιμοι να απαντήσουν σε προσωπικές ερωτήσεις ή να δεχτούν «επίθεση» από τους συνηγόρους των θυτών. Έτσι, η αδερφή της κοπέλας που κατέθεσε στο δικαστήριο «ανακρίθηκε» από τους συνηγόρους των κατηγορούμενων για πολλές ώρες και κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις τόσο για την προσωπική ζωή της αδερφής της, για τη δική της και της μητέρας τους. Επίσης, η φαρμακοποιός της κοπέλας στην οποία εκμυστηρεύτηκε το βιασμό της και ο ψυχίατρος του οποίου οι γνωματεύσεις ζητήθηκαν από το δικαστήριο, οι οποίοι κλήθηκαν να καταθέσουν, είδαν τους συνηγόρους των κατηγορούμενων να αμφισβητούν τα πτυχία τους και την επαγγελματική τους κατάρτιση, προσπαθώντας να τους παρουσιάσουν ως αναξιόπιστους μάρτυρες.
Τελικά, παρακολουθώντας από κοντά την πορεία αυτής της δίκης, έγινε για μια ακόμη φορά ξεκάθαρο το ότι η καταγγελία ενός βιασμού πρέπει να συνοδεύεται με τεράστιες ποσότητες θάρρους και κουράγιου τόσο από το θύμα όσο και από τον περίγυρό του.