του Θάνου Καμήλαλη
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι το νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο «μπαχαλάκηδες» ή τους «αριστερούς που μονίμως διαμαρτύρονται και κλείνουν το κέντρο». Δυνητικά και στις κατάλληλες συνθήκες, αφορά όποιον πολίτη θελήσει να διαμαρτυρηθεί δημοκρατικά για κυβερνητικές αποφάσεις, ή έστω, όποιον πολίτη σέβεται το αξίωμα που αποδίδεται (λανθασμένα) στον Βολταίρο για το «διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα υπερασπιστώ το δικαίωμα του να το λες».
Στη θεωρία, το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις πατάει πάνω στο άρθρο 11 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει». Ωστόσο, το ζήτημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το πώς, ένα συνταγματικό δικαίωμα καταγράφεται και ερμηνεύεται στους εκτελεστικούς νόμους που το αφορούν. Σε άρθρο τους στις αρχές Μαρτίου, όταν το σχέδιο για το νέο νόμο είχε βγει στη δημοσιότητα, ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορος Σεβαστίδης, και η πρόεδρος Πρωτοδικών, Ιωάννα Ξυλιά, εξήγησαν το πώς καταστρατηγούνται στην πράξη τέτοια δικαιώματα, χωρίς να παραβιάζεται ευθέως το Σύνταγμα:
«Η συνταγή είναι παλιά. Όταν το κράτος θέλει να ενταφιάσει ένα συνταγματικό δικαίωμα δεν το κάνει ευθέως, αφενός διότι εμποδίζεται από τη δυσκίνητη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, αφετέρου διότι προκαλεί ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις. Έχει όμως άλλα όπλα περισσότερο αποτελεσματικά. Εκδίδει εκτελεστικούς νόμους του Συντάγματος, οι οποίοι περιορίζουν τόσο ασφυκτικά μια συνταγματική διάταξη ώστε απομένει το κουφάρι της αποστεωμένο και κενό από κάθε ουσία. Κατά μία περίεργη σύμπτωση τα συνταγματικά δικαιώματα που μπαίνουν στη μέγκενη των εκτελεστικών νόμων είναι τα δικαιώματα συλλογικής δράσης (π.χ. το δικαίωμα της απεργίας)».
Στην πράξη, λοιπόν και μαζί με το πρόσχημα της «ασφάλειας» των «καταστηματαρχών που υποφέρουν από τις συγκεντρώσεις» και των «οδηγών που εγκλωβίζονται στην κίνηση του κέντρου», το νομοσχέδιο αντιγράφει τα χουντικά διατάγματα που πρακτικά παρέμεναν σε αχρησία επί 40 χρόνια και θέτει κάθε κινητοποίηση υπό τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας. Η ανισομέρεια στις ευθύνες, υποχρεώσεις και λογοδοσία είναι προκλητικά αντιδημοκρατική. Οι αστυνομικές αρχές θα αποφασίζουν, με ασαφή κριτήρια, για το πότε μπορεί μια διαδήλωση να θεωρηθεί απαγορευμένη, με επίκληση στη «δημόσια ασφάλεια και τον κίνδυνο αξιόποινων πράξεων», αλλά και εάν «πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής». Τα δύο κριτήρια που αναφέρονται μεν στο Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται να εξειδικεύσει και να ερμηνεύσει, τεράστιο σφάλμα για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα (μάλιστα αυτό το «πιθανολογείται» προκαλεί μόνο θυμηδία).
Για τις αποφάσεις της μάλιστα, η αστυνομία δεν οφείλει να λαμβάνει τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελικής αρχής , όπως ακριβώς προβλεπόταν και στη χούντα, αλλά απλά οφείλει να «ενημερώνει». Επίσης, μπορεί ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια μίας κινητοποίησης να διαπιστώσει «κίνδυνο αξιόποινων πράξεων» και να απαιτήσει, λογικά με κάθε τρόπο, τη διάλυσή της.
Από την άλλη πλευρά, οι διαδηλωτές αναλαμβάνουν ένα σωρό υποχρεώσεις και κινδύνους. Ορίζεται, ή μάλλον παραμένει όπως και στη χούντα, ο «οργανωτής» διαδηλωτής, που συνεργάζεται απόλυτα με τις αστυνομικές αρχές, οφείλει να απομακρύνει άτομα μετά από τις εντολές των ΜΑΤ και παράλληλα, αναλαμβάνει αστικές και ποινικές ευθύνες σε περίπτωση επεισοδίων. Οι διαδηλωτές οφείλουν να γνωστοποιούν στην αστυνομία την πρόθεσή τους για κινητοποίηση, το πώς θα κινηθούν κλπ, ενώ σε περίπτωση που δεν το κάνουν, ξανά, η αστυνομία μπορεί να απαγορεύσει τη συγκέντρωση. Σχετικά με τον οργανωτή, οι δύο νομικοί, Σεβαστίδης και Ξυλιά, σημειώνουν:
«Ο “οργανωτής” πέρα από τα καθήκοντα γνωστοποίησης της συνάθροισης στις αρμόδιες αρχές επιφορτίζεται με το καθήκον ενημέρωσης των συμμετεχόντων για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν και να μη χρησιμοποιούν αντικείμενα πρόσφορα για άσκηση βίας, ζητεί την παρέμβαση της αρμόδιας αρχής για την απομάκρυνση τέτοιων ατόμων και ορίζει ομάδα περιφρούρησης της συνάθροισης. Ανατίθενται πλέον στον “οργανωτή” καθήκοντα αστυνομικής φύσης, ορίζεται συνεργάτης της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής με υποχρέωση συμμόρφωσης με τις υποδείξεις τους. Οι συναθροίσεις φέρουν πλέον εκ των προτέρων το στίγμα της εν δυνάμει παράνομης κινητοποίησης, την υποψία της διάπραξης αξιόποινων πράξεων. Ο “οργανωτής” και κατ’ επέκταση η συνάθροιση μπαίνει στον ασφυκτικό κλοιό του προληπτικού αστυνομικού ελέγχου και το πλάνο της συνάθροισης ουσιαστικά υποδεικνύεται από τις αστυνομικές αρχές. Την ίδια στιγμή οι κυρώσεις που απειλούνται για τον “αμελή” οργανωτή είναι εξοντωτικές: Ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στη συνάθροιση.»
Φυσικά, το χειρότερο απ’όλα είναι το ιδιώνυμο αδίκημα, της συμμετοχής σε «παράνομες διαδηλώσεις«, με τις ποινές για όσους «μετέχουν σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, η οποία έχει απαγορευθεί νόμιμα με απόφαση της αρμόδιας αστυνομικής αρχής», που φτάνουν μέχρι και ένα έτος. Για «αξιόποινες πράξεις» οι ποινές φτάνουν μέχρι και τα 2 χρόνια φυλάκισης.
Η κυβέρνηση και διάφοροι «φιλελεύθεροι» φερετζέδες της, υποστηρίζουν ότι το σχέδιο βασίζεται σε προτάσεις που είχαν υποβληθεί από το 2012 και παρουσίασε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης, ύστερα από εργασία Επιτροπής στην οποία μετείχαν μεταξύ άλλων οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου, Αλιβιζάτος και Μανιτάκης. Ο Νίκος Αλιβιζάτος μάλιστα, που επί μήνες έχει αναλάβει τον ρόλο του δημοκρατικού πλυντηρίου στις πρακτικές της αστυνομίας επί Χρυσοχοϊδη, έστειλε και επιστολή στην «Εφημερίδα των Συντακτών» για να διαμαρτυρηθεί για ένα ρεπορτάζ του Τάσου Κωστόπουλου. Ξέχασε πάντως να μας πει πού είναι εκείνο το πόρισμα της περίφημης Επιτροπής του, από την οποία απείλησε κάποια στιγμή με παραίτηση και παραμένει κρυμμένο στα συρτάρια του Χρυσοχοϊδη, από τις αρχές Μαϊου.
Μια ματιά στο τότε σχέδιο αποδεικνύει ότι το σημερινό νομοσχέδιο είναι κατά πολύ αυστηρότερο, με τον διάβολο να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, το τότε σχέδιο έλεγε ότι σε περίπτωση «απειλής διατάραξης κοινωνικοοικονομικής ζωής» η αστυνομία οφείλει να υποδείξει άλλον χώρο για τη διεξαγωγή. Στο σημερινό σχέδιο το «οφείλει» έχει αντικατασταθεί με το «δύναται». Το ιδιώνυμο της συμμετοχής σε «απαγορευμένη διαδήλωση» δεν υπήρχε, υπήρχε «μόνο» ποινή για όποιον δεν συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του «οργανωτή» ή τους περιορισμούς της παριστάμενης αστυνομικής αρχής, κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης.
Ο αρμόδιος Αστυνομικός Διευθυντής, με το σχέδιο του 2012, πριν αποφασίσει απαγόρευση συγκέντρωσης, θα έπρεπε να είχε τη σύμφωνη γνώμη του οικείου Προέδρου Πρωτοδικών. Τώρα πρέπει απλά να «ενημερώσει». Συν τοις άλλοις, ακόμα και στα χουντικά διατάγματα η αστυνομία υποχρέωνε να ενημερώσει τους διοργανωτές για την απαγόρευση, τουλάχιστον οχτώ ώρες νωρίτερα. Στο νόμο Χρυσοχοϊδη υπάρχει απλά το «εγκαίρως». Ενώ μια διάταξη του σχεδίου του 2012 που (φυσικά) εξαφανίστηκε επί Μητσοτάκη – Χρυσοχοϊδη είναι αυτή που απαγόρευσε τη ρήψη χημικών από τις αστυνομικές δυνάμεις σε διαδηλωτές.
Γενικά, ενώ σύμφωνα με την κυβέρνηση το νομοσχέδιο «δημιουργεί ένα σύγχρονο πλαίσιο» και «καλύπτει ένα υπαρκτό κενό στην προστασία των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών» δεν αναφέρει τίποτα για το πιο βασικό πρόβλημα στις δημόσιες συναθροίσεις, την αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Δεν ασχολείται, για παράδειγμα, με τη δημιουργία ενός σώματος ελέγχου αστυνομικών μετά από καταγγελίες, αφήνοντας το ζήτημα στο ανέκδοτο των εσωτερικών ΕΔΕ και στις συστάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Το χρόνιο αίτημα να έχουν διακριτικά στις στολές τους οι αστυνομικοί των ΜΑΤ, ώστε να μπορούν να ταυτοποιηθούν, παραμένει στα χαρτιά και καμία κυβέρνηση δεν το έχει επιβάλει.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με το ίδιο νομοσχέδιο συστήνεται η «Διεύθυνση Πρόληψης Βίας» στην ΕΛ.ΑΣ, ένα τμήμα που μεταξύ άλλων (ενδοοικογενειακή, έμφυλη βία κλπ) θα ασχολείται και με το «πρόβλημα» της «ριζοσπαστικοποίησης». Πώς μπορεί να οριστεί αυτό στην πράξη; Δεν μπορεί. Τι θα μπορεί δυνητικά αυτό να σημαίνει για τον δημόσιο λόγο, την πολιτική δράση, τις παρακολουθήσεις (γιατί έχουν καταγραφεί τέτοιες, πολύ τεκμηριωμένα), τους κατοίκους στιγματισμένων περιοχών, όπως τα Εξάρχεια; Άγνωστο, είπαμε, όλα στα χέρια της αστυνομίας, αλλά με ξεκάθαρη την πολιτική στόχευση. Να θυμίσουμε ότι ζούμε στη χώρα που οι διώξεις για τις δράσεις ενάντια σε πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, γίνονται από το «Τμήμα Προστασίας του Πολιτεύματος»…
Όλες αυτές οι αντιδημοκρατικές υπερεξουσίες που θα απολαμβάνει η κυβέρνηση, μέσω της αστυνομίας κάνουν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο να είναι το πιο επικίνδυνο στη Μεταπολίτευση. Προφανώς, δεν θα απαγορευθούν διαδηλώσεις την επόμενη μέρα, ίσως μάλιστα οι συγκεκριμένες διατάξεις περί «οργανωτή» κ.α. να μείνουν στα χαρτιά για ένα ορισμένο διάστημα. Άλλωστε, σε μια περίοδο σχετική κοινωνική «ηρεμίας»,κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι το οπλοστάσιο της καταστολής πολλαπλασιάζεται. Ζούμε σε μια περίεργη «κανονικότητα»: Έχουμε κινητοποιήσεις, αλλά όχι κάποιο ογκώδες κίνημα οργής, όπως οι «Αγανακτισμένοι», τα «Κίτρινα Γιλέκα» στη Γαλλία ή το τεράστιο κύμα διαδηλώσεων στη Χιλή. Πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το οπλοστάσιο αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση, για την οποία, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, αρκεί απλά μία «σπίθα» ή ένα συγκεκριμένο τραγικό γεγονός; Μία κρίση που, δεδομένων των σφοδρών επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομία, δεν θα μπορούσε να αποκλείσει κανένας. Με τον τρόπο που πολλοί καταλαβαίνουμε.
Θα ήταν, επομένως, τουλάχιστον αφελές να πιστέψουμε ότι «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Όχι, είναι ακριβώς αυτό που νομίζουμε, αυτό που φαίνεται, αυτό που κάποια στιγμή, σύντομα ή στο μέλλον, θα το βρούμε έμπρακτα μπροστά μας, σίγουρα περισσότεροι από όσους φωνάζουμε σήμερα. Είναι οι θωράκιση ενός ολόκληρου συστήματος εξουσίας, που νιώθει παντοδύναμο και περιστέλλει, προληπτικά προς το παρόν, δημοκρατικά δικαιώματα, για μια ώρα ανάγκης.