Το Ινστιτούτο εργασίας της ΓΣΣΕ εξέδωσε έκθεση – έρευνα με την οποία επιχειρεί να αναλύσει το φαινόμενο της νέας καπιταλιστικής κρίσης που προελαύνει και να προβλέψει τις πιθανές επιπτώσεις που πρόκειται να επιφέρει. Τα ευρήματα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καταδεικνύοντας μεγάλη ύφεση της οικονομίας που θα επιφέρει νέες ανακατατάξεις στον χώρο της εργασίας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ινστιτούτου η ύφεση προβλέπεται από 6% έως και 10% με το ποσοστό αυτό να επηρεάζει όπως είναι φυσικό τα επίπεδα που πρόκειται να κυμανθεί η ανεργία, κάνοντας λόγο για μείωση του απασχολούμενου πληθυσμού κατά 115 έως και 192 χιλιάδες εργαζομένων αντίστοιχα.
Οι μεταβολές που έχει επιφέρει η νέα κρίση είναι ήδη παρούσες και μετρήσιμες με την Ελλάδα να κατακτά θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη στο φαινόμενο της ευάλωτης απασχόλησης, το οποίο καταγράφεται σε ποσοστό 26,7% έναντι του μόλις 10,8% που συναντάται κατά μέσο όρο στην Ευρώπη. Σημαντική είναι η απόκλιση που εντοπίζεται και ως προς την εργασιακή προστασία που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αφού η χώρα βρίσκεται στην 63η θέση παγκοσμίως αναφορικά με την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Τα ευρήματα της έκθεσης προβλέπουν ακόμα πιο δυσοίωνες μέρες για τους εργαζόμενους ιδίως στον χώρο της εστίασης, του εμπορίου, της παροχής καταλύματος κι ευρύτερα των τομέων εκείνων που βασίζονται στην φυσική παρουσία και επαφή, με τον κίνδυνο για αναστολή εργασίας να είναι ιδιαίτερα υψηλός. Εκείνο που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία είναι ο βαθμός εξάρτησης της απασχόλησης από τους εν λόγω κλάδους καθώς η εργασία σε αυτούς αγγίζει το 30,2% του συνόλου, την στιγμή που τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ευρώπη κυμαίνονται εντός του 22%.
Η έρευνα μάλιστα δεν αμελεί να συσχετίσει τις παραπάνω εκτιμήσεις με την επισφαλής εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τους συγκεκριμένους κλάδους που όπως εύλογα παρατηρεί κανείς σχετίζονται κατά βάση με την τουριστική παραγωγή της χωράς και εντάσσονται στην λογική της οικονομικής εξωστρέφεια. Έστι αναφέρεται ότι το 20% των αμοιβών του συνόλου των εργαζομένων προέρχεται από τέτοιες δραστηριότητες.
Καταληκτικά κρίνει την έλλειψη «επιχειρηματικής αναπτυξιακής κουλτούρας» που σε συνάρτηση μάλιστα και με την μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και «τις υπηρεσίες χαμηλής έντασης γνώσης» καθιστούν «μη διατηρήσιμο το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων».
Παράλληλα επισημαίνεται ότι μια διαφορετικού προσανατολισμού ανάπτυξη θα πρέπει να διέρχεται από όλους τους τομείς που την συνθέτουν και την διαμορφώνουν με ιδιαίτερη να κρίνεται η ένταξη αυτής της λογικής στην εκπαίδευση. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: «θεωρούμε ότι η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον θα εξαρτηθεί από τη μετάβασή της σε ένα νέο, κλαδικά πιο ισόρροπο, διαφοροποιημένο και οικοτεχνολογικά και εκπαιδευτικά αναβαθμισμένο υπόδειγμα ανάπτυξης, που θα προσφέρει διατηρήσιμο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης χωρίς αποκλεισμούς. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, απαιτείται ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος και εκδημοκρατισμός του αναπτυξιακού σχεδιασμού της χώρας μας».