Το ThePressProject δημιουργήθηκε το 2010 για έναν λόγο: όταν η ελληνική δημοσιογραφία συζητούσε για τις αποδείξεις για τις τυρόπιτες, δεν έφταναν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό αναλύσεις κορυφαίων οικονομολόγων που εξηγούσαν πως το πρόβλημα είναι συστημικό και αφορά τη δομή του κοινού νομίσματος. Με άλλα λόγια, το TPP δημιουργήθηκε για να προτείνει ένα ήθος διαλόγου που λαμβάνει ως αφετηρία ουσιαστικά προβλήματα, και θέτει ως πλαίσιο του διαλόγου την ανταπόκριση κάθε διανοούμενου ή πολιτικού σε αυτά τα προβλήματα. Η προσθήκη καθημερινής ειδησεογραφικής ροής σημαίνει ότι δεν αποφεύγεται η επαφή με θέματα περιορισμένης μακροπρόθεσμης σημασίας, αλλά το καθοριστικό καθοδηγητικό νήμα και για τη ροή παραμένει αυτό: πώς απαντά ο καθένας σε πραγματικά ερωτήματα, δηλαδή σε ερωτήματα με πολιτική ουσία.
Εις ό,τι με αφορά προσωπικά, νιώθω ευτυχής για το ότι ακόμη και όταν ο Βαρουφάκης εξέφραζε μια άποψη με την οποία πολλοί στο TPP διαφωνούσαν, σε σχέση με το ευρώ, πότε δεν ασκήθηκε μικροπολιτική κριτική. Ο διαβόητος «ναρκισισμός» του Βαρουφάκη δεν έχει αναφερθεί πάρα μόνο ειρωνικά, από τα δικά μας λημέρια.
Η επικαιρότητα θέλει να συζητά για το ΜέΡΑ25 μόνο υπό τον όρο ότι η συζήτηση θα αποφεύγει οποιαδήποτε τοποθέτηση ουσίας. Μιλάει ο Βαρουφάκης για καινούργιο μνημόνιο; Θα συζητάμε για την Αίγινα. Κατατίθεται καινούργιο καταστατικό, με διαδικασίες κλήρωσης, ανακλητότητας και άμεσης δημοκρατίας; Θα μιλάμε για «αποχωρήσεις στελεχών».
Πιστεύω ότι αυτή η τελευταία συζήτηση ήταν εξίσου άστοχη με την προηγούμενη, ήταν δηλαδή για την ακρίβεια ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα του συστημικού τύπου. Συστημικά Μέσα φροντίζουν να λερώσουν την είδηση ότι κατατίθεται καταστατικό με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, με αναπαραγωγή αναρτήσεων στο Facebook από πρώην στελέχη με προσωπική πικρία.
Διευκρινίζω και πάλι ότι τα γράφω αυτά σε ένα σάιτ που δημοσίευσε αυτές τις πληροφορίες, ανταποκρινόμενο στο αίτημα των αναγνωστών που παραπονούνταν ότι τις αποσιωπούμε, και εξηγώ τον προσωπικό μου προβληματισμό. (Είμαι τυπικά ο εκδότης του ThePressProject, αλλά το Μέσο μας έχει οριζόντια ιεραρχία, οπότε η άποψή μου παραμένει προσωπική και η αρχή μας παραμένει ένας δημοσιογραφικός πλουραλισμός που δύσκολα συναντά κανείς σε άλλα Μέσα.)
Δεν κρίνω ποτέ μια άποψη ή καταγγελία με βάση το κοινωνικό στάτους του καταγγέλοντος. Δεν υποτιμώ καθόλου δηλαδή αυτά τα στελέχη που αποχώρησαν, τα οποία δεν γνώριζα. Δεν θα άκουγα με περισσότερη προσοχή αν επρόκειτο για τη Σακοράφα, τον Γρηγοριάδη ή τον Αρσένη, που είναι πιο αναγνωρίσιμοι. Όμως κρίνω με βάση το βάρος των καταγγελιών.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα σχόλια που γράφτηκαν κάτω από το επίμαχο άρθρο στο σάιτ μας, υπάρχει και κάποιος που αναφέρει χωρίς έξαλλο ύφος ότι η «οικογενειοκρατία» του τίτλου δεν υποστήριζεται με συγκεκριμένα στοιχεία από το περιεχόμενο των καταγγελιών. Φοβάμαι ότι έχει δίκιο.
Ο Σκάι δεν ντράπηκε να δημοσιεύσει καταγγελίες κουτσομπολίστικου επιπέδου, τις οποίες δεν θα επαναλάβω, αλλά θα έλεγα το εξής: μία καταγγελία θεσμικής εκτροπής θα προϋπέθετε να έχουμε έστω μερικά παραδείγματα από παραβιάσεις απόψεων συλλογικών οργάνων από τον Γραμματέα ή την επιβολή συγγενών που λυμαίνονται το κόμμα και μισθοδοτούνται ως φυτευτά στελέχη. Αν είχαμε τέτοιες καταγγελίες, πάλι θα αξιολογούσα την κατάσταση προσπαθώντας να εκτιμήσω τι ακριβώς συμβαίνει, διότι δίκιο δεν έχουν πάντα οι πολλοί.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση για την παραβίαση των κομματικών διαδικασιών είχε νόημα στο βαθμό που συμβάδιζε με το αναγκαίο ξεσκαρτάρισμα προκειμένου να γίνει η «ρεαλιστική» στροφή προς τα μνημόνια. Και πάλι δεν ήταν για μένα και η πιο συναρπαστική συζήτηση αυτή, με την έννοια ότι όσοι έμεναν ήξεραν ακριβώς τι έκαναν, και όσοι ψήφιζαν ήξεραν τι ψήφιζαν. Παρ’ όλ’ αυτά, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε να κάνουμε με καμία μετάλλαξη, με κάποια πολιτική αλλαγή, εσωτερική ή εξωτερική, η οποία να εμφανίζει το παραμικρό πολιτικό ενδιαφέρον.
Πολλοί πιστεύουν ότι το να παίρνεις το μέρος κάποιου είναι κομματική εκδούλευση. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι η συμπόρευση του σάιτ μας με επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015 ήταν ακριβώς αυτό, συμπόρευση με επιχειρήματα, γι’ αυτό και μόλις ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την εξουσία, το TPP ασκούσε αντιπολίτευση και έκρινε κατά περίπτωση τι από αυτά που λέγονταν συμβάδιζε και τι όχι με όσα είχαν προηγηθεί.
Ξέρω ότι για πολλούς η συμφωνία με θέσεις του ΜέΡΑ25 είναι ύποπτη, κάποιοι μας γράφουν στα σχόλια ότι είμαστε το γραφείο τύπου του κόμματος κοκ. Μου είναι αδιάφορο. Δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Εφήμερο και την ταραχώδη περίοδο του 2015, αλλά τηρουμένων των αναλογιών λέω ότι πολύ απλά συμφωνούμε όσο συμφωνούμε, ασκώντας κριτική πρωτίστως στην κυβέρνηση, και ακούγοντας τα επιχειρήματα που αγγίζουν ζητήματα ουσίας. Η δίκη προθέσεων από καχύποπτους δεν με απασχολεί.
Αν κάτι έχουμε να κερδίσουμε από την πολιτική παρουσία του Βαρουφάκη στη Βουλή (εκφράζοντας εδώ μια εκτίμηση για τον ίδιο χωρίς να υποτιμώ άλλες φωνές μέσα στο κόμμα), είναι η σκέψη ενός ανθρώπου που δεν είναι ποτέ μικροπρεπής και δεν ασκεί ποτέ μικροπολιτική. Είναι πολύ απλά αυτό που λέμε ένας άνθρωπος με τον οποίον έχει νόημα να διαφωνείς. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως έχω ξαναχρησιμοποιήσει, το ΜέΡΑ25 ήταν κόμμα της αντιπολίτευσης που δεν συνέδεσε την καταστροφή στο Μάτι με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ξέρω αν θα τον ωφελούσε, αλλά ξέρω ότι δεν το έκανε και το θεωρώ χαρακτηριστικό.
Η επικαιρότητά μας κατακλύζεται από ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. Δεν υποτιμώ το φαινόμενο Μπογδάνου, με δεδομένη τη θεσμική του θέση, δεν υποτιμώ τη σημασία του σκανδάλου Νοβάρτις και τη χυδαία απόπειρα συγκάλυψης, ούτε το όνειδος της λίστας Πέτσα και την αστυνομοκρατία. Πιστεύω όμως ότι χρειάζεται πέρα από όλα αυτά να μπορούμε να σχεδιάσουμε μια πολιτική άξια του ονόματος, μια πολιτική που να μην αντιδρά μόνο σε σκάνδαλα, αστυνομοκρατία και προκλητικές δηλώσεις, αλλά να επιδιώκει να σκεφτεί πώς θέλουμε τον κόσμο και πώς θα φτάσουμε εκεί. Μια πολιτική που εξαντλείται σε περιπτωσιολογικές διαμαρτυρίες είναι βολική για την εξουσία και τελικά, φοβάμαι, απρόσφορη.
Ο Βαρουφάκης πιστεύω ότι συνεισφέρει σε έναν τέτοιο προβληματισμό, και έχω το θάρρος να το πω ακριβώς διότι το έλεγα πάντοτε με σεβασμό προς το πρόσωπό του, ακόμη και όταν διαφωνούσα ριζικά με όσα έλεγε ως προς το τι και το πώς θα κάνουμε. Η φράση του Γκαίτε ότι και οι ενήλικες νομίζουν ότι θέτουν πραγματικούς στόχους, αλλά κυβερνιούνται όπως τα παιδιά από τα μπισκότα, τα γλυκά και το ξύλο, σημαίνει ότι έχουμε ανάγκη από μια πολιτική που να μπορεί να θέτει στόχους, εκεί που όλοι βλέπουν τον τάδε ή τον δείνα μπαμπούλα. Να τον βλέπουμε, αλλά κάνουμε χάρη στην εξουσία αν βλέπουμε μόνο αυτό.
Κλείνω εξηγώντας πώς κατανοώ εγώ δημοσιογραφικά τα διλήμματα και τις οφειλές μας: μέσα σε όλη την καθημερινή μικροπολιτική, αυτό που μας λείπει είναι η καθαρή ματιά, που να συνδυάζει τη σκέψη, την εποπτεία των προβλημάτων και την ουσιώδη συνεισφορά στην πολιτική συζήτηση. Δεν λέω ότι κανείς μας έχει την αποκλειστικότητα σε τέτοια διαπιστευτήρια, αλλά ότι αυτό έχει νόημα να αναζητεί κανείς. Μετά μπορούμε να διαφωνήσουμε και ο καθένας να ψηφίζει ό,τι θέλει, αν θέλει. Η επιμονή όμως σε ένα επίπεδο διαλόγου που να εστιάζει σε πραγματικά προβλήματα είναι το θεμέλιο και η αφετηρία κάθε τέτοιας απόπειρας.