Του Κωνσταντίνου Πουλή
Οι πολιτικοί είναι ντεμοντέ για επίσημοι. Ήταν καλοί για τη δεκαετία του ’80, όπως ήταν οι γιάπηδες για τη δεκαετία του ’90 και οι αθλητές για τη δεκαετία του 2000. Προς το παρόν πρέπει για λίγο καιρό να κρύβονται και να εμφανίζονται με ισχυρή αστυνομική συνοδεία. Τον Οκτώβριο σε πολλές περιπτώσεις οι παρελάσεις έγιναν μπροστά σε παπάδες και καραβανάδες, αντί για τους επισήμους δημαρχοβουλευτές, δείχνοντας έτσι τις προτιμήσεις του πλήθους. Δηλαδή η κοινωνία μας δεν έγινε ξαφνικά αντιιεραρχική: Αλλάξαν λίγο τα γούστα της ως προς το ποιον θέλει να προσκυνάει, οι πολιτικοί είναι προσωρινώς ακατάλληλοι για επίσημοι. Στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου δεν μπόρεσαν να γίνουν τέτοιας έκτασης επεισόδια γιατί η αστυνομία ήταν προετοιμασμένη, και έτσι οι παρελάσεις έγιναν μπροστά σε επιλεγμένο κοινό, σεβαστικό και φρόνιμο.
Αυτό δεν εμποδίζει βεβαίως τους πολιτικούς να επιδίδονται στη βασική τους ενασχόληση, που είναι να κάνουν δηλώσεις. Τη δήλωση της ημέρας έκανε ο Λ. Παπαδήμος, λέγοντας ότι «ήταν μια θαυμάσια, εντυπωσιακή παρέλαση» και δείχνοντας έτσι ότι η ανάληψη πρωθυπουργικών ευθυνών πολύ γρήγορα εκπαιδεύει τον άνθρωπο στην επετειακή πρωθυπουργική ρητορική, δηλαδή την εκτός τόπου και χρόνου γενικολογία. Ο κορυφαίος Έλληνας πολίτης όμως έκανε την κορυφαία σχετική δήλωση, λέγοντας πως με «ομόνοια και σύμπνοια οι Έλληνες αποτίναξαν τον οθωμανικό ζυγό». Τι να πω, δεν είμαι και ιστορικός. Φαντάζομαι ότι αυτή την κοινή μοίρα αναγνώρισαν οι κοτσαμπάσηδες του Μοριά μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση και μασκαρεύτηκαν σε ραγιάδες: «εβγάλαμεν αμέσως τα ασιατικά εκείνα ενδύματα της πολυτελείας, αντεριά, γούνας, καλπάκια, και εβάλαμεν τα τζαρούχια και την τραγόκαπαν», γράφει ο Δεληγιάννης. Μετά θα γραφόταν η αφήγηση ενός έθνους που πολεμούσε ενωμένο τον κατακτητή και ο ιστορικός αναλυτής Φίλιππος Πετσάλνικος θα μας μιλούσε κι αυτός για την ομοψυχία του ελληνικού έθνους. Του ίδιου έθνους, προφανώς, που δεν υπέπεσε σε εμφύλια διαμάχη και ευτυχώς δεν συνεργάστηκαν οι κοτσαμπάσηδες με τους Τούρκους για να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Πάλι καλά.
Η αυτογνωσία μας πρέπει να είναι ενήλικη, να αντιλαμβάνεται την ιστορία ως δράμα και όχι ως πεδίο δόξης. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει γι’ αυτόν τον λόγο ο κοσμάκης. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς θέλει ο κόσμος, οι συμπολίτες μας, αυτές τις μέρες. Έστω ότι συμφωνούμε στα εύκολα, ότι να βάζεις παιδάκια να φτιάχνουν στρατιωτικούς σχηματισμούς είναι μουσολινομεταξικό κατάλοιπο εποχών στις οποίες δεν θέλουμε να επιστρέψουμε, και ότι η πάνω πλευρά της αγανακτισμένης πλατείας Συντάγματος, αυτή με τις σημαίες, ήταν τρομακτική διότι η γαλανόλευκη μανία είναι σύμβολο του αποκλεισμού συνανθρώπων που έχουν την ανάγκη μας. Προσθέτουμε και το σημαντικότερο, ότι η υποτιθέμενη αγάπη του εθνικιστή για την πατρίδα είναι φτιαγμένη σε αναλογία 9 προς 1 με τα υλικά του μίσους προς τους ξένους, εξ ου και το πολιτικό της περιεχόμενο είναι αρνητικό και όχι θετικό. Ας θεωρήσουμε τα παραπάνω αφετηρία της κουβέντας μας. Μετά θα μας μείνει ένα έργο πιο δύσκολο, που είναι αυτό της κατανόησης. Να κατανοήσουμε δηλαδή τι κάνουν όλοι αυτοί με τις σημαίες, πριν τους χαρίσουμε σούμπιτους και συλλήβδην στη Χρυσή Αυγή.
Βλέπω μερικές φορές μια παράγκα με κρεμασμένη την ελληνική σημαία απ’ όξω και βρίσκω το θέαμα θλιβερό, αναλογίζομαι με πόση εξαπάτηση υφαίνει το παραμύθι της ζωής του ο άνθρωπος που η ζωή τον πέταξε στον βάλτο κι εκείνος φαντασιώνεται Κολοκοτρώνηδες, Λεωνίδες και δεν ξέρω τι άλλους. Αυτή είναι η πικρή σχέση του παραμυθιού με την παραμυθία, την παρηγοριά. Όμως τέτοιες παραμυθίες γειτονεύουν με τη φονική δράση της «παραμύθας», της ηρωίνης. Διότι (και τελειώνω εδώ με τους ελεύθερους γλωσσικούς συνειρμούς) μπορεί η ηρωίνη να φτιάχτηκε υποσχόμενη ηρωικές επιδόσεις (αυτό σημαίνει η ετυμολογία της), αλλά οδηγεί σε εξευτελισμό.
Έβλεπα πριν λίγο καιρό τη συνέντευξη με το γνωστό «My dear» της Λιάνας Κανέλλη στο Channel 4 και πιο πρόσφατα διάβαζα το «We blame you» του Αλκίνοου Ιωαννίδη, και σκεφτόμουν πως κατά βάθος αυτές οι δημοφιλείς αγγλόφωνες παρεμβάσεις, που δεν ήταν και τόσο σοφές, έγιναν δεκτές με τέτοια ανακούφιση διότι συνιστούν μια φωνή υπεράσπισης της πληγωμένης μας περηφάνιας. Λιγάκι, φοβούμαι, σαν αυτές των πολιτικών μας, που προσπαθούν να μας χαϊδέψουν την κρίσιμη ώρα, να μας παρηγορήσουν. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί μια λύση που να μπορεί να δώσει φωνή και αξιοπρέπεια στον τσακισμένο άνθρωπο της σημερινής Ελλάδας, χωρίς να τον κολακεύει με ευκολίες. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι το τιτάνειο έργο της σύλληψης μιας νέας ουτοπίας, που δεν θα είναι κακόφημη και διασυρμένη σαν τις παλιές, αλλά θα ζωντανέψει με τα έργα και τις πράξεις σημερινών ανθρώπων. Έχοντας την εμπειρία της Βαϊμάρης, τη διαπίστωση δηλαδή ότι ο ανθρωπάκος κρύβει μέσα του ένα κτήνος, ο πολιτικός λόγος μας θα πρέπει επιτακτικά να μπορέσει να εμφυσήσει αισιοδοξία στον τσακισμένο άνθρωπο. Να ειπωθεί μια κουβέντα που, χωρίς ψεύτικες παρηγοριές ούτε μισαλλοδοξία, θα εμπνέει στους συνανθρώπους μας αλληλεγγύη και αισιοδοξία. Δεν ξέρω ποια Αριστερά θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, αλλά είναι ίσως ο μόνος στόχος που αξίζει τον κόπο.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Οι πολιτικοί είναι ντεμοντέ για επίσημοι. Ήταν καλοί για τη δεκαετία του ’80, όπως ήταν οι γιάπηδες για τη δεκαετία του ’90 και οι αθλητές για τη δεκαετία του 2000. Προς το παρόν πρέπει για λίγο καιρό να κρύβονται και να εμφανίζονται με ισχυρή αστυνομική συνοδεία. Τον Οκτώβριο σε πολλές περιπτώσεις οι παρελάσεις έγιναν μπροστά σε παπάδες και καραβανάδες, αντί για τους επισήμους δημαρχοβουλευτές, δείχνοντας έτσι τις προτιμήσεις του πλήθους. Δηλαδή η κοινωνία μας δεν έγινε ξαφνικά αντιιεραρχική: Αλλάξαν λίγο τα γούστα της ως προς το ποιον θέλει να προσκυνάει, οι πολιτικοί είναι προσωρινώς ακατάλληλοι για επίσημοι. Στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου δεν μπόρεσαν να γίνουν τέτοιας έκτασης επεισόδια γιατί η αστυνομία ήταν προετοιμασμένη, και έτσι οι παρελάσεις έγιναν μπροστά σε επιλεγμένο κοινό, σεβαστικό και φρόνιμο.
Αυτό δεν εμποδίζει βεβαίως τους πολιτικούς να επιδίδονται στη βασική τους ενασχόληση, που είναι να κάνουν δηλώσεις. Τη δήλωση της ημέρας έκανε ο Λ. Παπαδήμος, λέγοντας ότι «ήταν μια θαυμάσια, εντυπωσιακή παρέλαση» και δείχνοντας έτσι ότι η ανάληψη πρωθυπουργικών ευθυνών πολύ γρήγορα εκπαιδεύει τον άνθρωπο στην επετειακή πρωθυπουργική ρητορική, δηλαδή την εκτός τόπου και χρόνου γενικολογία. Ο κορυφαίος Έλληνας πολίτης όμως έκανε την κορυφαία σχετική δήλωση, λέγοντας πως με «ομόνοια και σύμπνοια οι Έλληνες αποτίναξαν τον οθωμανικό ζυγό». Τι να πω, δεν είμαι και ιστορικός. Φαντάζομαι ότι αυτή την κοινή μοίρα αναγνώρισαν οι κοτσαμπάσηδες του Μοριά μόλις κηρύχτηκε η επανάσταση και μασκαρεύτηκαν σε ραγιάδες: «εβγάλαμεν αμέσως τα ασιατικά εκείνα ενδύματα της πολυτελείας, αντεριά, γούνας, καλπάκια, και εβάλαμεν τα τζαρούχια και την τραγόκαπαν», γράφει ο Δεληγιάννης. Μετά θα γραφόταν η αφήγηση ενός έθνους που πολεμούσε ενωμένο τον κατακτητή και ο ιστορικός αναλυτής Φίλιππος Πετσάλνικος θα μας μιλούσε κι αυτός για την ομοψυχία του ελληνικού έθνους. Του ίδιου έθνους, προφανώς, που δεν υπέπεσε σε εμφύλια διαμάχη και ευτυχώς δεν συνεργάστηκαν οι κοτσαμπάσηδες με τους Τούρκους για να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες της Πελοποννήσου. Πάλι καλά.
Η αυτογνωσία μας πρέπει να είναι ενήλικη, να αντιλαμβάνεται την ιστορία ως δράμα και όχι ως πεδίο δόξης. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει γι’ αυτόν τον λόγο ο κοσμάκης. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς θέλει ο κόσμος, οι συμπολίτες μας, αυτές τις μέρες. Έστω ότι συμφωνούμε στα εύκολα, ότι να βάζεις παιδάκια να φτιάχνουν στρατιωτικούς σχηματισμούς είναι μουσολινομεταξικό κατάλοιπο εποχών στις οποίες δεν θέλουμε να επιστρέψουμε, και ότι η πάνω πλευρά της αγανακτισμένης πλατείας Συντάγματος, αυτή με τις σημαίες, ήταν τρομακτική διότι η γαλανόλευκη μανία είναι σύμβολο του αποκλεισμού συνανθρώπων που έχουν την ανάγκη μας. Προσθέτουμε και το σημαντικότερο, ότι η υποτιθέμενη αγάπη του εθνικιστή για την πατρίδα είναι φτιαγμένη σε αναλογία 9 προς 1 με τα υλικά του μίσους προς τους ξένους, εξ ου και το πολιτικό της περιεχόμενο είναι αρνητικό και όχι θετικό. Ας θεωρήσουμε τα παραπάνω αφετηρία της κουβέντας μας. Μετά θα μας μείνει ένα έργο πιο δύσκολο, που είναι αυτό της κατανόησης. Να κατανοήσουμε δηλαδή τι κάνουν όλοι αυτοί με τις σημαίες, πριν τους χαρίσουμε σούμπιτους και συλλήβδην στη Χρυσή Αυγή.
Βλέπω μερικές φορές μια παράγκα με κρεμασμένη την ελληνική σημαία απ’ όξω και βρίσκω το θέαμα θλιβερό, αναλογίζομαι με πόση εξαπάτηση υφαίνει το παραμύθι της ζωής του ο άνθρωπος που η ζωή τον πέταξε στον βάλτο κι εκείνος φαντασιώνεται Κολοκοτρώνηδες, Λεωνίδες και δεν ξέρω τι άλλους. Αυτή είναι η πικρή σχέση του παραμυθιού με την παραμυθία, την παρηγοριά. Όμως τέτοιες παραμυθίες γειτονεύουν με τη φονική δράση της «παραμύθας», της ηρωίνης. Διότι (και τελειώνω εδώ με τους ελεύθερους γλωσσικούς συνειρμούς) μπορεί η ηρωίνη να φτιάχτηκε υποσχόμενη ηρωικές επιδόσεις (αυτό σημαίνει η ετυμολογία της), αλλά οδηγεί σε εξευτελισμό.
Έβλεπα πριν λίγο καιρό τη συνέντευξη με το γνωστό «My dear» της Λιάνας Κανέλλη στο Channel 4 και πιο πρόσφατα διάβαζα το «We blame you» του Αλκίνοου Ιωαννίδη, και σκεφτόμουν πως κατά βάθος αυτές οι δημοφιλείς αγγλόφωνες παρεμβάσεις, που δεν ήταν και τόσο σοφές, έγιναν δεκτές με τέτοια ανακούφιση διότι συνιστούν μια φωνή υπεράσπισης της πληγωμένης μας περηφάνιας. Λιγάκι, φοβούμαι, σαν αυτές των πολιτικών μας, που προσπαθούν να μας χαϊδέψουν την κρίσιμη ώρα, να μας παρηγορήσουν. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί μια λύση που να μπορεί να δώσει φωνή και αξιοπρέπεια στον τσακισμένο άνθρωπο της σημερινής Ελλάδας, χωρίς να τον κολακεύει με ευκολίες. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι το τιτάνειο έργο της σύλληψης μιας νέας ουτοπίας, που δεν θα είναι κακόφημη και διασυρμένη σαν τις παλιές, αλλά θα ζωντανέψει με τα έργα και τις πράξεις σημερινών ανθρώπων. Έχοντας την εμπειρία της Βαϊμάρης, τη διαπίστωση δηλαδή ότι ο ανθρωπάκος κρύβει μέσα του ένα κτήνος, ο πολιτικός λόγος μας θα πρέπει επιτακτικά να μπορέσει να εμφυσήσει αισιοδοξία στον τσακισμένο άνθρωπο. Να ειπωθεί μια κουβέντα που, χωρίς ψεύτικες παρηγοριές ούτε μισαλλοδοξία, θα εμπνέει στους συνανθρώπους μας αλληλεγγύη και αισιοδοξία. Δεν ξέρω ποια Αριστερά θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, αλλά είναι ίσως ο μόνος στόχος που αξίζει τον κόπο.