Είναι αξιοσημείωτη η πρόσθετη πληροφορία ότι αυτά συνέβησαν ακριβώς μετά το τέλος του πρώτου κύματος της πανδημίας, ως κραυγή ελευθερίας, αμερικανών που φώναζαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων. Η στάση αυτή επέμεινε μέχρι την έλευση του ισχυρότερου δεύτερου κύματος. Ας πούμε, χονδρικά, στη φάση που βρισκόμαστε τώρα.
Το γεγονός ότι μια τοπική βιομηχανία ενδύματος, η Levi Strauss, έφτιαχνε μάσκες, αποτελούσε έναν πρόσθετο λόγο για να θεωρήσουν οι δύσπιστοι τότε ότι πίσω από αυτή την καμπάνια βρισκόταν όπως πάντα κρυμμένο το κίνητρο του κέρδους. Όπως και με τα εμβόλια σήμερα, για να πούμε του στραβού και του ψεκασμένου το δίκιο, όταν οι γιατροί τόσο μεθοδικά βγάζουν την επιστημονική τους συνείδηση σε πλειστηριασμό για χάρη των φαρμακευτικών εταιρειών, δεν είναι παράξενο να χάνουν την αξιοπιστία τους όταν τη χρειαζόμαστε περισσότερο.
Όσοι έχουν ξαναδιαβάσει κείμενά μου γνωρίζουν ότι είμαι φανατικός πολέμιος της λεγόμενης “εναλλακτικής ιατρικής”. Ξέρω λοιπόν πολύ καλά ότι ένα από τα επιχειρήματα που συναντώ σταθερά κάθε φορά που βρίσκομαι μπλεγμένος σε μια τέτοια συζήτηση, είναι ότι το ιατρικό σινάφι είναι διεφθαρμένο και αναξιόπιστο. Αυτό βεβαίως δεν δικαιώνει κάθε παλαβομάρα που λέει κάποιος που τυχαίνει να μην τα αρπάζει από τις φαρμακευτικές εταιρείες και πιστεύει ότι οι μάσκες περιέχουν τσιπάκι. Παραμένει όμως πραγματικό το πρόβλημα: η έλλειψη εμπιστοσύνης στην επίσημη ιατρική οφείλεται σε δύο παραμέτρους: στην πολιτική της εργαλειοποίηση και στην εξευτελιστική για τον ιατρικό κλάδο υποταγή του στο σύμπλεγμα των συμφερόντων της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Όσοι ασκούμε κριτική στην ψευδοεπιστήμη, χρειάζεται να αντιλαμβανόμαστε ότι οι διεφθαρμένοι ή πολιτικά φιλόδοξοι γιατροί δεν είναι σύμμαχοί μας.
O Sir David Spiegelhalter διδάσκει στο Καίμπριτζ δημόσια πρόσληψη του στατιστικού κινδύνου, και είναι από τους πιο ισχυρούς κριτικούς αυτού που ονόμασε θεατρική παράσταση με αριθμούς, δηλαδή την καθημερινή ενημέρωση για τον κορονοϊό. Μήπως εμείς δεν αντιλαμβανόμασταν ότι ανακοινωνόταν αριθμός κρουσμάτων την ίδια στιγμή που δεν γίνονταν τεστ; Τι νόημα είχε αυτό; Κανένα. Ήταν θέατρο με αριθμούς, μια τελετουργική κοροϊδία του κοινού.
Γι’ αυτό και δημοσιεύτηκε στο British Medical Journal κείμενο editorial όπου εξηγούσαν ότι όταν η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ακολουθεί “την επιστήμη”, παραπλανά τον κόσμο. Διότι “η επιστήμη” δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία απόφαση χωρίς να μεσολαβήσουν οι αξίες μας, προκειμένου να διαλέξουμε ποια στοιχεία μάς ενδιαφέρουν και τι θα κάνουμε με αυτά τα στοιχεία.
Από τότε που ο ΠΟΥ συνιστούσε χρήση μάσκας μόνο για τους εργαζόμενους στην υγεία και όσους έρχονται σε επαφή με ευπαθείς ομάδες έχουν γίνει κι άλλες έρευνες. Ωστόσο και τότε το σκεπτικό ήταν ότι οι μάσκες δεν επαρκούν για όλους, το οποίο είναι πρακτική στάθμιση, και όχι επιστημονικό επιχείρημα.
Η Σουηδία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: εξακολουθεί και τώρα να μην ακολουθεί την τάση για γενικευμένη χρήση της μάσκας, λέγοντας ότι οι μελέτες που επικαλείται ο ΠΟΥ δεν αφορούν τη χρήση εκτός νοσοκομείων και ότι στη Δανία θα έπρεπε 100.000 Δανοί να φορούν σωστά τις μάσκες τους για μία εβδομάδα, προκειμένου να γλιτώσουν μόλις μία μόλυνση με τον ιό. Αυτή η συζήτηση θα φαινόταν πιο ενδιαφέρουσα αν δεν είχε δημιουργηθεί πολύ έντονα η εντύπωση ότι η Σουηδία προτίμησε την ανοιχτή οικονομία έναντι της προστασίας του πληθυσμού.
Από την αρχή της πανδημίας ανήκω σε εκείνους που ακολουθούν (και πρακτικά και δημοσιογραφικά) χωρίς εξυπνακισμούς τις επίσημες οδηγίες, αναγνωρίζοντας συνάμα ότι ποτέ ένα θέμα δημόσιας υγείας δεν είναι αμιγώς επιστημονικό. (Παρεμπιπτόντως, η Σουηδία επαίρεται [αδίκως, ενδεχομένως] για το ότι οι αποφάσεις εκεί λαμβάνονται από επιστήμονες, ενώ στις περισσότερες χώρες οι επιστήμονες εμφανίζονται στη φάση του κλεισίματος και εξαφανίζονται στη φάση του ανοίγματος.) Το μόνο που συνέβη σε μας ήταν να ακουστεί ότι ο εθνικός λοιμοξιολόγος διαφωνεί με το άνοιγμα της οικονομίας και μετά εμφανίστηκε πάλι στο πλευρό των πολιτικών προϊσταμένων του (έτσι αντιλαμβάνομαι την ιεραρχία μεταξύ τους) ώστε να σωπάσουν οι κακεντρεχείς. Όμως από αυτήν την κριτική δεν εξαιρείται ούτε ο Σωτήρης Τσιόδρας, ο κατ’ εξοχήν υπεράνω κριτικής δημόσιος υπεύθυνος για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Καταλαβαίνω ότι όταν συμβουλεύεις πολιτικούς πρέπει να βάλεις νερό στο κρασί σου επιστημονικά, απλώς που κάθε φορά που το κάνεις, αυτό υπονομεύει λίγο τη θέση του ανθρώπου που εκφράζει γενικώς και αορίστως “την επιστήμη” όταν ανοίγει το στόμα του.
Πιστεύω λοιπόν ότι με τις μάσκες συμβαίνει κάτι που έχουμε υποτιμήσει. Η δυσφορία κατά τη χρήση της μάσκας είναι πραγματική, δεν είναι τρελοί αυτοί που τη διαπιστώνουν. Δεν ωφελεί να τους αντιτείνουμε ότι κάποιος γιατρός μέτρησε το οξυγόνο του ή έτρεξε μαραθώνιο, διότι υπάρχει η εμπειρία της αδιαμφισβήτητης δυσφορίας κατά τη χρήση μάσκας.
Τι πρέπει να γίνει; Να εκπαιδευτεί ο πληθυσμός. Αυτό δεν έχει συμβεί.
Ο ΠΟΥ συνιστά να μη χρησιμοποιούνται μάσκες κατά την άσκηση, ακριβώς λόγω της αναπνευστικής δυσφορίας. Προτείνεται εξοικείωση με τη μάσκα, χρήση της σε συνθήκες ηρεμίας μέχρι να τη συνηθίσει ο χρήστης, προσοχή στην αναπνοή, (όλοι τείνουμε να έχουμε πιο ρηχή και γρήγορη αναπνοή όταν φοράμε αρχικά μάσκα) και τέλος υπομονή και εκπαίδευση (“αναλυτική εξήγηση της ορθής εφαρμογής” σε ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα, κατά την Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία) διότι η χρήση είναι απαραίτητη. Ποια είναι η διαφορά; Ότι αντιμετωπίζουμε τα παράπονα όχι προσβάλλοντας συλλήβδην τους αρνητές εκ των υστέρων, αλλά ενημερώνοντας. Θα μπορούσαν κάποια χρήματα από την καμπάνια για τον κορονοϊό (που έμειναν στην ιστορία με την ονομασία “Λίστα Πέτσα”) να χρησιμοποιηθούν όντως για μια καμπάνια για τον κορονοϊό, αλλά αυτό ξεπερνά τη φαντασία των στελεχών της κυβέρνησης.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ξέρω κι εγώ από τη χρήση μιας πολύ διαφορετικής μάσκας, της θεατρικής, ότι το πρώτο που διαπιστώνει κανείς φορώντας την στην αρχή είναι ότι ξεχνάει να αναπνέει αυθόρμητα και αβίαστα. Αυτό μαθαίνεται και κερδίζεται, δεν ωφελεί να μαλώνουμε όποιον αισθάνεται έτσι ότι κάνει λάθος και αισθάνεται περίφημα.
Θα γλιτώσουμε από το μεγάλο ποτάμι της ανορθολογικότητας; Δεν ξέρω. Σίγουρα πάρα πολλοί θα εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν θεωρίες παντελώς αστήρικτες έως εξωφρενικές. Όμως τώρα δεν έχουμε κάνει το ελάχιστο που απαιτείται για τη διευκόλυνση των ανθρώπων που δυσκολεύονται: να τους δοθούν οδηγίες.
Η εξάπλωση των αντιεπιστημονικών θεωριών στο δημόσιο λόγο έχει πολλαπλά αιτία. Κάποιες από τις ρίζες της αναξιοπιστίας των ειδικών εντοπίζονται σε ουσιαστικά προβλήματα όχι μόνο επικοινωνίας της επιστήμης αλλά και πολιτικής. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις θεωρίες συνωμοσίας, ο εξευτελισμός των ψεκασμένων χρησιμοποιείται προκειμένου να παραχθεί ένα δίπολο όπου από τη μία μεριά θα βρίσκονται οι ορθολογιστές εκπρόσωποι του κράτους και της επιστήμης και από την άλλη οπισθοδρομικοί τρελοί. Καλώς ή κακώς, τα πράγματα είναι πάντα πολυπλοκότερα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όπως συμβαίνει με αυτούς που έχουν πάντα δίκιο, ποτέ δεν αρκεί να φωνάζεις ότι οι άλλοι είναι ηλίθιοι. Χρειαζόμαστε μία καμπάνια για τη σωστή χρήση της μάσκας, η οποία στην Ελλάδα δεν έχει γίνει,και πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της δυσπιστίας του κόσμου προς τους επιστήμονες και ακόμη περισσότερο προς τους επιστήμονες σύμβουλους του κράτους κοιτώντας και προς τη δική μας καμπούρα όχι μόνο προς την απέναντι.
Οι αρνητές της μάσκας στο Σαν Φρανσίσκο δεν ξεπερνούσαν το 1% του πληθυσμού. Δεν ξέρω πόσο σημαντική είναι η πραγματική εξάπλωση των Ελλήνων επιγόνων τους, αλλά ξέρω ότι η επίσημη κρατική επικοινωνία (και τα παρακλάδια της) λατρεύει τους ψεκασμένους. Ξαφνικά συγχωρούνται όλα τα λάθη και οι παραλείψεις της και χρειάζεται με ένα μείγμα αυστηρότητας και συγκατάβασης να νουθετήσει τους ηλίθιους που την αμφισβητούν. Όσο επιτακτικό είναι το αίτημα να γενικευτεί η σωστή χρήση της μάσκας, άλλο τόσο επιτακτικό είναι και το αίτημα να καταφέρουμε να συζητάμε πάντοτε επί της ουσίας.
*Οφείλω την αρχική πληροφορία για τους αρνητές της μάσκας του περασμένου αιώνα στον Νίκο Σαραντάκο, αλλά βεβαίως μετά το υλικό είναι μπόλικο και πολύ συναρπαστικό.