Ένα παράξενο περιστατικό έλαβε χώρα τρεις ημέρες πριν από τον δεκαπενταύγουστο σε θαλάσσιες περιοχές των Αντικυθήρων. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Εφημερίδας των Συντακτών», στις 12 Αυγούστου, δύτες ανελκύουν από τον βυθό στον κόλπο Φάρου Απολυτάραις και από βάθος 9 μέτρων, μια λίθινη αρχαία άγκυρα και από το λιμάνι Ποταμό των Αντικυθήρων ένα κανόνι του 17ου-18ου αι. από βάθος 5 μέτρων.
Στη συνέχεια οι δύτες τοποθετούν τις δύο αρχαιότητες, στο γιοτ «Γλάρος» και από εκεί φέρεται να τις μεταφέρουν σε ιδιωτική αποθήκη, ενώ στη συνέχεια «δωρίζονται» στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων.
Ωστόσο το όλο περιστατικό το οποίο κατήγγειλε αρχικά, συνοδευόμενο από φωτογραφικό υλικό, Ευρωπαίος επισκέπτης, φαίνεται πως δεν ήταν κάποια προγραμματισμένη δραστηριότητα εν γνώσει της αρμόδιας Εφορείας αρχαιοτήτων αλλά μια έκνομη, αυθαίρετη και επικίνδυνη για τις αρχαιότητες ενέργεια από έναν ιδιώτη εφοπλιστή.
Παράνομη, καθώς όπως αναφέρει το δημοσίευμα, βάσει του νόμου 3028/2002, απαγορεύεται η φωτογράφιση, η ανέλκυση, η μετακίνηση αντικειμένων από αρχαία ή ιστορικά ναυάγια σε όλη την Ελλάδα, ενώ σε περίπτωση εντοπισμού αρχαιοτήτων από αυτοδύτη αυτός είναι υποχρεωμένος – βάσει του νόμου 3409/05 – να ενημερώσει το λιμεναρχείο. Επικίνδυνη δε, καθώς τόσο η ανάσυρση χωρίς την απαραίτητη επιτήρηση και φροντίδα μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τις αρχαιότητες, ενώ το ίδιο ισχύει και για τη μεταφορά τους, χωρίς επίβλεψη από συντηρητές και αρχαιολόγους και μάλιστα σε αγνώστων συνθηκών αποθήκη.
Επίσης χωρίς την παρουσία των αρχαιολόγων, δεν είναι δυνατή η καταγραφή του χώρου και της ακριβούς τοποθέτησής τους στον θαλάσσιο πυθμένα όπου βρέθηκαν, πράγμα το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τα συμπεράσματα των αρχαιολόγων και επομένως για την ιστορική γνώση που απορρέει από αυτά.
Ο Έλληνας αρχαιολόγος με τον οποίο ήρθε σε επαφή ο καταγγέλοντας το περιστατικό, προωθεί με τη σειρά του την καταγγελία στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ, στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιά και στον δήμαρχο Κυθήρων και Αντικυθήρων, Ευστράτιο Χαρχαλάκη. Από τους παραπάνω μόνο ο δήμαρχος εμφανίζεται να γνωρίζει για το περιστατικό και μάλιστα στην απαντητική του επιστολή αναφέρει πως «είναι ντροπή να σπιλώνεται ένας από τους μεγαλύτερους δωρητές του υπουργείου Πολιτισμού» και συμπληρώνει πως «ο κ. Λασκαρίδης διέσωσε το κανόνι και θα το παραδώσει στα εργαστήρια συντήρησης της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων που ο ίδιος έχει δωρίσει!», προδίδοντας έτσι το όνομα του «διασώστη», που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άγνωστο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Παναγιώτης Λασκαρίδης, δεν είναι κάποιος άσχετος εφοπλιστής ο οποίος δεν γνωρίζει περί αρχαιοτήτων και των νόμων που διέπουν αυτές. Ο ίδιος φαίνεται να έχει συνεργαστεί για χρόνια με το ΥΠΠΟΑ και να κατέχει καλά τους νόμους αναφορικά με την προστασία της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς, τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕΑ, τις απαγορεύσεις για ανέλκυση, μετακίνηση και αποθήκευση σε ιδιωτικό χώρο καθώς και τους κινδύνους που διατρέχουν οι αρχαιότητες όταν μετακινούνται χωρίς τη φροντίδα των αρχαιολόγων και των συντηρητών.
Επίσης ο Π. Λασκαρίδης, σύμφωνα με όσα παραθέτει το ρεπορτάζ, έχει μεγάλη προσφορά στον πολιτισμό μέσω του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, ενώ είναι συνεργάτης του υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και ένας από τους χορηγούς της έρευνας του Ναυαγίου των Αντικυθήρων αλλά και ευεργέτης του νησιού.
Σε επικοινωνία της εφημερίδας με τον δήμαρχο Αντικυθήρων ο ίδιος σημείωσε ότι κατά τη προσωπική του άποψη δεν εγείρεται κανένα ζήτημα όσον αφορά την ανέλκυση εφόσον «το υπουργείο Πολιτισμού είχε ενημερωθεί». Ωστόσο έωλο παραμένει το συγκεκριμένο επιχείρημα καθώς αποδεδειγμένα βάσει της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του αρχαιολόγου που προώθησε την καταγγελία με την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, η τελευταία, η οποία είναι και αρμόδια, δεν γνώριζε τίποτα για το περιστατικό.
Επομένως προκύπτει – μεταξύ πολλών άλλων – το ερώτημα σχετικά με το ποιο στέλεχος του υπουργείου Πολιτισμού, έδωσε άδεια να ανασυρθούν οι αρχαιότητες και μάλιστα με αυτόν τον παράνομο και επικίνδυνο τρόπο, χωρίς την επίβλεψη αρχαιολόγων και συντηρητών.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στην «Εφημερίδα των Συντακτών»