του Κωνσταντίνου Πουλή
Το ίδιο βεβαίως συνέβαινε εκείνες τις μέρες και με τις ΜΚΟ, από τις οποίες η τοπική κοινωνία εισπράττει ακριβά ενοίκια, τους πουλάει ποτά και φαγητά, και μετά τους τραμπουκίζει διότι δεν συμμετέχουν στο κλίμα μίσους ενάντια στον ανήμπορο ξένο.
Μετά ήρθε η πανδημία, κατά την οποία η κυβέρνηση έκανε με τα κολαστήρια των προσφύγων ό,τι ακριβώς έκανε και με τις φυλακές: τους κλείδωσε μέσα, πέταξε το κλειδί και καθησύχασε την υπόλοιπη κοινωνία ότι δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί. Κανείς από τους πρόσφυγες δεν θα μας μολύνει με τα μικρόβιά του.
Η κυβέρνηση αγνόησε συστάσεις διεθνών οργανισμών που έλεγαν ότι χρειάζεται αποσυμφόρηση, γιατί δεν μπορούσε να απευθυνθεί στο ακροατήριό της χωρίς μία στάση αρκούντως εκδικητική απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες.
Το γεγονός ότι ο κορονοϊός εξαπλώθηκε από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, αυτούς που παίρνουν το αεροπλάνο και ταξιδεύουν είτε για business είτε για αναψυχή, δεν ενόχλησε καθόλου όσους εκφράζονται κατά αυτόν τον τρόπο, διότι ο ρατσισμός είναι πάντοτε αδιαπέραστος από λογικά επιχειρήματα.
Οι ίδιοι άνθρωποι που αποδέχονταν τον υπουργό τουρισμού να εξευτελίζεται στο BBC λέγοντας ότι δεν ξέρει πόσα είναι τα κρούσματα στα νησιά και να ενδίδει στις πιέσεις των ξενοδόχων για να μην ανακοινώνονται τα κρούσματα με βάση τις περιοχές, τώρα είναι έξαλλοι γιατί οι πρόσφυγες θα φέρουν κορωνοϊό.
Τελευταίο στάδιο αυτής της εξαχρείωσης η αντίδραση στην πυρκαγιά.
Με το hashtag “απέλαση” ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας θέλει επιτέλους να ξεμπερδεύει με τους πρόσφυγες που δεν τιμούν τη φιλοξενία μας και κάψανε οι ίδιοι τα σπίτια τους.
Μία μικρή λεπτομέρεια που αλλάζει αυτήν την εικόνα είναι πως δεν κάψανε το σπίτι τους, γιατί τίποτε σε αυτούς τους βρώμικους καταυλισμούς μέσα στους οποίους στοιβάζονται σε συνθήκες επικίνδυνες για την υγεία τους δεν θυμίζει στο παραμικρό “σπίτι”.
Στα πλάνα που ανέσυρα από την επίσκεψή μας του Φεβρουαρίου θα δείτε παιδάκια να χαμογελάνε και να παίζουν. Με στοιχειώνει αυτή η εικόνα, γιατί σε όλους συνεχώς κάτι μας φταίει. Όλο με κάτι γκρινιάζουμε, γιατί η ζωή είναι πάντα στενό κουστούμι, προκαλεί μία δυσφορία που δεν αντιστοιχεί σε συνθήκες αληθινής δυστυχίας, αλλά πάντως είναι αρκετή για να κρεμάμε μούτρα απέναντι σε όλους και σε όλα.
Όπως το έγραψε πολύ λογικά ο Θάνος Καμήλαλης, άνθρωποι που είχαν εξοργιστεί, δεν άντεχαν, είχαν φτάσει στα όριά τους όταν δεν μπορούσαν να πάνε στο κομμωτήριο και το μπαρ, την περίοδο της καραντινας, αναρωτιούνται γιατί οι πρόσφυγες δεν είχαν άλλη υπομονή.
Λοιπόν σε αυτό το βίντεο θα δείτε ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο έχουν υπομονή, αλλά μπορούσαν μέσα σε αυτές τις συνθήκες ακόμη και να χαμογελάνε, ακόμη και να ονειρεύονται, όπως λέει η εμπειρία ότι καταφέρνουν οι άνθρωποι να κάνουν ακόμα και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Θα δείτε τον μικρό Αμπούλφατ να μιλάει Αγγλικά που έμαθε από το ίντερνετ και να κάνει τον αυτοσχέδιο διερμηνέα, από τα δώδεκα, και τον Φαχίντ να μας κερνάει τσάι, δίνοντάς μας ένα μάθημα φιλοξενίας. Και μερικά παιδιά από δίσκους εθνικότητες που έχουν στήσει γλέντι με ένα κινητό και ένα ηχείο, και χορεύουν και χτυπάνε παλαμάκια. Τώρα που βλέπουμε μόνο αποκαΐδια και οργή, ας θυμηθούμε ποιοι είναι αυτοί για τους οποίους τόσο μιλάμε.
Το ερώτημα απέναντι και στη φοβερή φράση του πρωθυπουργού μας, που είπε ότι “τίποτε” δεν μπορεί να δικαιολογήσει τις βίαιες αντιδράσεις, είναι τι σημαίνει αυτό το “τίποτε”.
Δεν υπάρχει δηλαδή απολύτως κανένα όριο μετά το οποίο αυτός ο ίδιος άνθρωπος να είναι δικαιολογημένος αν κάνει κάτι;
Ζητώ συγνώμη για τη σχετικοποίηση του ολοκαυτώματος, αν επικαλεστώ για λίγο ένα παράδειγμα από το Άουσβιτς.
Επειδή βεβαίως η απανθρωπιά δεν έχει ποτέ πάτο, σαν να μην έφταναν όσα είχαν περάσει οι Εβραίοι στο ολοκαύτωμα, υπήρχε μαζί και η κατηγορία ότι ήταν πάρα πολύ παθητικοί απέναντι στους ναζί, ότι δεν αντιστάθηκαν αρκετά.
Και εγώ αναρωτιέμαι. Αν χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο ως βιτρίνα ενός διεθνούς φήμης εφιάλτη, που χρησιμεύει προκειμένου τα δικά του βάσανα να γίνουν λόγος για να αποθαρρυνθούν οι συγγενείς και οι φίλοι του και να μην έρθουν στη χώρα σου, τότε ποιο είναι αυτό το όριο μετά το οποίο αυτός ο άνθρωπος θα μπορεί να αναφωνήσει ως εδώ και μη παρέκει;
Όλοι αντιλαμβανόμαστε εδώ και καιρό ότι τα ρεπορτάζ για τις φρικτές συνθήκες στη Μόρια δεν ενοχλούν κανέναν, ακριβώς διότι η Μόρια εξυπηρετεί αυτόν και μόνο τον σκοπό.
Δηλώνει προς τους απανταχού ενδιαφερόμενους ότι δεν θα καταφέρεις να βρεθείς στην Ευρώπη, θα παγιδευτείς σε μία κόλαση, σε έναν καταυλισμό ενός μικρού νησιού στην Ελλάδα.
Όταν κλειδώσεις αυτούς τους ανθρώπους εκεί πέρα, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν πια κρούσματα κορονοϊού και ότι με δεδομένο πως δεν μπορούν να κρατήσουν βεβαίως αποστάσεις ή πολύ περισσότερο να έχουν στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής έρχεται κάποια στιγμή που ο άνθρωπος ζητάει να φύγει.
Στις εικόνες που ακολουθούν θα δείτε πρόσωπα που συνδυάζουν τις κακουχίες της ζωής μέσα στη Μόρια με ένα χαμογελαστό πείσμα που το διακρίνει η ευγένεια.
Πώς μπορεί να ζητάμε από τους άλλους να αντέχουν αυτό που εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να διανοηθούμε για μας και τα παιδιά μας;
Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή, μόνο που λίγοι έχουν το θάρρος να εκφράσουν τη σκληρότητα τους χωρίς προσωπείο.
Η απάντηση είναι ότι δεν τους θεωρούμε ανθρώπους.
Το περίφημο απόσπασμα από τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ μάς τρίβει στα μούτρα την πρωταρχική αλήθεια της ζωής, ότι τα κορμιά μας γεννήθηκαν ίσα.
Ότι “έχει και ο εβραίος μάτια”, και αν τον τρυπήσεις ματώνει, πεθαίνει απ’τις ίδιες αρρώστιες με τον χριστιανό.
Ακούμε εδώ και καιρό για τους “ευαισθητούληδες” της αριστεράς, ακούμε τη λέξη “αλληλέγγυος” να χρησιμοποιείται ως βρισιά, και ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι η τάση αυτή είναι διεθνής.
Χρησιμοποιείται υποτιμητικά η έκφραση αλληλεγγύης για να περιγράψει ειρωνικά και περιφρονητικά ανθρώπους που δεν φέρονται σαν αχρείοι.
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, δηλαδή την πυρκαγιά που ήρθε να προστεθεί ως φαντασμαγορική κορωνίδα στον εφιάλτη του εγκλεισμού και μετά του εγκλεισμού σε συνθήκες πανδημίας, σκέφτομαι συνεχώς ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που βλέπουμε να φεύγουν νύχτα από τον φλεγόμενο καταυλισμό.
Ποια είναι αυτά τα πρόσωπα και ποιες ιστορίες κρύβουν, τι θα λένε στα παιδιά τους και τι θα λένε αυτά τα παιδιά όταν θα μεγαλώσουν έχοντας ως μνήμες της παιδικής τους ηλικίας το καμπ της Μόριας και μετά το καμπ της Μόριας φλεγόμενο;
Ξανακοιτάζω λοιπόν τα πλάνα του Φεβρουαρίου που έβαλα στη σειρά σε αυτό το μικρό βίντεο και σκέφτομαι τι περνάνε αυτοί οι άνθρωποι όταν πια δεν υπάρχει ούτε η Μόρια, και επανέρχεται στο μυαλό μου ένα και μόνο ερώτημα:
Εσείς τι θα κάνατε αν ήσασταν στη θέση τους;
Μπορεί κάλλιστα κάποιος να αρνείται να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, διότι θεωρεί είτε ότι πολύ απλά δεν θα βρεθεί ποτέ σε αυτή τη θέση γιατί ζει σε μία ισχυρή χώρα, γιατί έτσι του λέει η κατανόησή του της πραγματικότητας, είτε ότι αν ήταν στη θέση τους θα έκανε το ίδιο, αλλά τώρα που δεν είναι θα υπερασπιστεί τα δικά του συμφέροντα, όπως ακριβώς θα υπερασπιζόταν διαφορετικά συμφέροντα αν η ιστορία τον είχε πετάξει σε διαφορετική όχθη.
Καταλαβαίνω ακριβώς τι μας χωρίζει και που διαφωνούμε.
Οι υπόλοιποι, όσοι δηλαδή πιστεύουν ότι με τους μετανάστες και πρόσφυγες μας συνδέει μία κοινή ανθρώπινη μοίρα και ευθύνη, μπορείτε να δείτε αυτό το βίντεο και να δείτε παιδιά που χαμογελούσαν και έπαιζαν έχοντας ζήσει συμφορές.
Αυτή τη στιγμή φαντάζομαι πως ούτε γελάνε ούτε παίζουν. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η ζωή θα πάρει το δρόμο της, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ξαναμαζέψουν το κουράγιο που τους χρειάζεται για να προχωρήσουν, να επιβιώσουν, να χορέψουν και ίσως να προκόψουν.
Και εμείς επίσης θα συνεχίσουμε τη ζωή μας, μόνο που θα φέρουμε παντοτινά το στίγμα ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που συμφώνησε να τιμωρήσει και να βασανίσει αυτούς τους ανθρώπους προκειμένου να αποθαρρύνει τους δικούς τους από το να αναζητήσουν μία καλύτερη μοίρα στην Ευρώπη.