Το Θανάση Καραμπάλιο, τον γνώρισα προσωπικά μέσω του The Press Project, όταν μας παραχώρησε μεγαλόκαρδα κάποια σκίτσα του. Τον ήξερα ήδη, όμως, ως όνομα. Η αγάπη μου για τα κόμικς, τις νουβέλες σαν το εξαιρετικό 1800 του Θανάση, είναι γνωστή, και η πολύ καλύ κριτική που είχε λάβει από τον αυστηρότατο αδελφό κομικοφάγο Νίκο Κ., με είχε οδηγήσει να βρω τη δουλειά του. Για να λέει τόσο καλά λόγια ο Νίκος, είπα, ένας άνθρωπος με βαθύτατη γνώση και αγάπη για την Ιστορία, πέρα από την μεγάλη του αγάπη για τα κόμικς, εδώ μάλλον χτυπάμε φλέβα.
Η εκτίμηση αποδείχθηκε παραπάνω από σωστή. Το 1800 είναι ένα μικρό αριστούργημα, ένα ευχάριστο σχολείο και μαζί ένα έργο τέχνης, με τον τρόπο που ελάχιστες graphic novels έχουν υπάρξει στην Ελλάδα ή τα Ελληνικά. Όχι μόνο γιατί είναι εμφανής η έρευνα και το βάθος της. Αλλά γιατί ο δημιουργός του, ο Θανάσης, διακρίνεται από σπάνια ενσυναίσθηση, κι αυτή αποτυπώνεται. Είναι απτή στον τρόπο που διαχειρίζεται τους καθημερινούς του ήρωες, τους απλούς ανθρώπους, τις καταστάσεις που βιώνουν κάτω από την πολλαπλή τους σκλαβιά. Και γιατί κατορθώνει να δει τη συνέχεια εκεί που η δυτική στροφή του βίου μας, μας κάνει να την ξεχνάμε. Και είναι στον αντίποδα του 1821 που έχουμε ήδη παρουσιάσει: στο 1800 του Καραμπάλιου ο ηρωισμός δεν γεννιέται από το πουθενά και οι άνθρωποι δεν είναι πρότυπα αλλά σάρκινοι, αληθινοί, κι ας μοιάζουν χάρτινοι. Στα κοινά, όμως, των δύο, για ιδιοτελείς λόγους και ως ηπειρώτισσα, θα σημειώσω πως, ως οφείλουν, ξεκινούν από τα βουνά μας, από έναν τόπο αντίστασης αιώνες τώρα.
Ομολογώ ότι, διαβάζοντας το 1800, τα τέσσερα τεύχη που ήδη κυκλοφορούν, υπήρξαν στιγμές που βούρκωσα, ακριβώς γι’ αυτό – γιατί αναγνώριζα χαρακτήρες και καταστάσεις από τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Ήπειρο, γιατί τα ζωγραφιστά δωμάτια των σπιτιών ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου, οι φωνές και τα μαλώματα ήταν αυτά που έζησα σαν παιδί, και γιατί αναγνώριζα τους ανθρώπους και τον τρόπο που συναντώ κάθε φορά που πάω στη Μέση Ανατολή, και που με κάνουν να επιμένω ότι αυτός είναι ο δικός μας τρόπος.
Ακόμη περισσότερο, τολμώ να το πω, από την αρχή είχα την αίσθηση ότι ο Θανάσης προσεγγίζει τους ήρωές του, με την ίδια αγάπη και σεβασμό για τον άνθρωπο που για μένα αποτελεί απαραίτητο στοιχείο κάθε ρεπορτάζ. Γιατί, ας μη γελιόμαστε: κάνει ρεπορτάζ, το κάνει εξαιρετικά και το αποδίδει καλλιτεχνικά ακόμη καλύτερα.
Έτσι επεδίωξα τη συνέντευξη που ακολουθεί, από τη θέση της φαν και με τη χαρά του νεοφώτιστου σε ένα έργο τέχνης που τιμά το λαό μας και την Ιστορία του χωρίς να καταφεύγει σε μυθεύματα και προσθαφαιρέσεις, παρ’ ότι υπηρετεί μιαν ακέραια μυθοπλασία, μια μυθοπλασία που ανασύρει μνήμες – οδηγούς…
Γιατί το 1800; Γιατί η προεπαναστατική περίοδος;
Η ελληνική επανάσταση με γοήτευε από παιδί. Πάντα είχα πάθος με την ιστορία και το παρελθόν, αλλά αυτή η εποχή ήταν που με τραβούσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Κάποια στιγμή το 2013 έπεσα σε ένα άρθρο που μιλούσε για την ναυτική- ή καλύτερα πειρατική ή κουρσάρικη- καριέρα του Κολοκοτρώνη. Από εκεί οδηγήθηκα σε ένα άρθρο για τα «Μαύρα καράβια» και τον Νικοτσάρα. Για μένα ήταν μεγάλη η έκπληξη. Τον Νικοτσάρα τον ήξερα μόνο ως άγαλμα στην πλατεία της Ελασσόνας- περιοχή στην οποία μεγάλωσα. Δεν ήξερα ακριβώς ποιος ήταν και τι ήταν τα «Μαύρα καράβια». Συνέχισα ψάχνοντας για αυτά στη βιβλιοθήκη. Μέσα από κείμενα μαρτυρίες και απομνημονεύματα αγωνιστών είδα ότι ο Κολοκοτρώνης έδρασε στις Σποράδες και στην Χαλκιδική μαζί με τον Νικοτσάρα και κάποιους άλλους από χωριά που ήξερα, των οποίων τα ονόματα υπάρχουν ακόμα στην περιοχή της Ελασσόνας. Για να μην πολυλογώ, αυτό που θέλω να πω είναι ότι διαπίστωσα την ιστορική συνέχεια από το 1821 ως τώρα. Είδα ότι υπάρχει ένα νήμα που συνδέει το χρόνο προς τα εμπρός, άρα γιατί να μην πάει και προς τα πίσω; Έτσι κατέληξα στις πρώιμες επαναστάσεις της Θεσσαλίας. Όλοι ξέρουμε για τα Ορλωφικά στην Πελοπόννησο. Πόσοι όμως ξέρουν για το κίνημα του Νικοτσάρα; Την σύνδεση του με την επανάσταση στην Σερβία; Τον παπά- Θύμιο Βλαχάβα; Τους Λαζαίους; Ονόματα που εμένα μου ήταν γνώριμα από κάποια δημοτικά τραγούδια. Καταλήγοντας, θέλω να πω ότι η επανάσταση του ’21 μπορεί να εδραιώθηκε στην Πελοπόννησο, όμως είχε γίνει ήδη η σπορά όπου υπήρχαν ραγιάδες. Και με τον όρο ραγιάδες δεν εννοώ μόνο τους Έλληνες, αλλά αυτό που έλεγε και οραματιζόταν ο Ρήγας.
Η αυλή του Αλή παίζει κεντρικό ρόλο. Προσωπικά το βρήκα ιδιοφυές- είναι πολλοί και πολλά που ξεκινούν εκεί. Εξήγησε μου την επιλογή σου αν θες.
Επέτρεψε μου να επισημάνω κάτι. Δεν είναι η αυλή του Αλή που παίζει κεντρικό ρόλο. Είναι ο ίδιος ο Αλή. Ο οποίος είχε πεδίο δράσης από το Τεπελένι της Αλβανίας μέχρι τα Τρίκαλα. Σαν κλεφτοκαπετάνιος, ακριβώς όπως οι δικοί μας κλέφτες, ακόμα κι αν κάποιους τους χαλάει, έτσι ήταν. Ο Αλή στα νιάτα του υπήρξε μέλος της κλεφτουριάς, που δεν αποτελούσε μόνο ελληνική υπόθεση. Η μεγάλη διαφορά είναι στο θρήσκευμα. Εκείνα τα χρόνια αν ήσουν μουσουλμάνος ή γινόσουν, μπορούσες από ληστής-κλέφτης να φτάσεις ψηλά, να γίνεις ακόμα και ένας από τους μεγαλύτερους πασάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν ήσουν χριστιανός από την άλλη, το πολύ να γινόσουν αρματολός, με εξαίρεση τους Φαναριώτες. Όσον αφορά την αυλή του Αλή, τα πράγματα δεν ξεκινάν εκεί, αλλά χρόνια πριν στα ανυπόταχτα βουνά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν σύντροφος- κάποιοι αναφέρουν και βλάμης, δηλ. αδερφοποιητός- με τον Αλή. Έτσι μάζεψε τον Οδυσσέα από παιδί στην αυλή του. Η καλόγρια μάνα του Καραϊσκάκη γνώριζε τον Αλή. Γι’ αυτό και του χαρίστηκε τόσες φορές. Υπάρχουν και πολλά άλλα ανάλογα παραδείγματα. Επιπλέον, όταν ο Αλής πολιορκούσε το Σούλι είχε απαιτήσει και είχε πάρει τη συνδρομή πολλών καπεταναίων. Ανάμεσα σε αυτούς και του Νικοτσάρα. Στην διαδρομή του, ο Αλής είχε συναντήσει ή είχε πολεμήσει σχεδόν με όλους τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της επανάστασης. Όσους δεν υπέταξε ή τους εξόντωσε ή τους ανάγκασε να φύγουν στα Επτάνησα, όπως έγινε με τους Σουλιώτες και τους κλέφτες του Μωριά. Όσοι διαβάσουν τα βιβλία μου θα πουν ότι ο Αλή εμφανίζεται μόνο στο πρώτο. Όμως δεν είναι έτσι, ο Αλής είναι πάντα παρών. Για όσους δεν το ξέρουν τον αποκαλούσαν «Ναπολέοντα της Ηπείρου» ή αλλιώς «Λιοντάρι της Ηπείρου».
Επιλέγεις απλούς ανθρώπους, που στην πορεία εισάγουν και μας γνωρίζουν τους σημερινούς μας ήρωες, αλλά και αυτούς στην ανθρώπινή τους διάσταση, την προεπαναστατική τους, ας πω. Είναι κάτι που με γοήτευσε και θα ήθελα να ξέρω πως το αποφάσισες.
Όπως προείπα με γοήτευε πάντα η ιστορία. Αλλά όχι η στείρα ανάγνωση της, δηλαδή να θυμάμαι μόνο ημερομηνίες και μεγάλα γεγονότα. Πάντα αναρωτιόμουν πως θα ήταν αν ζούσα εκείνα τα χρόνια, ποιο θα ήταν το πνεύμα της εποχής. Όπως και σε σαράντα χρόνια από τώρα θα αναφέρουν σε κάποιο σχολικό εγχειρίδιο ότι το 2010 ήρθε το ΔΝΤ στην Ελλάδα. Δεν θα είναι το ίδιο να μιλήσεις με ανθρώπους που ήταν στις πλατείες εκείνο το καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν το εξηγώ σωστά, αλλά αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να δείξω πως η απόφαση ενός ηγέτη, καλού ή κακού, αυτό είναι άσχετο, επηρέαζε τη ζωή του απλού ανθρώπου. Επίσης, δεν μπορείς να «παίξεις» με τους πρωταγωνιστές της περιόδου. Ο χαρακτήρας τους φαίνεται από τις αντιδράσεις τους στις καταστάσεις που αντιμετώπισαν. Δεν θα μπορούσα να κάνω άθεο ας πούμε τον Καποδίστρια γιατί δεν πιστεύω εγώ ο ίδιος, θα ήταν γελοίο από μόνο του, ή να κάνω τον Καραϊσκάκη μορφωμένο και ευγενικό. Με αυτές τις παραμέτρους στο μυαλό μου το αποφάσισα.
Τι σημαίνει σενάριο σε ένα τέτοιο έργο; Πως ξεκίνησες το διάβασμα; Πως αναζητάς τις πηγές που θα σου δώσουν την καθημερινότητα; Τι αναζητάς και πόσο διαφορετικό είναι από το διάβασμα ενός απλού αναγνώστη;
Στην αρχή σου έρχεται μία ιδέα. Εγώ ξεκίνησα με τη ζωή του Νικοτσάρα. Μετά συνάντησα τον Αλή, μετά τον Καποδίστρια και πάει λέγοντας. Άρα ξεκινάς με το από που θες να αρχίσεις. Κάνεις μια απλή έρευνα στο ίντερνετ, όπου πιο σύντομα μπορείς να βρεις άρθρα με παραπομπές σε βιβλιογραφία. Όχι «ιστορίες» από «ψεκασμένους» εθνικιστές. Αρχικά διαβάζεις για να μαζέψεις κάποιες γενικές πληροφορίες . Αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Μετά με τη βιβλιογραφία που θεωρείς ότι θα χρειαστείς καταφεύγεις σε μια δημοτική βιβλιοθήκη, οι οποίες, σημειωτέον, ακόμα λειτουργούν και είναι και αξιόλογες. Εκεί αναζητάς τα συγκεκριμένα βιβλία, τα οποία διαβάζεις κρατώντας σημειώσεις για πρόσωπα και γεγονότα. Έτσι, σε γενικές γραμμές θεωρώ ότι γίνεται σωστή έρευνα. Διάβασμα, έλεγχος, τεκμηρίωση, συμπέρασμα. Η Wikipedia και το διαδίκτυο είναι για να σου δίνουν ένα μπούσουλα. Αν τα πάρεις στα σοβαρά και χρησιμοποιήσεις μόνο αυτά μάλλον θα πέσεις σε τραγικά λάθη.
Οι πηγές για την καθημερινότητα ήταν λίγο δύσκολο κομμάτι. Άρχισα με μυθιστορήματα που περιέγραφαν τα ήθη και τα έθιμα της εποχής. Αλλά το κυριότερο για εμένα βοήθημα υπήρξαν τα απομνημονεύματα και τα βιβλία των φιλελλήνων και τον περιηγητών. Ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης γράφουν για τη ζωή τους, αλλά δε θα γράψουν για το πως μαγείρευαν ή πως ζύμωναν το ψωμί, ή άλλες καθημερινές ασχολίες, γιατί τα θεωρούν αυτονόητα. Ο αγωνιστής που γράφει ή απαγγέλει τη ζωή του, ξέρει ότι απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν τα ίδια βιώματα. Σε αντίθεση με τον ξένο που όλα του φαίνονται εξωτικά και περίεργα, από τη μουσική μέχρι το φαγητό και το ντύσιμο. Τα βιβλία του Κ. Σιμόπουλου είναι εξαιρετικά πάνω σε αυτό το θέμα. Αυτή είναι η διαφορά με το διάβασμα ενός απλού αναγνώστη. Όταν προσπαθείς να δέσεις το σενάριο με τον χρόνο και την ιστορική ακρίβεια, είσαι πάντα στο κυνήγι της επόμενης πληροφορίας. Όχι, ότι δεν ευχαριστιέσαι το διάβασμα όπως ο απλός αναγνωστης, απλά κάνεις κάτι πιο συστηματικό.
Υπάρχουν λεπτομέρειες, από την απεικόνιση των ανθρώπων, μέχρι τον τρόπο που κάθονται οι άνθρωποι που είναι καλά μελετημένες. Πέρα από την ιστορία από που αλλού συγκέντρωσες υλικό;
Όταν κάνεις έρευνα και μαθαίνεις ότι τα σπίτια, τα λαϊκά πάντα, όχι των εμπόρων και καραβοκύρηδων που πηγαινοέρχονταν στο εξωτερικό, δεν είχαν καρέκλες, αρχίζεις να αναρωτιέσαι πως καθόταν ο κόσμος. Μεγαλώνοντας, στάθηκα τυχερός και άτυχος μαζί. Οι γονείς μου φύγανε μετανάστες στην Γερμανία και μας κράτησαν κάποια χρόνια οι παππούδες, οι οποίοι είχαν πολλές αναμνήσεις από τέτοια ζωή. Σκέψου, για παράδειγμα, ότι στην αποθήκη του παππού μου είχαμε ένα σοφρά. Θυμάμαι, σαν παιδί, που υπήρχε το πηγάδι στο χωριό μου. Η μητέρα μου, που είναι από ένα μικρό ορεινό χωριό, μέχρι το 1979 πήγαινε με το γαϊδούρι για νερό στο πηγάδι. Ξέρω ότι μερικά πράγματα μπορεί να φαίνονται μυστήρια. αλλά έτσι είναι. Εδώ θα ήθελα να κάνω και μια παρατήρηση. Έχοντας μείνει για οκτώ μήνες στη Μόρια, παρατήρησα τους Άραβες και είδα πολλές ομοιότητες στον τρόπο ζωής τους με αυτή την ξεχασμένη ανατολίτικη παράδοσή μας.
Τώρα όσον αφορά τη ζωή που κάνουν οι χωρικοί. Αυτή δεν έχει αλλάξει πολύ, τα χωράφια οργώνονται, σπέρνονται, θερίζονται ή μαζεύονται και τα ζώα το ίδιο, βοσκή, γάλα, τυρί. Μπορεί να άλλαξαν τα μέσα πλέον, δεν έχουν άλογα και βόδια όπως παλιά, αλλά τρακτέρ και αυτοκίνητα, πάντως η κύρια διαδικασία είναι η ίδια. Μου ήταν πολύ εύκολο να αποτυπώσω τη ζωή ενός χωριάτη γιατί και εγώ από χωριό είμαι. Και έχω οργώσει και έχω βοσκήσει και έχω αρμέξει. Όλα όσα έκανε ένας πιτσιρικάς τη δεκαετία του ’90 στο χωριό μου, το Παλιόκαστρο. Είναι όπως είπα και πριν πολύ φυσικό για μένα.
Έχεις να κάνεις με ονόματα, ανθρώπους, ζωές που για όλους μας έχουν το χαρακτήρα του θρύλου. Ποιοι σε συγκίνησαν περισσότερο;
Η μεγάλη μου αγάπη είναι ο Καραϊσκάκης. Ένα μπάσταρδο, παιδί μιας καλόγριας που όχι μόνο δεν γονάτισε για το στίγμα του, αλλά το έκανε ασπίδα του, το φόρεσε και είπε περήφανα «η μάνα μου έφαγε 40.000 πούτζες μέχρι να με πιάσει.» Δεν την αγαπούσε τη μάνα του; Δεν υπάρχει ορφανό που να μην λατρεύει τη μάνα του. Απλά ο Καραϊσκάκης ήταν ένας άνθρωπος που έβγαζε τη γλώσσα σε όλες τις συμβάσεις και κορόιδευε τα πάντα. Και ταυτόχρονα ήταν από τα ικανότερα στρατιωτικά μυαλά της εποχής. Δεν γίνεται να μην τον αγαπήσεις. Δυστυχώς σε αυτόν τον κύκλο των πρώτων έξι βιβλίων δεν τον χρησιμοποιώ πολύ. Κάνει απλά μια εμφάνιση, αλλά επιφυλάσσομαι για το μέλλον.
Ένας άλλος που με μαγνητίζει είναι και ο Κολοκοτρώνης, κυρίως τα χρόνια πριν την επανάσταση. Ένας άνθρωπος που επάγγελμά του ήταν ο θάνατος. Ακόμα και όταν κάποια χρόνια δούλεψε ως χασάπης, που εκείνα τα χρόνια ο χασάπης έσφαζε το ζώο που πουλούσε, πάλι σκότωνε. Και όμως βλέπεις ότι δεν το έκανε επί ματαίω. Είχε προσπαθήσει με τον αδερφικό του φίλο, Αλή Φαρμάκη, έναν Αλβανό καπετάνιο της Πελοποννήσου να επικοινωνήσουν με τον Ναπολέοντα. Τελικά μίλησαν με τον Γάλλο του διοικητή των Επτανήσων (τότε ήταν υπό γαλλική κατοχή) ώστε να τους βοηθήσουν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο και να φτιάξουν κοινό κράτος Αλβανοί και Έλληνες, μαζί χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Στη σημαία θα υπήρχε ο σταυρός μαζί με την ημισέληνο.
Άνθρωπος που αν και ήταν αγράμματος ήταν πανέξυπνος. Υπηρέτησε σαν κάπος (αρματολός) τους Οθωμανούς, τους Γάλλους, τους Ρώσους, τους Άγγλους και η τεράστια πείρα που αποκόμισε φάνηκε αργότερα. Άνθρωπος με τρομερό χιούμορ, συνιστώ να διαβάσει όποιος βρει το βιβλίο του Γ. Βλαχογιάννη «Ιστορική ανθολογία». Εκεί βλέπεις το ποιος ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Τρίτος που και αυτός με συγκινεί και με γοητεύει είναι ο Αλή πασάς. Είχε απ’ όλα. Ήταν τύραννος, ευεργέτης, γενναιόδωρος, τσιγγούνης, μια τεράστια αντίφαση σε όλα. Όμως δεν μπορείς παρά να τον θαυμάσεις. Από άσημος ληστής στα ορεινά της Αλβανίας, έμεινε πασάς για 42 χρόνια, αν δεν κάνω λάθος. Τόσα χρόνια είναι ελάχιστοι που τα έχουν καταφέρει. Από το πουθενά κόντεψε να κάνει δικό του κράτος. Ο έτερος Αλή, πασάς της Αιγύπτου ( πατέρας του Ιμπραήμ πασά) από την άλλη κατάφερε και απελευθέρωσε την Αίγυπτο. Δεν μπορώ να καταλήξω ακόμα αν συμπαθώ ή αν αντιπαθώ τον Αλή πασά. Μπορώ όμως με σιγουριά να πω ότι με συναρπάζει.
Πως ξεκίνησε το 1800; Πόσο εύκολο ήταν να βρεις εκδότη;
Ξεκίνησα τα πρώτα σχέδια και έρευνα το τέλος του 2013. Τις πρώτες μέρες του 2017 είχε τελειώσει το πρώτο βιβλίο και το έβαλα στο συρτάρι όπου και έμεινε για ένα χρόνο. Η σύντροφός μου με έσπρωξε κυριολεκτικά να τελειώσω το λέτερινγκ και να κατέβουμε στο ATHENSCON. Δεν ήξερα τι γίνεται με την ελληνική σκηνή κόμικς και πόσο έχει μεγαλώσει. Όταν μπήκαμε στο χώρο που γίνεται το CON κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να μιλήσω σε κάποιον εκδότη. Ευτυχώς, πάλι η Ειρήνη και ένας φίλος με πείσανε να μείνουμε στην Αθήνα μία επιπλέον μέρα για να πάμε σε εκδοτικούς. Έτσι εκείνο το πρωινό της Δευτέρας πήγαμε σε εκδοτικούς κόμικς πόρτα- πόρτα και αφήσαμε από ένα αντίτυπο του 1800. Θυμάμαι που πήρα τηλέφωνο σε ένα μεγάλο εκδοτικό για να ρωτήσω αν μπορώ να κλείσω ραντεβού και μόνο που δεν με βρίσανε. Τελικά όσοι είδαν τη δουλειά μου ανταποκρίθηκαν. Άλλοι για το 1800, άλλοι για κάποια πιθανή συνεργασία. Στον μόνο που δεν πήγα στην έδρα του, αλλά έστειλα τη δουλειά μου με ηλεκτρονική αλληλογραφία ήταν ο Λευτέρης Σταυριανός της JEMMA PRESS και τελικά αυτός έγινε ο εκδότης του 1800. Με λίγα λόγια το να βρω εκδότη αποδείχθηκε σχετικά εύκολο, μου πήρε ένα πρωινό, το να αποφασίσω να πάω στον εκδότη, αυτό ήταν άλλο θέμα. Γι’ αυτό ευχαριστώ την σύντροφό μου που με πίεσε και τον Λευτέρη που πίστεψε σε μένα και τη δουλειά μου.
Τι είναι οι νουβέλες αυτές για σένα; Πως ξεκίνησες να κάνεις κόμικς; Πόσο εύκολο είναι στην Ελλάδα να κάνει κάποιος κόμικς; Ακόμα περισσότερο, μπορεί να ζήσει από αυτό;
Το μεγαλύτερο όνειρο που είχα από παιδί πραγματοποιήθηκε. Αυτό σημαίνει το 1800 για μένα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να κάνω κόμικς και πλέον το κάνω επαγγελματικά. Το αν είναι εύκολο είναι άλλο ζήτημα. Θυμάμαι στο πρώτο βιβλίο δούλευα αλλού και στον ελεύθερο μου χρόνο σχεδίαζα όταν είχα το κουράγιο. Πάντως στην αρχή για να μπορέσεις να επιβιώσεις πρέπει να έχεις κάποιο άλλα εισόδημα. Αν καταφέρεις να εκδοθείς μέσα από εκδοτικό ή με φανζίν και έχει απήχηση η δουλειά σου, σου ανοίγει σίγουρα κάποιες πόρτες. Και πάλι μπορεί να βρεις δουλειά πάνω στην εικονογράφηση και όχι στα κόμικ απαραίτητα. Η ελληνική σκηνή κόμικς είναι αξιόλογη και συνεχώς αυξάνει ποσοτικά και ποιοτικά, παρόλα αυτά το κοινό αυξάνει με πολύ μικρότερους ρυθμούς. Αν μπορεί να ζήσει κανείς από τα κόμικς; Με τα φεστιβάλ και κάποια commissions και εικονογραφήσεις μπορείς να βγάλεις ένα μεροκάματο. Μεγάλο; Δεν ξέρω για άλλους εγώ είμαι ευχαριστημένος. Τουλάχιστον κάνω αυτό που αγαπάω, δημιουργώ και δεν έχω κανένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι μου. Τώρα με τον κορωνοïό δυσκόλεψε η κατάσταση αρκετά, αλλά νομίζω ότι αυτό αφορά σε όλη την κοινωνία, και όχι μόνο στους καλλιτέχνες.