*γράφει ο Στέφανος Μπατσής (αναδημοσίευση από το Kaboom με την άδεια του συντάκτη)
Τις πρόσφατες δηλώσεις του δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, ότι ο Μεγάλος Περίπατος «βγήκε και δεν βγήκε» υποδέχτηκε ένα κύμα ειρωνείας, κατακραυγής και δημόσιας κριτικής με επίκεντρο την οικονομική διαχείριση γύρω από το αμφιλεγόμενο έργο. Αναμενόμενα κι όχι παράλογα θα σημείωνε κανείς, εφόσον είναι αλήθεια πως σπανίως ακούμε τέτοιες παραδοχές από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, ενώ, από την άλλη πλευρά, η διοχέτευση 2 εκατομμυρίων από τα ταμειακά διαθέσιμα του Δήμου για τις ανάγκες ενός, κατά δήλωση των αρμοδίων, πιλοτικού έργου είτε ξενίζει είτε οδηγεί σε υπόνοιες διαφθοράς και κακοδιαχείρισης. Άλλωστε, η καχυποψία αποτελεί πάντοτε μια υπεύθυνη στάση, όταν αφορά ενέργειες και πρακτικές της οικογένειας Μητσοτάκη.
Δεν σκοπεύω να ανασκευάσω αυτού του είδους την κριτική. Το αν άξιζε να διατεθεί το συγκεκριμένο ποσό για τον (πιλοτικό) Μεγάλο Περίπατο το κρίνει κανείς σύμφωνα με την πολιτική του τοποθέτηση, με το πώς αντιλαμβάνεται την ενάσκηση των δημοσίων πολιτικών, με την αισθητική του· de gustibus et coloribus non est disputandum, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Αυτό που θεωρώ, εντούτοις, πως μπορεί να προσφέρει το σύντομο αυτό σημείωμα είναι να προσθέσει μια διαφορετικής υφής ερμηνευτική περιγραφή των επιλογών του Μπακογιάννη και των συν αυτώ παρατρεχάμενων και να αναδείξει την επιλογή της πιλοτικής εφαρμογής του Περιπάτου ως μια επιλογή που εντάσσεται οργανικά στις νεοφιλελεύθερες λογικές της διακυβέρνησης του Δήμου.
Αρχικά, οφείλουμε να θυμηθούμε δύο πράγματα, ένα σχετικά με τη γενικότερη κατεύθυνση της παρούσας δημοτικής διοίκησης κι ένα, δεύτερο, αναφορικά με τον σχεδιασμό του επίμαχου Μεγάλου Περιπάτου. Έτσι, αυτό που κομίζει με αποφασιστικότητα και καλύτερο αμπαλάρισμα ο Μπακογιάννης, κι έρχεται να επισφραγίσει δείγματα της περιόδου Καμίνη,[1] είναι η πλαισίωση του αστικού σχεδιασμού και των πολιτικών για την Αθήνα με μοτίβα, αξίες, στρατηγικές που χαρακτηρίζουν σήμερα σημαντικό μέρος των δυτικών (νεοφιλελεύθερων) μητροπόλεων. Πράσινος καπιταλισμός,[2] συνέργειες των δημοτικών θεσμών με τον κόσμο των επιχειρήσεων, των μεγάλων ιδρυμάτων και της κοινωνίας των πολιτών[3], έμφαση στην καινοτομία, αγκάλιασμα της τεχνολογικής προόδου και σταδιακή υιοθέτηση data-driven πολιτικών. Ακόμη, ενθάρρυνση της διαβούλευσης και της συμμετοχικότητας στον σχεδιασμό[4] της πόλης ή στον προϋπολογισμό του εκάστοτε δήμου και κατασκευή μιας νέας ταυτότητας του δημότη, μιας διαφορετικής αίσθησης του ανήκειν σε μια πόλη. Εντελώς παραδειγματικά, αντλώντας από δελτίο τύπου του δήμου Κηφισιάς, ο οποίος εφάρμοσε στο παρελθόν τον θεσμό του συμμετοχικού προϋπολογισμού, διαβάζουμε πως «μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες οι πολίτες αλλάζουν ιδιότητα, και από δέκτες γίνονται πομποί, πρωταγωνιστές των αποφάσεων στην πόλη τους», αλλά και ότι «όταν αλλάζουν οι πολίτες αλλάζει η πόλη και η Τοπική Αυτοδιοίκηση». Ας μην ξεχνάμε πως όλα τα παραπάνω και άλλα ηχηρά παρόμοια επανέρχονται συνεχώς στον δημόσιο διάλογο ως κύριες συνιστώσες μιας σύγχρονης πόλης του παρόντος και του μέλλοντος και μάλιστα ως μέρος μιας παγκόσμιας κίνησης των πόλεων, οι οποίες συνδιαλέγονται, ανταλλάσσουν καλές πρακτικές, δημιουργούν συνομαδώσεις και μικρότερα ή μεγαλύτερα συλλογικά πρότζεκτ.[5]
Το δεύτερο στοιχείο που θα πρέπει να θυμηθούμε αφορά την αρχική αφήγηση Μπακογιάννη γύρω από το έργο του Μεγάλου Περιπάτου. «Είναι το πρώτο έργο σε ολόκληρη τη χώρα που εξελίσσεται και διαμορφώνεται από τον διάλογο. Το αξιολογούμε όλοι μαζί, το κρίνουμε όλοι μαζί και το συνδιαμορφώνουμε», δήλωνε, όταν ο Περίπατος ήταν ακόμη στα πρώτα του βήματα. Ή, στο πιο ποιητικό του, «δεν είναι έργο ενός δημάρχου ή μιας δημοτικής αρχής και αυτή είναι η μαγεία του. Είναι έργο που το συζητάμε. Γιατί αυτό το έργο, το περπατάμε μαζί».[6] Επομένως, η πιλοτική εφαρμογή του έργου αποτελούσε τη δεδηλωμένη επιλογή της δημοτικής αρχής. Η εξέλιξή του, η μερική ή ολική του υλοποίηση, οι μεταβολές του αρχικού του σχεδιασμού θα βασίζονταν στις αξιολογήσεις των πολιτών, στις νέες προτάσεις που θα διατυπώνονταν, στη διαβούλευση – βέβαια, άγνωστο και θολό το πώς αυτά θα πραγματοποιούνταν μ’ έναν τρόπο θεσμικά οργανωμένο.
Αν πιάσουμε το νήμα από το τελευταίο τεύχος του KABOOM, θα ανακαλέσουμε στη μνήμη μας πως πέραν μιας οικονομικής θεωρίας που πριμοδοτεί την αγορά έναντι του κράτους, ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά μια ιδιαίτερη μέθοδο διακυβέρνησης των ατόμων και των θεσμών η οποία δεν ασκείται δια της επιβολής και της καταστολής αλλά δια μέσου της ελευθερίας και της ενεργής συμμετοχής των πολιτών. Πρόκειται για μια συμμετοχή η οποία διαρκώς ενθαρρύνεται και για μια ελευθερία η οποία, φυσικά, εξασκείται εντός ενός στενά οριοθετημένου πλαισίου, σηματοδοτημένου από τις λογικές του επιχειρηματικού κόσμου, τις αγοραίες αξίες, τις τακτικές του σύγχρονου μάνατζμεντ. Παράλληλα, η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση φέρει μια θετική πρόταση για το πώς μπορούμε να ζούμε τις ζωές μας, πώς να οργανώνουμε τους θεσμούς, πώς να αναδιατάσσουμε τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους γύρω μας. Έτσι, η διαβούλευση και η συμμετοχικότητα, δύο έννοιες τις οποίες διαισθητικά αντιλαμβανόμαστε ως θετικές και κοντινές στα πολιτικά μας προτάγματα, μπορούν κάλλιστα να αναβαπτιστούν και να καταστούν λειτουργικές στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Διαβούλευση λαμβάνει χώρα όταν οι κάτοικοι μιας γειτονιάς βρίσκονται σ’ ένα πάρκο, έναν δημόσιο χώρο, για να συζητήσουν προβλήματα και να βρουν λύσεις από κοινού, διαβούλευση κι όταν καλούμαστε να τοποθετηθούμε επί ενός υποψηφίου έργου ή πρότζεκτ, το οποίο, όμως, ήδη από τον σχεδιασμό του φέρει συγκεκριμένες αξίες, σημασίες και λογικές[7]· νομίζω πως οι διαφορές γίνονται ευχερώς αντιληπτές.
Η λογική Μπακογιάννη περί ενός πιλοτικού και προσωρινού έργου του οποίου η αποπεράτωση ή μη, αλλά και τρόπος κι ο βαθμός πραγματοποίησής της, βασίζεται στη διαρκή ανατροφοδότηση των υπευθύνων περί τη λήψη των αποφάσεων με απόψεις, κριτικές, δεδομένα και νέες προτάσεις, απηχεί σε μεγάλο βαθμό τόσο τις λογικές της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, αλλά και, ειδικότερα, μια πτυχή αυτής της διακυβέρνησης την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «ανακλαστική» ή «αναδραστική» (reflexive). Με τον όρο αυτό, ο οποίος συνδέεται συχνά με την εφαρμογή πολιτικών βιωσιμότητας στο πλαίσιο αστικών ή μη σχεδιασμών, εννοούμε τη διακυβέρνηση εκείνη η οποία από τη μία πλευρά βασίζεται σε διαδικασίες μάθησης και συλλογής γνώσης (learn-based) κι από την άλλη απασχολείται με την επίλυση ζητημάτων τα οποία προκαλεί η ίδια η πράξη της διακυβέρνησης.[8] Ο πιλοτικός Μεγάλος Περίπατος μπορεί να θεωρηθεί δείγμα ενός τέτοιου τύπου διακυβέρνησης, ανεξάρτητα από την επιτυχία ή αποτυχία της υλοποίησής του. Ωστόσο, ακόμη σημαντικότερο, η απόλυτη ταύτιση του συγκεκριμένου έργου με τις προαναφερθείσες λογικές και στρατηγικές δεν είναι το ζητούμενο· τουναντίον, θα έπρεπε να μας απασχολούν περισσότερο πιθανές γραμμές σκέψης, επιρροές και κατευθύνσεις.
Όταν ο Μπακογιάννης σχολιάζει πως «υπάρχουν ακόμα πολλοί Αθηναίοι που δεν έχουν παραδοθεί και που νοιάζονται για την πόλη» και δηλώνει πως επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτή τη δυναμική, για να πάει η πόλη μπροστά, δεν φέρεται κατ’ ανάγκη υποκριτικά ούτε θέλει να δημιουργήσει ένα προπέτασμα καπνού ώστε να αποκρύψει τα σατανικά του σχέδια. Πράγματι επιθυμεί την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, πράγματι ενθαρρύνει την κοινωνία των πολιτών να πάρει σημαντικό μέρος στη διακυβέρνηση της πόλης, πράγματι θεωρεί τα μεγάλα ιδρύματα και τον επιχειρηματικό κόσμο εταίρους του πολιτικού παιχνιδιού. Ελπίζω, εντούτοις, το παρόν σημείωμα να κατέδειξε, έστω και σε ημιτελή βαθμό, πως το κάλεσμα του Μπακογιάννη σε συμμετοχή και διαβούλευση είναι κάλεσμα σ’ έναν στίβο χαραγμένο από τις γραμμές της αγοράς, του επιχειρείν και του ανταγωνισμού, κάλεσμα στον ρότορα του νεοφιλελευθερισμού να στροφάρει ακόμη πιο γρήγορα.
Επομένως, όχι, τα λεφτά του πιλοτικού Μεγάλου Περιπάτου δεν είναι κατ’ ανάγκη πεταμένα. Ή, ακόμη κι αν είναι, δεν είναι επειδή έχουμε μπροστά μας μια συνθήκη διαφθοράς ή κακοδιαχείρισης (ή τουλάχιστον όχι μόνο γι’ αυτό), αλλά διότι το νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ έμεινε μετέωρο είτε για λόγους κατασκευαστικούς είτε εξαιτίας των ρητών και άρρητων αντιστάσεων. Με την υπόμνηση ότι η διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης της κοινωνίας δεν είναι ούτε αναντίστρεπτη ούτε μονόδρομη, να ευχηθούμε η πολιτική κριτική να πάψει αποκλειστικά και μόνο να μετράει λεφτά (και «απελευθερωμένα» τετραγωνικά μέτρα πρασίνου) και να καταπιαστεί με τις αδιόρατες γραμμές που κυκλώνουν και ορίζουν το πώς και σε τι κόσμο ζούμε τις ζωές μας.
[1] Σημειώνεται εδώ η ένταξη της πόλης της Αθήνας στην πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ροκφέλερ «100 Resilient Cities» και η εκπόνηση ενός σχετικού πλάνου δράσεων με ορίζοντα το 2030.
[2] «Για να έχει ελπίδες να κατακτήσει τη δημαρχία μιας μεγάλης γαλλικής πόλης εν έτει 2020, κάθε σοβαρός υποψήφιος πρέπει να συμμορφωθεί με ορισμένους κανόνες. Παραδείγματος χάρη, να δεσμευθεί ότι θα φυτέψει δέντρα.», γράφει ο Benoît Bréville στο άρθρο του «Όταν οι πόλεις πραγματοποιούν απόσχιση στο όνομα του προοδευτισμού». Διαθέσιμο εδώ.
[3] Κάπως ευτράπελη αλλά χαρακτηριστική η περσινή εορταστική δράση του Δήμου Αθηνών με τίτλο «Υιοθέτησε την Πόλη σου», στο πλαίσιο της οποίας εταιρείες και ιδρύματα «υιοθετούν» δρόμους ή περιοχές της πόλης και επιμελούνται τον χριστουγεννιάτικο στολισμό τους.
[4] Συνήθως με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[5] Πέρα από την προαναφερθείσα πρωτοβουλία «100 Resilient Cities» του Ιδρύματος Ροκφέλερ, μπορούμε να αναφέρουμε το δίκτυο «Eurocities» 190 ευρωπαϊκών πόλεων, το «City Protocol» του τεχνολογικού κολοσσού Cisco αλλά και πλείστες όσες πρωτοβουλίες σε επίπεδο πόλεων με αντικείμενο την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης.
[6] Δηλώσεις αλιευμένες από την Καθημερινή. Με μια απλή αναζήτηση μπορεί ο καθένας και η καθεμία να βρει πολλές ακόμη παρόμοιου περιεχομένου και ύφους.
[7] Έτσι, για παράδειγμα, κατά τη δημοτική αρχή Καμίνη, έλαβε χώρα ευρεία διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών σχετικά με το Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης «Έργο: Αθήνα 2020», ένα πλάνο αναβάθμισης της Αθήνας ως τόπου κατοικίας αλλά και προσέλκυσης επενδυτικών πόρων και επιχειρήσεων.
[8] Βλ. στο Olivier de Schutter και Jacques Lenoble, Reflexive Governance. Redefining the Public Interest in a Pluralistic World, Hart Publishing, 2010.