Η ελληνική κοινωνία, βεβαίως, έχει όλες τις τελευταίες δεκαετίες ένα σημαντικό ποσοστό ακροδεξιών, οι οποίοι είτε στεγάζονται σε συστημικά κόμματα εξουσίας, καθώς η Νέα Δημοκρατία, είτε αναζητούν πολιτική έκφραση σε κόμματα ακροδεξιού εθνικισμού συνήθως πατριδοκάπηλου. Αν και αυτό το ποσοστό υπήρχε και θα εξακολουθήσει να υπάρχει, είναι σημαντικό διακύβευμα το αν θα βρει έκφραση σ’ άλλο ένα φαιδρό κόμμα εθνοκαπηλίας ή αν θα αναζητήσει μια πραγματική ναζιστική αρχέτυπη μήτρα του κακού ως διέξοδό του. Η «Χρυσή Αυγή» υπήρξε ένα αντιδημοκρατικό κίνημα, το οποίο βασιζόταν αφενός και στην άλωση μερών του κράτους, όπως η αστυνομία, και στον βίαιο εκφοβισμό της σιωπηλής πλειοψηφίας, που θα μπορούσε δυνητικά να είχε οδηγήσει ακόμη και σε συνταγματική εκτροπή. Και αφετέρου στην εγκληματική βία απέναντι σε μετανάστες με μεθόδους που παρέπεμπαν στη φασιστική «κρυπτεία», δηλαδή τον φόνο ορισμένων μεταναστών ή ιδεολογικών αντιπάλων, ώστε να δεθεί η ομάδα επί του αίματος του θυσιασθέντος και της κοινής ενοχής για αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές είχαμε και την τυπική θρασυδειλία του να επιτίθενται πολλοί σε έναν, η οποία, όμως, είναι και η πεμπτουσία του φαινομένου του να συμπηγνύεται μια ομάδα πολλών πάνω στο έγκλημα εναντίον του μειονοτικού εξοβελιστέου. Δεδομένου μάλιστα ότι η πιθανολογούμενη νέα οικονομική καταστροφή που θα έλθει λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, σε συνδυασμό με την αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να πραγματώσει μία ριζοσπαστική εναλλακτική πολιτική, θα οδηγήσουν στο άμεσο μέλλον το πολιτικό σώμα σε νέες οξείες καμπές μεταξύ φασισμού και αναζήτησης αυθεντικής εναλλακτικής διεξόδου, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης ήταν επίκαιρη τώρα περισσότερο από ποτέ.
Πρόκειται για μια καταδίκη που εγγράφει στη μνήμη των δυνητικών ψηφοφόρων της «Χρυσής Αυγής» ή αντίστοιχου νεοναζιστικού κόμματος, όλη τη μικρότητα των μορφών αυτών του φασισμού, οι οποίοι αναζητούσαν ελαφρυντικά με γελοίο τρόπο, έδειξαν την ανθρώπινη δειλία που βρίσκεται συνήθως στο υπόβαθρο της φασιστικής υπεραναπλήρωσης, την ευτέλεια γυμνή στη δημοσιότητα. Και αυτός ο εξευτελισμός είναι ο μόνος τρόπος για να φύγει η νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» από επιλογή μιας μερίδας των ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν θα πειστούν από επιχειρήματα για τους κινδύνους του φασισμού για τη δημοκρατία, θα νιώσουν, όμως, μια άμεση απέχθεια για την ποταπότητα αυτών που τους αναζητούσαν ως ήρωες. Το δεύτερο είναι ότι η δικαστική κατάδειξη των εγκλημάτων θα αποθαρρύνει στο μέλλον μια άλλη μερίδα ψηφοφόρων, περισσότερο «νοικοκυραίων» αυτή τη φορά, που ήθελε να διατηρεί μία κακόπιστη άγνοια για τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Υπάρχει βεβαίως το αντεπιχείρημα ότι ο δικαστικός εξοβελισμός της Χρυσής Αυγής από το πολιτικό σύστημα με τον σχηματισμό ενός «συνταγματικού τόξου» εναντίον της, θα επιβεβαιώσει ορισμένους από τους οπαδούς της ότι όντως πρόκειται για τη μοναδική πραγματική εναλλακτική, εξ ου και καταπολεμείται ως παράνομη. Ωστόσο, το αντεπιχείρημα αυτό σκοντάφτει στο γεγονός ότι πρυτανεύει η ευτέλεια που εκτίθεται κατά την εκδίκαση και ακριβώς σύρονται οι οπαδοί να δουν κατάματα χωρίς άλλες υπεκφυγές την ανθρώπινη μικρότητα αυτών που είχαν ψευδώς ηρωοποιήσει.
H εξέλιξη αυτή κατέστη δυνατή χάρη στη διαθεσιμότητα στη θυσία ενός ανθρώπου, του Παύλου Φύσσα, ο οποίος έκανε πράξη το «σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ» του τραγουδιού και άφησε τον εαυτό του έκθετο στο πραγματικό βάθος της αδυσώπητης βίας του φασισμού. Και κατέστη επίσης δυνατή χάρη στη μειονοτική γενναιότητα αστυνομικών που πήγαν κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα συμπόρευσης ή αδιαφορίας του αστυνομικού σώματος για τη «Χρυσή Αυγή» και τόλμησαν τη σύλληψη. Το τελευταίο δεν ήταν καθόλου αυτονόητο, όπως ακριβώς φάνηκε και από την αυτοπεποίθηση του δολοφόνου τη μοιραία νύχτα. Αυτή η θυσία του Παύλου Φύσσα και η γενναιότητα όσων τόλμησαν τη σύλληψη, αλλά και των μαρτύρων που κατέθεσαν, προκάλεσαν μια νέα ενότητα του ελληνικού πολιτικού σώματος μέσα από την εσωτερίκευση του θυσιασθέντος. Αυτή η βαθιά ενότητα είναι που έκανε το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα να φοβηθεί έναν «δεύτερο Δεκέμβρη 2008» και να συρθεί πίσω από τις εξελίξεις. Με αυτήν την έννοια, ο Παύλος Φύσσας είναι και ο κληρονόμος μιας χορείας μαρτύρων της αντιβίας, όπως ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Το σύστημα κατέστη ουραγός, προσπάθησε μάταια να βρει καινούργια αφηγήματα, όπως ότι η Χρυσή Αυγή είναι η Πάνω Πλατεία Συντάγματος των Αγανακτισμένων του 2011, το οποίο διαψεύδεται από το πώς απαξίωναν τα ίδια τα μέλη της Χρυσής Αυγής την κινητοποίηση των Αγανακτισμένων και πώς έσπευδαν να διαχωρίσουν εαυτούς ως δήθεν αυθεντικότερους. H γενναιότητα με την οποία ο Παύλος Φύσσας διατέθηκε στην αποκάλυψη της βίας της «Χρυσής Αυγής» οδήγησε σε μία νέα ενότητα τον ελληνικό λαό εναντίον της διεξόδου του ναζισμού υπό τη συγκεκριμένη μορφή και γέννησε ένα είδος πολιτικού σώματος. Παρόλο που την ίδια στιγμή η παλινδρόμηση στην ξενοφοβία είναι έντονη, η διπλή εργαλειοποίηση των μεταναστών από την τουρκική και την ελληνική κυβέρνηση οδηγεί σε δυσκολότατες προκλήσεις, είναι ελπιδοφόρα η ανάδυση ενός αποφασιστικά αντιφασιστικού πολιτικού σώματος.