συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη
Σχετικά με την απόφαση του δικαστηρίου για τη μη χορήγηση αναστολών στην πλειοψηφία των καταδικασθέντων χρυσαυιτών και τη σημασία της, η Ελευθερία Τομπατζόγλου σχολίασε ότι «η καταδίκη από μόνη της όσο σημαντική και να είναι και όσο αν ήταν η πρώτη και μεγάλη νίκη, δηλαδή εκεί που προσβλέπαμε ουσιαστικά, αν είχε συνοδευτεί από ανασταλτικό αποτέλεσμα, όλη αυτή η διαδικασία θα μετατρεπόταν ουσιαστικά σε κάτι το τελείως συμβολικό, χωρίς δηλαδή αντίκτυπο και υλοποίηση στην πραγματικότητα, με ό,τι αυτό θα συνεπαγότανε. Τη στιγμή αυτή με την εκτέλεση των ποινών στο μεγαλύτερο ποσοστό των κατηγορουμένων, δηλαδή μόλις σε 12 χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, οι οποίοι και με καθαρά νομικούς όρους το δικαιούντο. Κατά συνέπεια όλοι οι υπόλοιποι οδηγούνται στις φυλακές. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός και οι 7 διευθύνοντες στην εγκληματική οργάνωση θα οδηγηθούν φυλακή, όπου επίσης σημαντικό είναι και για την οικογένεια του Παύλου που εκπροσωπώ, το γεγονός ότι μόνο δύο από τους συνεργούς του Ρουπακιά, μένουν εκτός φυλακής.»
Ολόκληρη η εκπομπή:
«Η δύναμη που είχε όλη η οικογένεια του Παύλου διοχετεύτηκε και σε μας»
Χαρακτήρισε την οικογένεια του Παύλου Φύσσα ως κινητήρια δύναμη σε «πολύ μεγάλο ποσοστό αυτής της διαδικασίας, με την έννοια ότι πιθανότατα μία άλλη οικογένεια, αν είχε χαθεί ένας άλλος άνθρωπος θα έριχνε το βάρος, χωρίς αυτό να είναι μομφή φυσικά, αποκλειστικά και μόνο στη δικαίωση την προσωπική τους. Η οικογένεια του Παύλου από πάρα πολύ νωρίς αντιλήφθηκε ότι το θέμα δεν είναι προσωπικό, δεν είναι ο Παύλος ως πρόσωπο το οποίο ζητά δικαίωση μόνο, είναι όλα τα εν δυνάμει θύματα της Χρυσής Αυγής και ακριβώς αυτήν την ιδέα ενσωμάτωσε. Η Μάγδα στήριξε τον δικαστικό μας αγώνα, ήταν δίπλα μας σε όλες τις δικασίμους, ακόμα και όταν τελείωσε το σκέλος που αφορούσε τη δολοφονία του παιδιού της, σε κάθε δικασιμο, αυτά τα πεντέμισι χρόνια ήταν εκεί, πράγμα που σημαίνει ότι όντως έχει πάρει πλέον έναν συμβολισμό και προσωπικά, ως εικόνα, ως πρόσωπο που νομίζω ότι αφήνει μια παρακαταθήκη στο αντιφασιστικό κίνημα τεράστια»
Από την άλλη πλευρά όμως, οικογένειες θυμάτων και Πολιτική Αγωγή δέχονταν έναν «πολυεπίπεδο» πόλεμο:
«Το ζήτημα για όσους παρακολουθήσαν τη δίκη εξ’ αρχής, μεταξύ των οποίων και εσείς φυσικά, είναι ότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο “πόλεμος” που δεχόμασταν ήτανε πολυεπίπεδος. Αφ’ ενός είχαμε να αντιμετωπίσουμε την μεγαλύτερη πλειοψηφία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης όπου για διάφορους λόγους, επεδείκνυαν μία αμφισβήτηση ακόμα και στο ίδιο το κατηγορητήριο όταν κινήθηκε η ποινική δίωξη πλέον και εξεδόθη το βούλευμα. Μην ξεχνάμε και τη στήριξη που παρείχαν στην Χρυσή Αυγή τα προηγούμενα χρόνια πάρα πολλοί παράγοντες, τόσο των ΜΜΕ, όσο και πολιτικοί, οπότε το πράγμα ήτανε πολύ δυσκολότερο απ’ ό,τι ίσως φαντάζεται κάποιος ο οποίος το βλέπει απ’ έξω. Η μάχη επομένως μέσα στο δικαστήριο εμπεριείχε και αυτή τη δυσκολία, γιατί και οι δικαστές, τουλάχιστον σε πρώτη φάση και μέχρι να απλωθεί μπροστά τους το αποδειχτικό υλικό είχαν τις προσλαμβάνουσες ενδεχομένως τις κοινωνικές και των ΜΜΕ, που δημιουργούσαν μία αμφισβήτηση ως προς την ευστάθεια για παράδειγμα του κατηγορητηρίου»
Πρόσθεσε ότι η υπεράσπιση ήταν σε δυνάμεις κρυιολεκτικά δεκαπλάσια από την Πολιτική Αγωγή, ενώ μάλιστα θύμισε ότι οι δικηγόροι των χρυσαυγιτών πληρώνονταν από τη Βουλή, όπου είχαν προσληφθεί ως επιστημονικοί συνεργάτες. Συνεχίζοντας, θύμισε ότι «υπήρχε μία έτσι γενικότερη φημολογία από ανθρώπους που δεν είχαν καν δει ποτέ την δικογραφία, δεν την είχαν ακουμπήσει καν, δεν είχαν διαβάσει ούτε γραμμή, ούτε λέξη, ότι δήθεν το κατηγορητήριο είναι σαθρό για κάποιο λόγο. Κατά συνέπεια είχαμε να αντιμετωπίσουμε και αυτό. Ευτυχώς το κατηγορητήριο πάρα πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι αυτό το πράγμα δεν ευσταθεί και αυτό έγινε αντιληπτό τόσο από τα στοιχεία που υπήρχαν στη δικογραφία, όσο και από αυτά που εισφέραμε ως Πολιτική Αγωγή. Κατά συνέπεια η πρώτη μάχη που είχε κερδηθεί ήταν μέσα στο δικαστήριο όταν καταφέραμε επιτέλους “να υποψιάσουμε” τρόπον τινά τους δικαστές γιατί το αποδεικτικό υλικό ήταν τεράστιο και ήταν ανθρωπίνως αδύνατο.»
«Οι εισαγγελικές προτάσεις συνέχεια της συμπεριφοράς της επί 5μιση χρόνια»
Σχετικά με τις εισαγγελικές προτάσεις της Αδαμαντίας Οικονόμου, που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και έφτασαν ακόμα και στο σημείο παράλειψης κρίσιμων στοιχειών από την έδρα, η Ελευθερία Τομπατζόγλου τόνισε ότι επρόκειτο για συνέχεια της συμπεριφοράς της συγκεκριμένης εισαγγελικής λειτουργού κατά τα 5μιση χρόνια της δίκης:
«Όσον αφορά τα τελευταία γεγονότα και αφού πλέον είχαμε ξεπεράσει τον σκόπελο όλης αυτής της αμφισβήτησης, όταν φτάσαμε τέλος πάντων στο δια ταύτα είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τις εισαγγελικές προτάσεις, όπου βέβαια ήτανε η συνέχεια δυστυχώς της συμπεριφοράς της εισαγγελέως σε όλα αυτά τα πεντέμισι χρόνια. Παρ’ότι ο ρόλος των εισαγγελικών λειτουργών είναι συνήθως η απόδειξη του κατηγορητηρίου ή τέλος πάντων, ακόμα και όταν πειστούν για την αθωότητα κάποιου κατηγορουμένου, φροντίζουν αυτό να το διατυπώσουν στο τέλος, έχοντας συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία, στην προκειμένη περίπτωση είχαμε ακριβώς το αντίθετο. Από την αρχή είχαμε μία αμφισβήτηση, μία προσπάθεια από την εισαγγελέα της έδρας ουσιαστικά όχι να αποδείξει, αλλά να αποδυναμώσει τις κατηγορίες» ανέφερε η εκ των δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα και εξήγησε στη συνέχεια:
«Αναζητούσε συστηματικά εντολή για τα επιμέρους αδικήματα, κάτι το οποίο νομικά παρέλκει στο αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης. Αναζητούσε την εντολή, αναζητούσε αυτό που αποτελεί ξεχωριστό αδίκημα και δεν αποτελεί προϋπόθεση απόδειξης στην εγκληματική οργάνωση, αυτό που λέμε δηλαδή “ηθική αυτουργία”, όπου στο συγκεκριμένο αδίκημα παρέλκει. Δεν προβλέπεται καν η απόδειξή του, διότι από τη στιγμή που αποδεικνύεται η ένταξη των κατηγορουμένων και η συγκρότηση της εγκληματικής οργάνωσης και γίνει δεκτό ότι τα αδικήματα τελέστηκαν στα πλαίσια της εγκληματικής, ο δόλος θεωρείται κοινός. Ότι δηλαδή εξ αρχής είχαν συνενωθεί με τον δόλο διάπραξης των επιμέρους πράξεων. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν απαιτείται να ελεγχθεί αν κάθε συγκεκριμένη πράξη είχε ρητή εντολή από τον Μιχαλολιάκο ή από τους υπόλοιπους διευθυντές, μια και ουσιαστικά αυτές ήταν εξ αρχής οι κατευθυντήριες γραμμές της σύστασης της εγκληματικής. Δηλαδή να τελούνται ανθρωποκτονίες, να τελούνται βαριές σωματικές βλάβες κτλ. Οπότε η εισαγγελέας είχε υποπέσει σε αυτό το ατόπημα το νομικό, ρωτώντας μάλιστα τους μάρτυρες του κατηγορητηρίου, το οποίο ήταν και ανακόλουθο λογικά. Διότι δεν μπορεί να γνωρίζει το ίδιο το θύμα εάν ο Μιχαλολιάκος ή οποιοσδήποτε είχε δώσει εντολή στους φυσικούς αυτουργούς του αδικήματος να στραφούν εναντίον του θύματος. Δηλαδή αυτό θα μπορούσε να το γνωρίζει μονάχα κάποιος που θα ήταν μέλος της οργάνωσης.
Οπότε με τέτοιου είδους ερωτήσεις προς τα θύματα, ουσιαστικά αντί να προσφέρει κάτι στην απόδειξη της κατηγορίας, προσπαθούσε να την αποδυναμώσει, γιατί προφανώς τα θύματα δεν μπορούσαν να το ξέρουν αυτό και απαντούσαν όλοι “δεν μπορώ να ξέρω”. Οπότε “αποσπούσε” απαντήσεις, που τροφοδοτούσαν μετά το επιχείρημα των Χρυσαυγιτών ότι δήθεν δεν υπήρχε εντολή. Δηλαδή αναπαρήγαγε μέσω των ερωτήσεών της η εισαγγελέας το αφήγημα της Χρυσής Αυγής περί δήθεν άγνοιας της ηγεσίας.»
Τα τυχαία γεγονότα κατά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα
Το βράδυ που ο Γιώργος Ρουπακιάς δολοφονεί τον Παύλο Φύσσα, συμβαίνει μια σειρά από τυχαία γεγονότα, που αν δεν είχαν συμβεί δυστυχώς τα πράγματα ίσως να ήταν ακόμα χειρότερα. Ο Παύλος έζησε για 4 λεπτά μετά τη μαχαιριά, προλαβαίνοντας να υποδείξει τον δολοφόνο του. Στο σημείο βρίσκεται περιπολικό της «Άμεσης Δράσης», την ώρα που σύμφωνα και με έρευνα του Forensic Architecture, η ομάδα ΔΙΑΣ που βρίσκεται στο σημείο κάνει βόλτες το τετράγωνο, παραπλανόντας τα κεντρικά. Παράλληλα, δύο κοπέλες, είναι αυτόπτριες μάρτυρες της δολοφονίες και με δική τους επιθυμία, αψηφώντας τον φόβο, πηγαίνουν στο Αστυνομικό Τμήμα για να καταθέσουν. Σχετικά με αυτά τα τυχαία γεγονότα, η Ελευθερία Τομπατζόγλου σχολίασε:
«Ακριβώς. Ακριβώς αυτό είναι. Ο πρώτος κρίκος αυτής της τυχαίας σειράς γεγονότων, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι ο Παύλος έμεινε όρθιος τέσσερα λεπτά και υπέδειξε το δολοφόνο του. Το δεύτερο και πολύ σημαντικό επίσης είναι η σύλληψη του Ρουπακιά, διότι είναι η πρώτη φορά που κατηγορούμενος μέλος της Χρυσής Αυγής που τελεί άδικη πράξη στα πλαίσια της οργάνωσης, συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω. Γιατί όλοι οι υπόλοιποι είτε είχαν διαφύγει της σύλληψης, δεν βρέθηκαν ποτέ, δεν ταυτοποιήθηκαν, δηλαδή παρότι ενδεχομένως ήταν γνωστοί , είτε συνελήφθησαν εκ των υστέρων, πράγμα που ουσιαστικά τους έδινε τον χρόνο να οργανώσουν την υπεράσπισή τους. Εν προκειμένω, χάσαν αυτό το πλεονέκτημα και βρεθήκαν ουσιαστικά προ τετελεσμένων γεγονότων, καθώς με δεδομένο ότι ήταν παρόν και όλο το τάγμα της Νίκαιας ήταν αδύνατον να απεμπλακεί και η ίδια οργάνωση από την τέλεση της πράξης. Παρότι βέβαια στην αρχή προσπάθησαν αφ ενός να ρίξουν το βάρος της ευθύνης αποκλειστικά και μόνο στον Ρουπακιά, εν συνεχεία διαπίστωσαν ότι αυτό δε τους βγαίνει. Βέβαια, απεδείχθη απόλυτη δράση της Χρυσής Αυγής, από τον τρόπο δράσης, αλλά και από τις επικοινωνίες εκείνο το βράδυ και από την όλη δομή της οργάνωσης και τα υπόλοιπα στοιχεία, ότι προφανέστατα η πράξη αυτή δεν αποτελούσε μια μεμονωμένη πρωτοβουλία των Χρυσαυγιτών της Νίκαιας»
Τέλος, σε ερώτηση για το αν οι εντολείς της θα ζητήσουν αποχημίωση από το Δημόσιο, τόνισε ότι μέχρι τώρα δεν υπάρχει τέτοια εντολή, μολονότι έχουν το δικαίωμα να απευθυνθούν στα αστικά δικαστήρια: Προκειμένου να υπάρξει αποζημίωση, θα πρέπει τα θύματα να κινηθούνε στα Αστικά Δικαστήρια κατά των υπαιτίων. Προς το παρόν εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει κάποια τέτοια πρόθεση. Δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον. Πάντως οι διαδικασίες δεν γίνονται αυτόματα. Εναπόκεινται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, το κατά πόσο θα διεκδικήσουν δηλαδή τα θύματα αποζημιώσεις, το οποίο δεν μπορώ να απαντήσω αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον. Για τις άλλης πολιτικής αγωγής δεν το ξέρω. Όσον αφορά την οικογένεια του Παύλου δεν έχουμε τέτοια εντολή προς το παρόν.