Έτσι, ο αναγνώστης θα δει να σκιαγραφείται στις σελίδες του βιβλίου ένας Max Weber που δεν ταυτίζεται με τη σεβάσμια εκείνη φιγούρα που αναπαύεται στο πάνθεον των κλασικών της κοινωνιολογίας, ούτε με το διανοητικό σύμβολο μιας φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, που τοποθετείται στον αντίποδα της μαρξικής και σοσιαλιστικής ανάλυσης της πραγματικότητας. Αντίθετα, κρίσιμα κείμενα του τόμου αναδεικνύουν τις εκλεκτικές συγγένειες της σκέψης του με σοσιαλιστικής αφετηρίας επικριτές του καπιταλισμού και ριζοσπάστες του καιρού του.
Ένα τέτοιο κείμενο αποτελεί και η συνεισφορά του γάλλου συγγραφέα και μελετητή του Weber, Aurélien Berlan. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, τον ρωτήσαμε γι’ αυτές τις εναλλακτικές ερμηνείες του βεμπεριανού έργου. Πόσο ικανές είναι να το αποσπάσουν από τη μονοσήμαντη ταύτισή του με φιλελεύθερες θέσεις; Ποια στοιχεία του μπορούν να ιδωθούν σε συνάρτηση προς κριτικές αναλύσεις του καπιταλιστικού κόσμου; Μας μίλησε επίσης για τη σχέση του Weber με τον Marx και τον μαρξισμό, καθώς και για την πιθανή συνεισφορά των βεμπεριάνων ιδεών στη συγκρότηση μιας άλλης, εναλλακτικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Για τον ίδιο, αυτή η τελευταία δεν μπορεί παρά να εμπνέεται από τη στάση της διανοητικής εντιμότητας που σφράγισε τη σκέψη και την προσωπικότητα του γερμανού διανοητή.
Στη Γαλλία, η πρώτη και η πλέον διαδεδομένη πρόσληψη του έργου του Max Weber έχει φιλελεύθερο προσανατολισμό. Αντιπαραθέτει τον Weber προς τον Marx και τον υλισμό του και συνδέει πολλές από τις σκέψεις του πρώτου με τον μεθοδολογικό ατομισμό και τη θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Την ίδια στιγμή, θέτει στο προσκήνιο την πολυθεΐα των αξιών ως το θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το βεμπεριανό έργο γίνεται μια πολεμική μηχανή ενάντια στον ολισμό των σοσιαλιστικών θεωρήσεων για την κοινωνία και την οικονομία. Και στην Ελλάδα υπάρχει μια παρόμοια οικειοποίηση του Weber από τους φιλελεύθερους. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν στοιχεία στο έργο του που να νοθεύουν και να υπονομεύουν εκ των έσω, θα λέγαμε, αυτή τη φιλελεύθερη οικειοποίηση.
Ναι, υπάρχουν μέσα στο ίδιο το έργο του Weber πολλά τέτοια στοιχεία που αντιτίθενται σε μια μονολιθική φιλελεύθερη οικειοποίηση. Στη Γαλλία, ο Weber αρχικά χρησίμευσε ως αντίδοτο στον μαρξισμό-λενινισμό. Ο ίδιος στάθηκε πράγματι κριτικά απέναντι στους μαρξιστές της εποχής του. Αλλά αυτή η [φιλελεύθερη] χρήση του «ιδρυτή πατέρα» της γερμανικής κοινωνιολογίας δεν κατέστη δυνατή παρά μόνο επειδή ο Weber δεν σταμάτησε από την αρχή ως το τέλος της σταδιοδρομίας του να ενδιαφέρεται για τον καπιταλισμό στο πλαίσιο μιας κριτικής οπτικής – πράγμα που εξηγεί το ενδιαφέρον που έδειξε γι’ αυτόν πλήθος νεαρών σοσιαλιστών, όπως ο Robert Michels, ο Georg Lukacs ή ο Ernst Bloch. Εάν είχε υπάρξει ένας απλός απολογητής του καπιταλισμού, με όλη την ιδεολογική τύφλωση που αυτό συνεπάγεται, δεν θα είχε αποτελέσει το αντικείμενο ούτε ενός τέτοιου ενδιαφέροντος ούτε μιας τέτοιας χρήσης.
Για τον Weber, ο καπιταλισμός συνιστούσε «τη δύναμη που βαραίνει πιο έντονα πάνω στο πεπρωμένο της σύγχρονης ζωής μας». Αυτή η αντίληψη κάνει τον Weber να τελεί σε άμεση συνέχεια με τον Marx, με τον οποίο δεν σταμάτησε να συνδιαλέγεται. Ένα από τα τελευταία του μαθήματα στη Βιέννη είχε τον τίτλο «Θετική κριτική του ιστορικού υλισμού». Κατά τον ίδιο, δεν ήταν όλα για πέταμα στο δόγμα του Marx. Έπρεπε, σίγουρα, να απαλλαγούμε από το δόγμα σύμφωνα με το οποίο τα οικονομικά συμφέροντα (η υποδομή) καθορίζουν πάντοτε τις ιδέες (το εποικοδόμημα, ιδίως το θρησκευτικό). Αλλά την ίδια στιγμή, έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η θέση έχει βάση στη σύγχρονη εποχή, στο καπιταλιστικό καθεστώς, και ότι είναι ακριβώς αυτός ο υλικός ντετερμινισμός που χαρακτηρίζει τον βιομηχανικό πολιτισμό μας: ενάντια στον ιδεαλισμό των φιλελεύθερων που επικαλούνται τη «δύναμη της ψυχής» και την «υπευθυνότητα» του κάθε ατόμου, η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να διαμορφώσει τη ζωή του με βάση τις αξιολογικές επιλογές του, το δράμα της εποχής μας είναι σύμφωνα με τον ίδιο ότι οι ιδέες, ιδίως οι ηθικές ιδέες, δεν έχουν πια καμία αποτελεσματικότητα απέναντι στην καπιταλιστική «μηχανή». Ένα τέτοιο «σιδερένιο κλουβί» θα καθορίζει τον τρόπο ζωής των πληθυσμών «μέχρι να καταναλωθεί και η τελευταία σταγόνα ορυκτών καυσίμων».
Ενάντια στο φιλελεύθερο δόγμα που θέλει το ελεύθερο παιχνίδι της αγοράς να δρα προς όφελος της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, ο Weber ισχυρίζεται ότι «είναι απολύτως γελοίο να αποδίδουμε στον σύγχρονο καπιταλισμό […] μια εκλεκτική συγγένεια με τη “δημοκρατία” ή ακόμη και με την “ελευθερία” (με οποιαδήποτε έννοια του όρου) και ότι συνεπώς το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι να μάθουμε πώς, κάτω από την κυριαρχία του, όλα αυτά τα πράγματα θα μπορούν να είναι “δυνατά” σε βάθος χρόνου». Στο πολιτικό επίπεδο, ο Weber ήταν φυσικά φιλελεύθερος, με την έννοια ότι υπερασπιζόταν την ατομική ελευθερία και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αλλά δεν είχε αυταπάτες για τον τύπο της γραφειοκρατικής, δηλαδή ελευθεροκτόνου, κοινωνίας προς την κατεύθυνση της οποίας ωθούσε ο –λεγόμενος φιλελεύθερος– βιομηχανικός καπιταλισμός. Το κριτικό βλέμμα του τον τοποθετούσε σε απόσταση από τους φιλελεύθερους και τους μαρξιστές που, από τη μεριά τους, ήταν υπέρμαχοι της γραφειοκρατικοποίησης στο οικονομικό πεδίο.
Η αιχμή του δόρατος του «απομαγευμένου φιλελευθερισμού» του Weber (ενός φιλελευθερισμού που δεν λέει στον εαυτό του παραμύθια για το μέλλον της ελευθερίας στον βιομηχανικό κόσμο) είναι ότι μας θυμίζει, μαζί με τον Marx, πως στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα ο μισθωτός δεν είναι παρά τυπικά ελεύθερος να εργαστεί ή να μην εργαστεί· στην πραγματικότητα, εξαναγκάζεται να το κάνει γιατί έχει αποστερηθεί τα δικά του μέσα επιβίωσης και παραγωγής. Αλλά πηγαίνοντας πέρα από τον Marx, ο Weber έχει μια πρωτότυπη σύλληψη αυτής της αποστέρησης που βρίσκεται στο θεμέλιο της σύγχρονης κυριαρχίας. Ενώ ο Marx έκανε λόγο για μια αιματηρή ιστορική απαρχή (την «πρωταρχική συσσώρευση» που αποτελεί τη ρίζα του «χωρισμού του εργάτη από τα μέσα της παραγωγής»), ο Βέμπερ εντόπιζε εκεί πάνω απ’ όλα μια λογική συνέπεια του βαθμού του καταμερισμού και της οργάνωσης της εργασίας: πέρα από κάποια όρια που αφορούν το μέγεθος του εργατικού προσωπικού και κυρίως την αναζήτηση της αποτελεσματικότητας (του εξορθολογισμού), ο εργαζόμενος αποκόπτεται αναγκαστικά από τα υλικά μέσα πραγματοποίησης της εργασίας του, τα αποστερείται προς όφελος μιας ομάδας τεχνικών, η οποία τα ελέγχει. Αυτό ισχύει εξίσου για έναν εργάτη σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο, αν τον συγκρίνουμε με έναν τεχνίτη του παρελθόντος, για έναν μισθωτό «ερευνητή», αν τον συγκρίνουμε με τους λόγιους της προβιομηχανικής εποχής (δεν μπορεί κάποιος να έχει στην κατοχή του έναν επιταχυντή σωματιδίων όπως είχε έναν αστρονομικό φακό), ή για έναν σύγχρονο στρατιώτη, αν τον συγκρίνουμε με έναν μεσαιωνικό ιππότη (ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης των όπλων και του αλόγου του και είχε δικαίωμα γνώμης επί της πολεμικής στρατηγικής και μεριδίου επί της λείας). Από αυτά προκύπτει ότι ο σύγχρονος «ερευνητής» υπόκειται εξίσου στους ανωτέρους του με τον εργάτη ή τον στρατιώτη, σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα και τους στόχους των ερευνών του…
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ερμηνεία του Weber είναι αυτή που συνδυάζει το έργο του με το έργο του Marx. Στην Ελλάδα, μια τέτοια παρουσίαση του Weber μάς είναι γνωστή από το έργο του γάλλου οικοσοσιαλιστή Michaёl Löwy και του βρετανού ιστορικού κοινωνιολόγου Michael Mann. Ποια θεωρείς ότι είναι τα θεωρητικά ελλείματα ή τα αμφισβητήσιμα σημεία στον μαρξισμό, τα οποία ο Weber μπορεί να μας βοηθήσει να συμπληρώσουμε ή ακόμη και να διορθώσουμε; Με άλλα λόγια, γιατί υπάρχει η ανάγκη για μια αριστερά που να εμπνέεται από τον Weber;
Στις μέρες μας, ο Weber παρουσιάζει ενδιαφέρον για την αριστερά, δηλαδή για όλες εκείνες κι εκείνους που θέλουν έναν διαφορετικό, πιο δίκαιο και βασισμένο στην αλληλεγγύη κόσμο, επειδή ακριβώς ξεκινά από αυτό το ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στην αποστέρηση και την κυριαρχία. Για πολύ καιρό, η ηγεμονία του μαρξισμού οδήγησε στο να είναι η αριστερά σε πολύ μεγάλο βαθμό υπέρ της βιομηχανίας: η κριτική του βιομηχανικού κόσμου κατηγορούνταν ως ρομαντική, δηλαδή ως προσκολλημένη στο παρελθόν, και οι διανοούμενοι ή οι αγωνιστές που διαχωρίζονταν από αυτή την άποψη ήταν σπάνιοι και περιθωριοποιούνταν αμέσως (η Simone Weil ή ο André Prudhommeaux στη Γαλλία, ο Carlo Levi ή ο Silone στην Ιταλία, ο Lewis Mumford στις ΗΠΑ κ.λπ.). Ο βιομηχανισμός αποτελούσε το ορθό δόγμα της αριστεράς: η κοινωνική πρόοδος προϋπέθετε τον παραγωγισμό. Συνεπώς, για να απελευθερωθούμε όλοι μαζί, έπρεπε να απαλλαγούμε από τις ρίζες της κοινωνικής κυριαρχίας. Και η κυριαρχία ρίζωνε στην ένδεια: οι άνθρωποι ωθούνταν, υπό τον φόβο της έλλειψης, να ιδιοποιηθούν τα πλούτη, επειδή δεν υπήρχαν αρκετά. Έτσι προέκυπτε η ιδιωτική περιουσία και, κατά συνέπεια, η κοινωνική κυριαρχία. Εξού και η εμμονή της αριστεράς με την «πάλη ενάντια στη σπάνη» και την αύξηση της παραγωγής, με την «ανάπτυξη» και την «ουδετερότητα της τεχνολογίας».
Σήμερα, η κοινωνική, πολιτική και οικολογική καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε όλα τα συστατικά αυτής της βιομηχανικής συνταγής, που αποδεικνύονται περισσότερο ή λιγότερο αμφισβητήσιμα, επειδή προεκτείνουν τα αξιώματα της οικονομικής σκέψης που συγκροτεί το θεμέλιο της ιδεολογίας του κεφαλαίου. Και ο Weber μπορεί να μας βοηθήσει σε αυτή την κριτική επανεξέταση, κυρίως γιατί τοποθέτησε στην καρδιά του κοινωνικού το ερώτημα της εξουσίας, που δεν μπορεί να αναχθεί στο πρόβλημα του αγώνα για κάποιους πόρους που τελούν σε σπάνη, αλλά και γιατί έχει μια κριτική αντίληψη για τις αρνητικές συνέπειες των βιομηχανικών μέσων παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας επανοικειοποίησης που βασίζεται στην ισότητα και την αλληλεγγύη: η πειθαρχία ενός εργοστασίου αποτελεί κυριαρχία και η μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση οργανώνεται αναγκαστικά με γραφειοκρατικό τρόπο. Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός στρώματος «λευκών κολάρων» που οργανώνει την εργασία των «μπλε κολάρων» αντ’ αυτών και κατά συνέπεια βρίσκεται σε θέση εξουσίας. Και (ιδίως αν είμαστε υλιστές…) δεν μπορούμε να δούμε για ποιον λόγο αυτοί οι εργαζόμενοι γραφείου (μηχανικοί, οργανωτές, νομικοί, λογιστές κ.λπ.), που έχουν κοινωνική προέλευση και ακαδημαϊκή πορεία πολύ διαφορετική από εκείνη των εργατών, θα στέκονταν αλληλέγγυοι δίπλα τους και θα αποκήρυσσαν τα προνόμια που η αντικειμενική οργάνωση της βιομηχανικής εργασίας τούς δίνει. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο βιομηχανικός σοσιαλισμός δεν μπορούσε για τον Weber να οδηγήσει –το είχε επισημάνει από το 1917– παρά μόνο στη δικτατορία των υπαλλήλων. Η ιστορία τον δικαίωσε.
Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι η αριστερά του 20ού αιώνα τρεφόταν με αυταπάτες, ενδεχομένως γενναιόδωρες, αλλά μοιραίες. Ο Weber μπορεί να μας βοηθήσει να τακτοποιήσουμε τα πράγματα μέσα από τη διανοητική εντιμότητα που τον χαρακτηρίζει: αν θέλουμε να πραγματοποιήσουμε έστω σε έναν μικρό βαθμό τα ιδανικά μας, πρέπει να σταματήσουμε να λέμε στον εαυτό μας παραμύθια και να κοιτάξουμε κατάματα τη βιομηχανική πραγματικότητα. Η «βιομηχανική πρόοδος» είναι η ρίζα της πλειονότητας των σύγχρονων καταστροφών, καταστροφών οικολογικών και υγειονομικών, σίγουρα, αλλά και πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών: εξατομίκευση της κοινωνίας, απώλεια ικανοτήτων, αίσθημα αδυναμίας, εμμονή με την ασφάλεια κ.λπ. Η «τεχνολογία» δεν είναι ουδέτερη, είναι εργαλείο εξουσίας στα χέρια αυτών που θέλουν να γίνουν κυρίαρχοι του κόσμου (όπως οι γίγαντες του διαδικτύου, Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft), αλλά και σύγχρονος φορέας του καπιταλισμού: αν το αυτοκίνητο υπήρξε το βασιλικό εμπόρευμα του 20ού αιώνα (αυτό που «έσυρε» την ανάπτυξη της καπιταλιστικής μεγαμηχανής), αυτός που παίζει σήμερα αυτόν τον ρόλο είναι ο μικροεπεξεργαστής, με όλες του τις εφαρμογές (υπολογιστές, smartphone κ.λπ.).
Στο κείμενο που συνεισέφερες στον τόμο κάνεις λόγο για μια μορφή ριζοσπαστικής αριστεράς που παρουσιάζει εκλεκτικές συγγένειες με το έργο του Weber. Θα μπορούσες να σκιαγραφήσεις τα βασικά της χαρακτηριστικά και τις πολιτικές ευαισθησίες της; Πώς μπορούμε να σκεφτούμε το πολιτικό προφίλ ενός τέτοιου ριζοσπαστισμού, στον αντίποδα μιας αριστεράς που βασίζεται στον μαρξισμό;
Τα έργα μου αναφέρονται πράγματι στον Weber, αλλά εμπνέονται από αυτόν μόνο εν μέρει. Στην πραγματικότητα, έχω κυρίως χρησιμοποιήσει τον Weber σαν ένα ισχυρό διανοητικό εχέγγυο, εντός του ακαδημαϊκού κόσμου, για να δικαιολογήσω την αυτοκριτική της αριστεράς που μου φαίνεται απαραίτητη αν θέλουμε να βγούμε από τη βιομηχανική καταστροφή που βρίσκεται σε εξέλιξη. Αυτό που πάνω απ’ όλα με ενέπνευσε είναι η συμμετοχή μου σε ένα ευρύ κίνημα που θέτει σε αμφισβήτηση τον βιομηχανισμό, ο οποίος, από τον Saint Simon μέχρι το Κομμουνιστικό Κόμμα, κυριάρχησε στη γαλλική αριστερά και έδρασε προς όφελος της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό το κίνημα περιλαμβάνει τις μη δογματικές ομάδες του αναρχικού και του αυτόνομου κινήματος, όπως και τους θιασώτες μιας ριζοσπαστικής πολιτικής οικολογίας (εκείνες και εκείνους που δεν βρίσκονται στα λεγόμενα «πράσινα» κόμματα και υποστηρίζουν περισσότερο την αποανάπτυξη και την έξοδο από την οικονομία, τη μείωση των ψεύτικων αναγκών και των κοινωνικών ανισοτήτων).
Το έμβλημα αυτής της κίνησης υπήρξε, εδώ και μια δεκαετία, το κίνημα της ZAD. Το να βάλεις στο παιχνίδι μια ZAD συνίσταται στο να καταλάβεις μόνιμα μια επικράτεια που απειλείται από το ένα «μεγάλο αναπτυξιακό πρότζεκτ» (ένα αεροδρόμιο στη Βρετάνη, ένα φράγμα ή ένα κέντρο διακοπών μέσα στο δάσος, μια φυλακή στις Βρυξέλλες κ.λπ.) και να αναπτύξεις εκεί άλλες μορφές ζωής, βασισμένες στην αναζήτηση της υλικής αυτονομίας (με δική σου παραγωγή τροφίμων, δική σου κατασκευή των κοινοτικών οικημάτων και των κτιρίων) και της πολιτικής αυτονομίας (αυτο-οργάνωση από τη βάση, αυτόνομα μέσα ενημέρωσης κ.λπ.). Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, αυτό το κίνημα ήταν ελάχιστα γνωστό, αλλά οι επιτυχίες που κατάφερε να σημειώσει (πολλά από τα πρότζεκτ εγκαταλείφθηκαν) κατέστησαν σε έναν βαθμό ορατή αυτή την ελευθεριακή και αντιβιομηχανική αριστερά, ενάντια στην οποία μάχονται οι παλαιοσοσιαλιστικοί δεινόσαυροι, ιδίως στους κόλπους του Monde diplomatique.
Υποστηρίζεις ότι μία από τις συνεισφορές του Weber που μπορεί να έχει έναν ριζοσπαστικό πολιτικό προσανατολισμό είναι το αίτημά του για ακεραιότητα και διανοητική εντιμότητα. Μου φαίνεται ότι αυτό είναι κάτι στ’αλήθεια αξιοσημείωτο, ως αντίδοτο όχι μόνο στον πολιτικό δογματισμό, αλλά και στην αδυναμία των αναλύσεών μας να πατήσουν και με τα δύο πόδια στο έδαφος και να συσχετιστούν με τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Επίσης, η διανοητική εντιμότητα, όταν εξασκείται, μπορεί να βοηθήσει στον σχηματισμό μιας διαφορετικής ηθικοπολιτικής υποκειμενικότητας. Θα μπορούσες να αναπτύξεις λίγο περισσότερο τις σκέψεις σου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα;
Αυτό που χαρακτηρίζει την αριστερά είναι το συναίσθημα της ηθικής υπεροχής που βασίζεται στο γεγονός ότι στεκόμαστε αλληλέγγυοι (τουλάχιστον στο επίπεδο του γενικού λόγου) με τους εργάτες και τους ανθρώπους που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με τους εξουσιαζόμενους και αυτούς που «μένουν στην απ’ έξω». Αυτό το συναίσθημα συντελεί στην τύφλωσή μας σε ό,τι αφορά τους πραγματικούς μηχανισμούς της κοινωνικής κυριαρχίας στη βιομηχανική εποχή και τον τρόπο με τον οποίο αναπαραγόμαστε (κατά κύριο λόγο περιφρονώντας τους αγρότες), γιατί δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση του ίδιου μας του εαυτού. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτή την υπεροπτική στάση, η οποία αναπαράγεται σήμερα σε ορισμένα αντιρατσιστικά και οικολογικά κινήματα που παριστάνουν τα ριζοσπαστικά. Σκέφτομαι κυρίως τον βιγκανισμό που δίνει στους ακολούθους του (που γενικά ζουν σε πόλεις) ένα εντελώς ψευδές συναίσθημα ηθικής αγνότητας: αυτό που απειλεί τον κόσμο της ζωής σήμερα δεν είναι τόσο οι «σαρκοφάγοι» (και ιδίως όχι οι μικροί εκτροφείς του Τρίτου κόσμου) όσο η βιομηχανική ανάπτυξη, το επόμενο βήμα της οποίας, στο πεδίο της διατροφής, είναι να εξαλείψει τους τελευταίους αγρότες για να παράγει τρόφιμα σε εργοστασιακά εργαστήρια, με παράλογο ενεργειακό κόστος, αλλά με υπέροχα οφέλη (κρέας που παράγεται σε δοκιμαστικό σωλήνα, μοριακή αγροκαλλιέργεια κ.λπ.). Ο τρόπος με τον οποίο διάφοροι αριστεριστές βίγκαν παίζουν το παιχνίδι αυτής της βιομηχανοποίησης είναι καταστροφικός. Ευτυχώς, υπάρχουν βίγκαν που ξέρουν καλά ότι δεν έχουν να δώσουν μαθήματα σχετικά με τον σεβασμό της ζωής στη γη, τουλάχιστον από τη στιγμή που θα είχαν smartphone και αυτοκίνητο και θα αγόραζαν κινόα που έρχεται από τη Βολιβία! Στην πολιτική, η «καλή συνείδηση» είναι συχνά δείγμα ψευδούς συνείδησης.