Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, κυρίως μαθητές γυμνασίου και λυκείου, φοιτητές και άλλοι νεολαίοι, συγκεντρώθηκαν έξω από το κοινοβούλιο της Ταϋλάνδης και πάλι, απαιτώντας βαθιές συνταγματικές αλλαγές, για να αντιμετωπίσουν τη βάρβαρη καταστολή των αρχών.
Η νεολαία της Ταϋλάνδης συνεχίζει να αγωνίζεται, από τον Ιούλιο, απαιτώντας βαθιές μεταρρυθμίσεις εκδημοκρατισμού στο πολιτειακό και πολιτικό σύστημα της χώρας, που και σήμερα στρατοκρατείται. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους οι διαδηλώσεις ήταν απολύτως ειρηνικές από πλευράς νεολαίας, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την αστυνομία και την φιλοβασιλική ακροδεξιά από την βάρβαρη καταστολή, που έφτασε μέχρι και τη χρήση αληθινών πυρών.
Tο Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, οι αστυνομικές αρχές, επικουρούμενες από ακραία φιλοβασιλικά στοιχεία, απάντησαν με αληθινά πυρά, λαστιχένιες σφαίρες, δακρυγόνα και κανόνια νερού, στέλνοντας δεκάδες τραυματίες στο νοσοκομείο. Περισσότεροι από 40 άνθρωποι οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο τραυματισμένοι στις συγκρούσεις με την αστυνομία, πέντε εκ των οποίων από αληθινά πυρά, όπως ανακοίνωσαν και οι χειρουργοί τους. Η αστυνομία, παρά τις αποδείξεις, αρνείται ότι χρησιμοποίησε αληθινά πυρά, και ανακοίνωσε ότι ερευνά ποιος μπορεί να τα χρησιμοποίησε.
Οι διαδηλωτές έχουν τρία βασικά αιτήματα: την παραίτηση του στρατοκράτη (και πρώην πραξικοπηματία) πρωθυπουργού Πραγιούτ Τσανότσα, την άμεση αλλαγή του συντάγματος ώστε να διευρυνθεί η λαϊκή συμμετοχή και την μεγάλη μείωση των εξουσιών του βασιλιά – κάτι που αποτελεί ίσως και την σημαντικότερη ένδειξη της βαθιάς αλλαγής που έχει επιτελεστεί στην κοινωνία της Ταϊλάνδης, που για πρώτη φορά αμφισβητεί μαζικά το βασιλιά του.
Ο σημερινός βασιλιάς, Βατζιραλοκόρν, που ανέλαβε το 2016, με το θάνατο του πατέρα του, γενικώς σεβαστού στη χώρα βασιλιά Μπουμιμπόλ, είναι μία από τις αιτίες της μεγάλης αυτής στροφής του λαού εναντίον της μοναρχίας. Ο Βατζιραλοκόρν ζει, μαζί με την οικογένειά του και τις ερωμένες του, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου στη Βαυαρία, όπου έχει νοικιάσει ένα ολόκληρο ξενοδοχείο πολυτελείας, και κυβερνά από κει, χωρίς καν να έχει ορίσει εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο εντός της χώρας.