Την ικανοποίηση του πάγιου και δίκαιου αιτήματος των υγειονομικών υπαλλήλων για την ένταξη τους στα Βαρέα και Ανθυγιεινά (ΒΑΕ) πρότεινε, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών, στην κυβέρνηση και το υπ. Εργασίας η 10μελής αρμόδια, ειδική επιτροπή υπό την Προεδρία του πνευμονολόγου- εντατοκολόγου, Παναγιώτη Μπεχράκη.
Σύμφωνα με το πόρισμα της επιστημονικής επιτροπής, το οποίο ολοκληρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου, σε καθεστώς ΒΑΕ εντάσσονται οι υγειονομικοί υπάλληλοι της χώρας, καθώς και εργαζόμενοι στους προβλήτες του λιμανιού Πειραιά. Σημειώνεται πως σχετικό αίτημα για την ένταξη στα ΒΑΕ είχε υποβληθεί και για οδηγούς σχολικών λεωφορείων για τους οποίους δε λήφθηκε, ωστόσο, κάποια απόφαση καθώς «δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία προκειμένου να εξεταστούν ως διακριτή ειδικότητα».
Οι αποφάσεις της επιτροπής ελήφθησαν κατά πλειοψηφία με εξαίρεση την εκπρόσωπο του ΣΕΒ, Κατερίνα Δασκαλάκη, η οποία αφενός συμφωνεί με την ένταξη αλλά εξέφρασε διαφωνία προς τη διαδικασία διατύπωσης της τελικής απόφασης.
Μέλη της επιτροπής, εκτός από τον Παναγιώτη Μπεχράκη είναι οι Ν. Ηλιόπουλος, Αικ. Δασκαλάκη, Ν. Δήμας, Χρ. Παπάζογλου, Ευ. Σακελλαρίου, Κ. Αγραπιδάς, Μ. Λέκκα, Ν. Καλογερόπουλος και Α. Μέγγουλης.
Αναλυτικά οι κλάδοι και ειδικότητες:
•Όλοι οι νοσηλευτές ανεξαρτήτως χώρου εργασίας
•Γιατροί δημόσιων νοσοκομείων (ΕΣΥ) και σε οργανωμένων πρωτοβάθμιων κέντρων υγείας, ανεξαρτήτως ειδικότητας η βαθμού
•Υγειονομικοί υπάλληλοι, που δεν εντάσσονται στα ΒΑΕ για λόγους εργασιακών/ασφαλιστικών σχέσεων παρά το γεγονός ότι η ειδικότητά τους είναι ήδη εντεταγμένη.
•Εργατοτεχνίτες στους προβλήτες II και ΙΙΙ του λιμανιού του Πειραιά.
Η επικινδυνότητα της έκθεσης στον Covid-19 στο σκεπτικό του πορίσματος
Στο σκεπτικό που συνοδεύει το εν λόγω πόρισμα της επιτροπής για την ένταξη των υγειονομικών στα ΒΑΕ επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, η μεγάλη κοινωνική ευαισθησία λόγω της πανδημίας του Covid-19 και της συνεχούς έκθεσης των υγειονομικών με τον ιό.
Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνεται η κοινωνική ευαισθησία εξαιτίας της πανδημίας, η οποία «δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί ως σημαντικός συντελεστής διαμόρφωσης της θεματολογίας και ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της επιτροπής» χωρίς, ωστόσο, «να επηρεάσει την αντικειμενική κρίση της».
Ως πρόσθετο αντικειμενικό κριτήριο επισημαίνεται, επίσης, ο συντελεστής της έκθεσης στον SARS-CoV-2. «Η έκθεση στον νέο κορονοϊό θεσπίζεται για πρώτη φορά ως παράγοντας επαγγελματικού κινδύνου και ουσιαστικό κριτήριο ένταξης στα ΒΑΕ. Η επιτροπή έκρινε ότι το φαινόμενο της επαγγελματικής έκθεσης των υγειονομικών σε βιολογικούς παράγοντες κινδύνου δεν είναι παροδικό και ότι η τρέχουσα πανδημία, εκτός από τη μεγάλη εργασιακή ένταση που εμφανώς προκαλεί, αποτελεί και έκφραση μιας συνεχούς απειλής από ιογενείς λοιμώξεις, που θα εξακολουθήσουν να προκαλούνται από γνωστά ή άγνωστα αίτια. Η απειλή αυτή αποτελεί άμεσο κίνδυνο της ζωής και της υγείας των εργαζομένων, ενώ επιπροσθέτως, έχει σημαντική δυσμενή επίδραση στην οικογενειακή και κοινωνική τους ζωή με συνέπεια ακόμη περισσότερο άγχος και δευτερογενείς επιπτώσεις στην υγεία».
Ο μεγάλος αριθμός των εν ενεργεία υγειονομικών της χώρας με περισσότερους από 120.000 εργαζόμενους, επίσης, συνυπολογίζεται στα κριτήρια του πορίσματος χωρίς να λειτουργεί ως δυνητικά αρνητικό κριτήριο το δημοσιονομικό κόστος που συνεπάγεται η ένταξή τους στα ΒΑΕ.
Τέλος, επισημαίνεται η πολλαπλότητα των επαγγελμάτων και των χώρων του υγειονομικού κλάδου, αφού η κλαδική, χωροταξική και ιεραρχική προσέγγιση του επαγγελματικού κινδύνου των υγειονομικών αναγνωρίστηκε ως ιδιαίτερο πρόβλημα για κρίση προς ένταξη στα ΒΑΕ. Το πρόβλημα, συγκεκριμένα, προκύπτει εξαιτίας της ανομοιογένειας των κλάδων, των ειδικοτήτων και των χώρων εργασίας των περισσότερων από 120.000 εργαζόμενων, οι οποίοι μάλιστα διαφοροποιούνται και βαθμολογικά στο εσωτερικό κάθε κλάδου.
Αναγκαιότητα ριζικής αναθεώρησης του θεσμού των ΒΑΕ
Σημειώνεται, τέλος, πως η επιτροπή προτείνει την «ανάπτυξη και λειτουργία αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου και καταγραφής της επικινδυνότητας επαγγελμάτων προς ένταξη» επισημαίνοντας την αναγκαιότητα ριζικής αναθεώρησης του θεσμού των ΒΑΕ, με γνώμονα όχι την υλική και συνταξιοδοτική «ικανοποίηση» ανθρώπων που εργάζονται κάτω από ακατάλληλες συνθήκες, αλλά την ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών. Διευκρινίζει, μάλιστα, πως όσον αφορά την μη εξέταση των πρόσθετων αιτημάτων που εκκρεμούν, «δεν σημαίνει την απόρριψη» τους αλλά την αδυναμία προσέγγισης τους «λόγω έλλειψης επιστημονικών δεδομένων εκτίμησης επαγγελματικού κινδύνου».