Να παρεμβαίνουν άμεσα στις περιπτώσεις καταλήψεων Πανεπιστημίων, υπουργείων και άλλων δημοσίων κτηρίων και να ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία, σε περίπτωση που οι καταληψίες αρνούνται να εγκαταλείψουν το χώρο, παρήγγειλλε στους συναδέλφους του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες
anergoi.png
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός απέστειλε σήμερα έγγραφη παραγγελία του στους προϊσταμένους των εισαγγελιών Εφετών της χώρας στην οποία επισημαίνεται ότι «τα τελευταία έτη, παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο της καταλήψεως διαφόρων χώρων στους οποίους στεγάζονται και λειτουργούν υπηρεσίες του Δημοσίου ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου». Αποτέλεσμα των καταλήψεων αυτών, είναι σύμφωνα με τον κ. Τέντε, «η διακοπή της λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών ή η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι «η κατάληψη και η συνακόλουθη διακοπή λειτουργίας ή διατάραξη ενεργείται είτε με την παράνομη, δηλαδή παρά τη θέληση της υπηρεσίας είσοδο, είτε με τη νόμιμη είσοδο πολιτών στους παραπάνω χώρους και την εν συνεχεία άρνησή τους να τους εγκαταλείψουν, παρά την αντίθετη θέληση της υπηρεσίας, η οποία (θέληση) δηλώνεται από το νόμιμο εκπρόσωπο ή από αρμόδιο (εντεταλμένο) υπάλληλό της». Η αντίθετη θέληση, προσθέτει ο κ. Τέντες, «μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή συμπερασματικά από τη συμπεριφορά των εκπροσώπων των υπηρεσιών».
Τα παραπάνω συνιστούν, όπως εξηγεί ο ίδιος, το πλημμέλημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης, το οποίο διώκεται αυτεπάγγελτα. Δηλαδή, η άσκηση ποινικής δίωξης για το επίμαχο αδίκημα δεν προϋποθέτει την προηγούμενη κατάθεση μήνυσης, αλλά οι εισαγγελικές αρχές μπορούν να παρέμβουν από μόνες τους και να ακολουθούν την αυτόφωρη διαδικασία. Συνεπώς, προσθέτει ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός απευθυνόμενος προς τους συναδέλφους του, είναι «αυτονόητη η παρέμβασή σας, μέσω των αστυνομικών αρχών, τόσο για τη βεβαίωση των εγκλημάτων όσο και για την εξακρίβωση των στοιχείων των δραστών τους».
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει ο I. Τέντες, «πρέπει να ζητείται η συμβολή των προϊσταμένων των δημοσίων υπηρεσιών προκειμένου: α) να διευκρινίζεται η συνδρομή κρίσιμων στοιχείων, όπως η δήλωση της αντιθέσεως των υπηρεσιών στην παραμονή των δραστών στους χώρους τους ή η διακοπή ή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας τους και β) να εντοπίζεται η ταυτότητα των δραστών ή τουλάχιστον όσων πρωταγωνιστούν στις καταλήψεις, η οποία κατά κανόνα είναι γνωστή σε αυτούς».
Σε σοβαρές περιπτώσεις και «ιδίως όταν οι δράστες αρνούνται επιμόνως να απομακρυνθούν ή οι καταλήψεις έχουν μεγάλη διάρκεια ή συνοδεύονται και από άλλες παράνομες πράξεις, όπως φθορές κ.λπ.», επιβάλλεται να ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία, υπογραμμίζει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Ο I. Τέντες κάνει, επίσης, ειδική αναφορά στις ευθύνες που έχουν οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι (πρυτανικές αρχές) και όσοι είναι επικεφαλής δημοσίων κτηρίων (υπουργείων, οργανισμών κ.λπ.), αλλά και στην άρση του ακαδημαϊκού ασύλου.
Ειδικότερα όσον αφορά στο ακαδημαϊκό άσυλο επισημαίνει ότι «με την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Ν. 4009/2011 καταργήθηκαν οι διατάξεις που καθιέρωναν το ακαδημαϊκό άσυλο, με την παράγραφο 2 δε του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι στις αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των χώρων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία». Επομένως, τονίζει, «όσα εκτίθενται ανωτέρω ισχύουν και για τις καταλήψεις όλων ανεξαιρέτως των καταστημάτων ή χώρων των Α.Ε.Ι.».