Είχαμε βρεθεί ένα βράδυ με μεγάλη παρέα, και μαζί ήταν και ένας ηλικιωμένος ποιητής, ενίοτε ολίγον δύστροπος, αλλά από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους που γνωρίζω, με το χάρισμα να μην είναι ποτέ πληκτικός στις κουβέντες του. Δεν βρίσκουμε αρχικά να καθίσουμε σε εξωτερικό χώρο, γεγονός που σήμαινε αυτομάτως απαγόρευση καπνίσματος, και ο φίλος-ποιητής δηλώνει ότι δεν θα μείνει μαζί μας, αν δεν μπορεί να καπνίσει.
Στη συνέχεια μνημονεύει τον Κωστή Παπαγιώργη και τη θητεία του στα νοσοκομεία, και συμπληρώνει ότι δεν υπάρχει πιο μεγάλη ταπείνωση από αυτό που κάνουν οι άνθρωποι που μονίμως «προσέχουν την υγεία τους» και που κυνηγάνε τους γιατρούς για να επιβιώσουν.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι και εγώ και αυτός θα κυνηγάμε γιατρούς σε νοσοκομεία την κρίσιμη ώρα και θα είμαστε ευγνώμονες όταν μπορούν να διώξουν τον πόνο και να καθυστερήσουν τον θάνατο. Κι εμείς σε αυτή την ουρά θα περιμένουμε για συσσίτιο.
Όμως, από όσα έχω καταλάβει από τη χρονιά που πέρασε, πιστεύω ότι ο άνθρωπος που ζητάει μόνο να μην πονάει, είναι ήδη κάποιος άλλος. Περιγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης την αρρώστια ως συνθήκη που μας αποκαλύπτει την κοινή ανθρώπινη συνθήκη και λέει ότι το ερώτημα εκεί είναι το ίδιο για όλους, η τρωτότητα, αλλά οι απαντήσεις διαφορετικές. Όμως οι διαφορετικές απαντήσεις δεν είναι αυτό που συγκροτεί ταυτότητα; Η απάντηση, όχι η ερώτηση. Είμαστε άνθρωποι, όσο δεν είμαστε ένα μάτσο ιατρικές εξετάσεις. Ή, όσο δεν είμαστε μόνο αυτό. Η μετάφραση της ζωής μας σε μια λίστα δεικτών έχει νόημα όσο υπάρχει ζωή εκτός ιατρικών ανακοινώσεων. Έστω και ελάχιστη, αλλά να υπάρχει. Να μη γράφουν νοσηλευτές τη βιογραφία μας. Κάποια στιγμή είχε γυρίσει ο πατέρας μου και μου είχε πει: «Νόμιζα ότι έρχεται μια στιγμή που πεθαίνεις». «Και τώρα;» τον ρωτάω, και μου απαντάει «πρώτα σταματάει το ένα, μετά το άλλο, μετά το άλλο». Δεν είναι ο χτύπος της καρδιάς το όριο. Είμαστε άνθρωποι στον βαθμό που μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο εκτός από την υγεία μας. Όταν ο πόνος δεν αφήνει να χαρείς τίποτα, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είναι ανθρώπινο πια μέσα μας.
Ο Παπαγιώργης πίστευε βαθύτατα ότι μόνο ο τσακισμένος άνθρωπος διάγει αξιοβίωτο βίο, εξ ου και έλεγε ότι η μέθοδος του για την ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι είναι η πεποίθηση ότι μόνο βαθιά αρρωστημένοι άνθρωποι μπορούν να τον κατανοήσουν. Οι υγιεινιστές και αυτοί που κάνουν τζόγκινγκ δεν έχουν να μας μάθουν τίποτα, ως τέτοιοι. Αυτό όμως προϋποθέτει ανθρώπους που μέσα στον πόνο και τη φθορά εξακολουθούν να έχουν κάτι μέσα τους που σκιρτάει ζητώντας ζωή. Και αυτό μπορεί να ισχύει χίλιες φορές για άτομα με αναπηρίες, ενώ αντιθέτως ενδέχεται ο ολυμπιονίκης να μπορεί μόνο να μας απαγγείλει τη δίαιτα και τους σφυγμούς του. Το έλεγε ωραία ένας χορογράφος, που ευχόταν να έχει υγεία και λεφτά, ώστε «να ξεμπερδεύει με τα πρακτικά». Νομίζω ότι λέμε το ίδιο πράγμα.
Ένα επιχείρημα υπέρ της ευθανασίας είναι αυτή η στιγμή, που ένας άνθρωπος δηλώνει με πλήρη διαύγεια ότι η ασθένεια έχει καταλάβει το κορμί του σε τέτοιο βαθμό ώστε η παράταση της ζωής του είναι μαρτύριο. Δεν το βρίσκω καθόλου εύκολο να απαντήσουμε σε αυτή τη δήλωση, ούτε πολύ περισσότερο να εξηγήσω γιατί πρέπει να αποφασίζουμε για λογαριασμό του ανθρώπου που υποφέρει, ότι οποιαδήποτε συνθήκη ζωής, αρκεί να χτυπάει ακόμα η καρδιά του, είναι προτιμότερη από τον θάνατο. Αν ρωτήσουμε τον Γκλόβερ, που είναι ηθικός φιλόσοφος, θα μας πει ότι η καρδιακή λειτουργία είναι πια δευτερεύουσας σημασίας ως κριτήριο, με δεδομένο ότι υπάρχει η ανάνηψη (αναφέρεται και το εξής δίλημμα: αν πριν την ανάνηψη ο κληρονόμος του ασθενούς προλάβει να τον μαχαιρώσει, διαπράττει φόνο ή κακοποιεί ένα πτώμα;). Και αν το κριτήριο είναι το αξιοβίωτο της ζωής, μένει να συζητήσουμε ένα όριο μέχρι το οποίο η ζωή δεν είναι μαρτύριο. Αυτό το όριο, που είναι χωριστό για τον καθέναν, αν -όπως εγώ- δεν πιστεύουμε στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής, αποτελεί τη βάση αυτής της συζήτησης. Αν, θέλω να πω, το όριο είναι θολό, δυσδιάκριτο και προσωπικό, τότε το να ζητούμε «πάνω απ’ όλα υγεία» δεν είναι δήλωση υπέρ της ζωής, είναι η ζωή ως επιβίωση. Έχω δει με τα μάτια μου τα μπλαβιά πτώματα στη φορμόλη, πάνω στα οποία μαθαίνουν ανατομία οι φοιτητές της ιατρικής και πιστεύω ότι μπορεί κανείς να είναι σε αυτή την κατάσταση πολύ πριν να πεθάνει.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι τι θεωρούμε προτιμότερο: όσοι έχουν διλήμματα για το αν είναι προτιμότερο να είμαι πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος, θα ικανοποιηθούν γρήγορα. Το ερώτημα είναι μάλλον τι εκπροσωπούν η φθορά και η υγεία στο μυαλό μας.
Στο λεξικό των παραδεδεγμένων φράσεων ο Φλωμπέρ όχι μόνο συγκέντρωνε τα κλισέ, αλλά τα έπαιζε και σε σκετς με φίλους του. Ο Παπαγιώργης, που ανέφερα παραπάνω, έγραφε έχοντας θέσει ως στόχο να μη χρησιμοποιήσει ποτέ ούτε μία φράση που έχει φάει τα ψωμιά της, κανένα κλισέ. Το κλισέ είναι μεν στομωμένο μαχαίρι, διότι η φθορά τού έχει στερήσει τη δραστική ουσία, αλλά είναι και ένα απόσταγμα διανοητικής αδράνειας, ενίοτε κοινής βλακείας. Είμαστε άνθρωποι όταν ξοδεύουμε τη ζωή, όταν μεθάμε (μεθάω κι εγώ, μην κοιτάτε που δεν πίνω) και δεν έχουμε τον νου μας στην αυτοπροστασία. Δεν το λέω ως ύμνο στη φθορά, ως επιχείρημα υπέρ των καταχρήσεων – εξάλλου δεν ζω έτσι. Όμως, σε μια χρονιά που όλοι μιλάνε για την υγεία, εύχομαι εκ βάθους καρδίας να μη χρειάζεται ποτέ να συζητάμε για την υγεία. Κι όσο για το πώς χάνεται η ζωή, η ζωή χάνεται μακριά από την ομορφιά, οπουδήποτε, μα οπουδήποτε τη βρίσκει κανείς.
Καλή χρονιά να έχουμε. Και επειδή οι χρονιές δεν αλλάζουν, αλλάζει μόνο το κορμί μας, «Η νύχτα διώχνει τη μέρα από το μεσημέρι» όταν πάψουμε να έχουμε αίμα στις φλέβες μας, όταν πάψουμε να λυσσάμε, όταν δεν μας εκπλήσσει τίποτα. Έτσι σώζεται κι έτσι χάνεται η ζωή για μένα.
Δεν ξέρω πόσοι εύχονται καλή χρονιά γράφοντας για τον θάνατο, αλλά δεν νομίζω να χάλασα κανενός τη ζαχαρένια. Γενικώς δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που είναι καλά αυτή την περίοδο, λοιπόν δεν χρειάζεται καμιά ανησυχία ότι χαλάμε τη γιορτή. Είναι η ιστορική ευκαιρία του γκρινιάρη να βγει μπροστά και να πανηγυρίσει αυτή τη νέα συνθήκη.
Χρόνια πολλά!