Έτσι, η επακολουθήσασα άγρια αστυνομική καταστολή αόπλων και ανυποψίαστων διαδηλωτών, είχε, ως δικαιολογητική βάση, τις «εντολές της επιστήμης» προς διασφάλιση της υγείας του ελληνικού λαού.
Πρώτιστο εργαλείο, λοιπόν, της κρατικής πολιτικής υγείας η αστυνομική ράβδος (γκλομπ) του αποθηριωμένου ροπαλοφόρου αστυνομικού, οι χειροβομβίδες κρότου-λάμψης, τα καπνογόνα και τα χημικά της Αστυνομίας κατά των ειρηνικών διαδηλωτών. Ο Υπουργός κρατικής καταστολής ανέλαβε, εν τοις πράγμασιν, και την διεύθυνση του Υπουργείου Υγείας αναθέτοντάς την στον ροπαλοφόρο αστυνομικό με τα στιβαρά χέρια και την όχι αξιοζήλευτη διάνοια. Ωστόσο, όλως τυχαίως, είχαμε κι έχουμε και άλλου είδους συναθροίσεις, πολύ πιο τακτικές και απείρως επικινδυνοδέστερες των προαναφερθεισών περιστασιακών τιμητικών λαϊκών εκδηλώσεων, τις οποίες η «επιστήμη» και οι αστυνομικοί εφαρμοστές των επιταγών της «ευλαβώς παρείδον»: ο απίθανος συνωστισμός στις αστικές συγκοινωνίες και στον υπόγειο σιδηρόδρομο λόγω σοβαρής και μόνιμης αποδυνάμωσής τους σε οχήματα και προσωπικό λειτουργίας τους· η αποδυνάμωση των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, η σπουδαία απομείωση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού τους, η υποβάθμιση όλων των δημόσιων δομών υγείας. Η σύνδεση της άγριας αστυνομικής καταστολής με τις ανάγκες καταπολέμησης της πανδημίας, η επικάλυψη της αστυνομικής ράβδου (γκλομπ) και της φιλόφρονης δωρεάς της πάνω στα κρανία των αόπλων διαδηλωτών, με την βελούδινη εσθήτα της επιστήμης, είναι εξόχως προσβλητική για την ανθρώπινη νόηση. Η ελληνική αστική τάξη, το πολιτικό προσωπικό της, οι γραβατοφόροι μαστροποί της κοινής γνώμης και οι εκτραχηλισμένοι ροπαλοφόροι αστυνομικοί, δεν φοβούνται την όντως επικίνδυνη πανδημία του κορονοϊού γιατί, «επιφάνεια για δάγκωμα» δεν έχει αυτή, αλλά η λαϊκή αυτενέργεια και συλλογική αντίδραση των ανθρώπων που συνιστούν, κατά τις αντιλήψεις των κρατούντων, επικίνδυνες αποκλίσεις από τις βαθύτατα εξουσιαστικές, ταξικές επιλογές της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και των κλακαδόρων υποτελών της. Η πανδημία και οι ανάγκες καταπολέμησής της ετέθησαν στην υπηρεσία ιδιοτελών ταξικών συμφερόντων της αστικής τάξης. Δεν θάτανε υπερβολή αν λέγαμε πως «στον ουρανό την γύρευαν και στη γη την βρήκαν» αυτήν την αποκρουστική, για τα συμφέροντα των εργαζομένων, ευκαιρία ολοσχερούς εκθεμελίωσης του εναπομείναντος «κράτους πρόνοιας» και περαιτέρω θωράκισης του απεχθούς «Κράτους Φύλακα» πούχει στον θυρεό του τον ροπαλοφόρο αστυνομικό που διατρανώνει απολαυστικά την μοχθηρία του. Στα στιβαρά του χέρια εναποτέθηκε η κατίσχυση της επιστήμης, η δε χρήση υπ’ αυτού της πεφιλημένης αστυνομικής ράβδου του συνιστά ένα, αδιαμφισβήτητης πειστικότητας, επιχείρημα. Ίσως-ίσως να λειτουργεί, στην συγκεκριμένη περίπτωση, και ως Πανάριον (κουτί πρώτων βοηθειών, αποθετήριο επιχειρημάτων, αντιδότων) ενάντια στις αποκλίνουσες συμπεριφορές των λαϊκών κινητοποιήσεων[1]. Αυτές οι ανενδοίαστες ταξικές, πολιτικές προτιμήσεις της άρχουσας τάξης ήταν το «κινούν αίτιον» που την ώθησαν να απαγορεύσει, επί ποινή ροπάλου, ακόμη και την κατά μόνας προσέγγιση των ανθρώπων στο σημείο-μνημείο δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου προκειμένου να καταθέσουν στη μνήμη του μια ταπεινή ανθοδέσμη. Στην περίπτωση αυτή ο συνωστισμός ήταν εξ αντικειμένου ανύπαρκτος, όπως ανύπαρκτος ήταν και ο υποτιθέμενος κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού. Εκείνο που εξόργισε τα άγρια ταξικά αντανακλαστικά των αστών και του πολιτικού προσωπικού τους, δηλαδή της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και της στρατιάς των εξαρτημένων υποτελών της, γραβατοφόρων ή ροπαλοφόρων, εκείνο που «ακούμπησε γυμνό νεύρο» τους, ήταν και είναι η λαϊκή απότιση τιμής στους νεκρούς του Πολυτεχνείου και στον δολοφονηθέντα απ’ την αστυνομία Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, η κατάθεση λουλουδιών στον τόπο του μαρτυρίου τους, ως ένδειξη αγάπης, τιμής και ψυχικής προσέγγισης, ως διατράνωση στοργής και τρυφερότητας απέναντι στα θύματα της θηριώδους αστυνομικής καταστολής, και ΟΧΙ ο ανύπαρκτος «συνωστισμός» και ο εξ αυτού υποτιθέμενος κίνδυνος μετάδοσης της πανδημίας. Απαράμιλλης ενάργειας επιχείρημα υπέρ της άποψής μας είναι η αποκρουστική συμπεριφορά ενός ροπαλοφόρου αστυνομικού ο οποίος, ενεργώντας με τον απωθητικό κυνισμό που τον διακρίνει και το καθοριστικό αίσθημα ατιμωρησίας που τον χαρακτηρίζει, κατέστρεφε τα λουλούδια που εναποτέθησαν στο σημείο δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, παρουσία ομάδας λοιπών γενναίων συναδέλφων του οι οποίοι δεν τον παρεμπόδισαν αλλά, τουναντίον, με τη σιωπή τους και την θλιβερή απραξία τους, του παρείχαν ψυχική συνδρομή στην επιτέλεση της ύ β ρ ε ω ς του. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός με την αποτροπιαστική συμπεριφορά του υλοποιεί, άθελά του, την ηθελημένη πρόκληση της κυβέρνησης ενάντια στο λαϊκό κίνημα: «ο κορονοϊός είναι το πρόσχημα· η αιτία είστε εσείς με τις προτεραιότητές σας, τις αξιακές προτιμήσεις σας, τους ανυποχώρητους πόθους σας και την ολέθρια εμμονή σας στην ελευθερία, στον ανθρωπισμό και στην έλλογη σκέψη. Εναντιωνόμαστε στα πρότυπά σας γενικώς. Είμαστε οι ανυποχώρητοι ταξικοί εχθροί σας!». Άθελά τους μας ωθούν να βλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε την νεοελληνική κοινωνία και πολιτεία υπό το πρίσμα ενός αυξανόμενου αυταρχισμού. Εκείνοι που δεν το βλέπουν αυτό διακρίνονται από πολύ περιορισμένη ικανότητα παρατήρησης και από παντελή απουσία οποιασδήποτε ιστορικής αίσθησης.
ΙΙ) Και η Ελλαδική Εκκλησία; Πως αντιμετώπισε τους περιορισμούς του lockdown; Με αρνητική διάθεση σε κάθε περίπτωση, μέχρι και εχθρικά. Μερικοί αρχιερείς της απείλησαν ότι εις ένδειξη διαμαρτυρίας θα κτυπούν πένθιμα οι καμπάνες της μητροπολιτικής τους περιφέρειας ενώ άλλοι έφτασαν στο σημείο να μιλούν, με αξιοσημείωτη αμετροέπεια, για «διωγμό κατά της ορθοδοξίας»! Τελικά η κυβέρνηση επέτρεψε την λειτουργία των εκκλησιών με εννέα (9) και εικοσιπέντε (25) πιστούς σε κάθε ενοριακό και μητροπολιτικό ναό αντιστοίχως και τέλεση λειτουργίας μόνον ανήμερα των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Συνεπεία της σφοδρής αντίδρασης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας η κυβέρνηση πραγματοποίησε μία θεαματική αλλά ήκιστα κολακευτική, για την αξιοπιστία της, κυβίστηση επιτρέποντας την λειτουργία και την Πρωτοχρονιά με 25 και 50 πιστούς, αντί των 9 και 25, σε ενοριακούς και μητροπολιτικούς ναούς. Επιπλέον δόθηκε η δυνατότητα για επαναλαμβανόμενες λειτουργίες, τρεις και τέσσερις φορές ημερησίως, προς εξυπηρέτηση των πιστών χάριν των οποίων θα μείνουν οι ναοί ανοικτοί όλο το δωδεκαήμερο για «ατομική προσευχή». Μερικοί κληρικοί διατύπωσαν δημοσίως την άποψη πως δεσμεύονται μόνον από τις αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και όχι από τους νόμους της ελληνικής Πολιτείας. Μια τέτοια στάση αν και σήμερα ξενίζει, εντούτοις έχει ιστορικό υπόβαθρο στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Ένας βυζαντινός αυτοκράτορας που ήθελε να επεμβαίνει στα της Εκκλησίας, μπορούσε να επιβάλλει την θέλησή του στον κλήρο ακόμα και στην σφαίρα του δόγματος. Σύμφωνα με τον Οστρογκόρσκι, ο Ιουστινιανός «…τους Πάπες και Πατριάρχες τους θεωρούσε και τους μεταχειριζόταν σαν υπηρέτες του. Διεύθυνε τις υποθέσεις της Εκκλησίας όπως διεύθυνε τις υποθέσεις του κράτους… Ακόμα και σε θέματα πίστης και τελετουργικού η τελική απόφαση εξαρτιόταν από αυτόν και μόνο»[2]. Η Εκκλησία επιχείρησε να αντιδράσει (στη Δύση κυρίως) εναντίον αυτής της κρατικής πολιτικής επινοώντας την «θεωρία των δύο ξιφών» που πρωτοεμφανίστηκε τον ενδέκατο (11ο ) αιώνα στα έργα του Πέτρου Δαμιανού και έφτασε στην οριστική της έκφραση μόνο με την Βούλλα, Unam Sanctam, του Πάπα Βονιφάτιου του Η΄ το 1302, όπου και τα Δύο Ξίφη (o temporalis ή materialis gladius – το πρόσκαιρο ή υλικό ξίφος – και ο spiritualis gladius – το πνευματικό ξίφος) θεωρούνται τελικώς ως υποκείμενα στον έλεγχο της Εκκλησίας, που κι αυτή κυβερνάται μοναρχικώς από τον Πάπα. Μερικούς αιώνες ενωρίτερα ο Πάπας Γελάσιος ο Α΄ σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Α΄ το 494, ισχυρίζεται ότι ο κόσμος κυβερνάται κυρίως από την auctoritas sacrata (ιερή αυθεντία) των ιερέων και την regalis potestas (βασιλική εξουσία), με υπεροχή των «θείων πραγμάτων» που ανήκουν στην πρώτη, και πάνω απ’ όλα στον επίσκοπο της Ρώμης. Δεν ήταν μόνο το πνευματικό patrimonium, η κληρονομιά του αγίου Πέτρου, που έδινε στους επισκόπους της Ρώμης το εξαιρετικό γόητρο και την μεγάλη επιρροή τους: τον πέμπτο (5ο) αιώνα και αργότερα δεν είχαν κοντά τους έναν τόσον ισχυρόν αυτοκρατορικόν αυθέντη όσο είχαν οι επίσκοποι της Ανατολής![3] Τελικά ο αλαζόνας Πάπας Βονιφάτιος ο Η΄ αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με την κοσμικήν εξουσία έναντι της οποίας επεδείκνυε μάλλον περιφρονητική συμπεριφορά: ο βασιλιάς τη Γαλλίας Φίλιππος ο Γ΄ αψήφησε τον αφορισμό του και εξανάγκασε τον διάδοχό του να μεταφερθεί από την Ρώμη στην Αβινιόν. Από την στιγμή εκείνη η κυριαρχία του παπισμού δέχτηκε ένα πλήγμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ[4]. Τελικώς, κατά τον Henry Chadwick « … οι τελικές αποφάσεις για την πολιτική της Εκκλησίας ελαμβάνονταν από τον αυτοκράτορα».[5]
ΙΙΙ) Που να οφείλεται, άραγε, αυτή η αντίδραση της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας με την μη αναμενόμενη σφοδρότητά της; Πρώτα-πρώτα, στην μάλλον στερεά πεποίθησή της ότι η δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αφενός μεν θα υποχωρήσει, αφετέρου δε, θα σπεύσει να ικανοποιήσει τα ασύνετα αιτήματά της. Όπερ και εγένετο! Έπειτα υπάρχουν και λόγοι που ανάγονται στην λογιστική, επιχειρηματική δραστηριότητα της Ελλαδικής Εκκλησίας η οποία υφίσταται οικονομική ζημία από το κλείσιμο των ναών και την μη προσέλευση των πιστών σ’ αυτούς. Φυσικώ τω λόγω, μια τέτοιαν εξέλιξη την αντιμετωπίζουν αρνητικά και, από ένα σημείο και πέρα, εχθρικά. Επί πλέον, η κατάλυση των κυβερνητικών απαγορεύσεων και η κατίσχυση των, ασύνετων έστω, αιτημάτων της Εκκλησίας, συνιστά ένα αποτέλεσμα που προσδίδει στη τελευταία κύρος, που αναβαθμίζει, στα μάτια της ίδιας και των απλοϊκών πιστών της, το prestige της, που ισχυροποιεί την εν γένει θέση της στην νεοελληνική κοινωνία.
Τέλος, υπάρχει κι’ ένας άλλος βαθύτερος και, ενδεχομένως, σπουδαιότερος λόγος που λειτουργεί ως ανομολόγητο κρηπίδωμα των ασύνετων επιδιώξεων της Ελλαδικής Εκκλησίας. Πρόκειται για τούτο: Οι εκκλησίες είχαν παραμείνει κλειστές κατά την διάρκεια του εορτασμού του Πάσχα και της μεγάλης εβδομάδας αυτού του έτους (2020) λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Αν παρέμεναν κλειστές, για την αυτήν ως άνω αιτία, και το δωδεκαήμερο των εορτών των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων του ίδιου έτους (2020-2021) τότε στην συνείδηση της Ελλαδικής Εκκλησίας το ενδεχόμενο αυτό θα συνιστούσε έναν κίνδυνο που, φυσικά, δεν θα αφορούσε τους πιστούς της που «θα μείνουν πάλι αλειτούργητοι», αλλά αυτήν την ίδια: η κατ’ επανάληψη παντελής απουσία των πιστών απ’ την θεία λειτουργία ίσως ταρακουνήσει τον συνεκτικό δεσμό μεταξύ πιστών και Εκκλησίας, ενδεχομένως να τον χαλαρώσει επικίνδυνα, να τον μετατοπίσει σε άλλου είδους συσσωματώσεις άσχετες ή αντίθετες προς την Εκκλησία και τα σημαινόμενά της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει, κάτω από άλλες συνθήκες, ως θρυαλλίδα μιας άλλης διαδικασίας που, εξ αντικειμένου, θα έτεινε να ελαχιστοποιήσει την Εκκλησία ως μονάδα στοργής, ως καταφυγή των ανθρώπων από τα βάσανά τους και την πανταχού παρούσα ανασφάλειά τους, ως «εύδιολιμένα των χειμαζομένων». Μια τέτοια εξέλιξη την απεύχεται με αμετακίνητη αποφασιστικότητα η Εκκλησιαστική Ιεραρχία γι’ αυτό και εμφανίζεται, ανά πάσα στιγμή, έτοιμη να την απομακρύνει αποδεχόμενη έστω τον κίνδυνο μετάδοσης της πανδημίας όπως συνέβη στην εορτή του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη με τα καταστροφικά αποτελέσματα του απίθανου συνωστισμού της. Και η Ελληνική Πολιτεία (κυβέρνηση) γιατί έσπευσε να υπαναχωρήσει των αρχικών εξαγγελιών της και να ικανοποιήσει τα ασύνετα αιτήματα της Ελλαδικής Εκκλησίας;
Θα μας χαρακτήριζε ασύγγνωστη αφέλεια εάν υποθέταμε ότι οι συναποτελούντες την δεξιά κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και αυτός ο ίδιος είναι θρησκευόμενοι, και σε τόσο μεγάλο βαθμό μάλιστα, ώστε αντιλήφθηκαν το δίκαιο των εκκλησιαστικών αιτημάτων γι αυτό και έσπευσαν να τα ικανοποιήσουν επί ζημία της πολιτικής τους αξιοπιστίας.
Η όποια δύναμη και το όποιο γόητρο και κύρος της Ελλαδικής Εκκλησίας είναι έργο και αποτέλεσμα όχι της ηγεσίας της αλλά των διαχρονικών κυβερνήσεων της ελληνικής Πολιτείας. Η Εκκλησία συνιστά μια συντηρητική κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική δύναμη η παρουσία της οποίας συμφέρει τον συγκεκριμένο τύπο της κοινωνικής οργάνωσης αφού φαίνεται να έχει τον Θεό με το μέρος της. Γι‘ αυτό και η ελληνική Πολιτεία εξύψωσε την Ελλαδική Εκκλησία στο σημείο που την εξύψωσε. Την Εκκλησία η Πολιτεία την θέλει όχι ως μια εξουσία εξωτερική ως προς το κράτος, αλλά ως ένα instrumentum regni , δηλαδή ως ένα εργαλείο εξουσίασης στα χέρια των πολιτικών οι οποίοι δεν είναι απαραίτητο, πολλώ δε μάλλον, υποχρεωτικό να είναι θρήσκοι. Μπορεί να είναι και άθεοι οι οποίοι σωφρόνως συμπεραίνουν ότι η θρησκεία αποτελεί όπλο για όλους τους πολιτικούς αγώνες. Είναι ωφέλιμη όταν γεννά ευταξία[6]. Η άρχουσα τάξη της ελληνικής Πολιτείας και οι πολιτικοί διαχειριστές της από την στιγμή που εξύψωσαν την Ελλαδική Εκκλησία στο σημείο που την εξύψωσαν, δεν μπορούν, πλέον, να αγνοήσουν με ασφάλεια ένα τόσο ισχυρό όργανο. Δεν το διακινδυνεύουν. Αποφεύγουν να δαγκώσουν ένα καρύδι που ίσως δεν θα μπορέσουν να σπάσουν!
Υ.Γ. του TPP: το άρθρο γράφτηκε πριν από την πρόσφατη απόφαση της Ιεράς Συνόδου να αψηφήσει την κυβερνητική εντολή σχετικά με τη λειτουργία των εκκλησιών.
[1] (πρβλ. Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, σε μτφρ. Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 117).
[2] Βλ. G.E.M.DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, σε μτφρ του Γιάννη Κρητικού, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1998, σελ.500 και 501 όπου και παρατίθεται.
[3] βλ. ό.π σελ. 501 και 502
[4] Ρούντολφ Ρόκερ, Εθνικισμός και Πολιτισμός, εκδόσεις Άρδην, τόμος Α΄, Αθήνα, 1998, σελ. 220.
[5] Βλ. G.E.M DE STE. CROIX, σελ. 503 όπου και παρατίθεται.
[6] Βλ. Ρούντολφ Ρόκερ, ό.π., σελ. 207, 208 και, επίσης, Έρνστ Κασίρρερ, Ο μύθος του κράτους, εκδόσεις γνώση, σελ. 194, 195.