Στην ανακοίνωσή της η Επιτροπή σημειώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται εν μέσω βαθιάς ύφεσης, όντας αντιμέτωπη με τις συνέπειες της ραγδαίας οικονομικής προσαρμογής. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό άνω του 11% από την απαρχή της κρίσης και αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται το 2012. Σύμφωνα με την Κομισιόν, η συρρίκνωση αυτή της οικονομικής δραστηριότητας ήταν εν μέρει αναπόφευκτη, δεδομένης της μη βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα πριν την κρίση. Ωστόσο -συνεχίζει- η πιο αδύναμη της αναμενόμενης εξωτερική ζήτηση, η ανεπαρκής εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και η πολιτική και κοινωνική αστάθεια, σε συνδυασμό με το έλλειμμα ρευστότητας εξαιτίας της φυγής κεφαλαίων, βάθυναν περαιτέρω την κρίση.
 
Η Επιτροπή εκτιμά ότι «άν το πρόγραμμα εφαρμοστεί πλήρως και εγκαίρως, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να μειώσει τον δείκτη χρέους της σε περίπου 117% του ΑΕΠ μέχρι το 2020». Προσθέτει ότι ο δείκτης του χρέους θα παραμείνει υψηλός για πολλά έτη και, ως εκ τούτου, θα είναι ευάλωτος σε δυσμενείς, εγχώριες και παγκόσμιες, εξελίξεις. Ειδικότερα, η χαλαρή εφαρμογή του προγράμματος θα είναι ζημιογόνος για την ανάπτυξη, γεγονός που θα επηρεάσει δυσμενώς τη δυναμική του χρέους. Ο δείκτης χρέους που προβλέπεται επί του παρόντος για το τέλος της δεκαετίας είναι ακόμη πολύ υψηλός, οπότε και οι προσπάθειες για τη μείωση του χρέους θα πρέπει να καταβληθούν για μεγαλύτερη χρονική περίοδο, εκτιμά η Κομισιόν. Ωστόσο, η μείωση του δείκτη του χρέους που απορρέει από τη συνεπή εφαρμογή υγιών πολιτικών θα αυξήσει την αξιοπιστία της Ελλάδας στις αγορές και θα της επιτρέψει να αναζητήσει η ίδια κεφάλαια από την αγορά σε ανεκτό κόστος στο τέλος της περιόδου επίσημης χρηματοδότησης. 
 
Ωστόσο, σύμφωνα με την Επιτροπή το Μνημόνιο για να φέρει πλήρη αποτελέσματα, θα χρειασθούν τρία έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων οι ελληνικές αρχές θα υλοποιήσουν τις μείζονες μεταρρυθμίσεις. Προκειμένου λοιπόν να δοθεί ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα, η Επιτροπή προσδιορίζει μια σειρά δράσεων, οι οποίες, (όπως η ίδια αναφέρει) εφόσον υλοποιηθούν από τις ελληνικές αρχές έως το τέλος του 2012, θα συμβάλουν στο να ξεκινήσει η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία απασχόλησης. 
 
«Η αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής θα έχει καθοριστική σημασία για την αξιοπιστία των μεταρρυθμίσεων και την επιτυχία του όλου εγχειρήματος» επισημαίνεται. 
 
Η συνολική δέσμη συνδρομής της ΕΕ, περιλαμβανομένων των δανείων από μέρους της ΕΕ και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, της διαγραφής κατεχόμενου από τον ιδιωτικό τομέα ελληνικού χρέους και κονδυλίων της ΕΕ υπό τη μορφή άμεσων επιχορηγήσεων, ανέρχεται αθροιστικά σε 380 δισεκατ. ευρώ κατά τα τελευταία έτη. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με το 177% του ελληνικού ΑΕΠ. «Πρόκειται για ύψος βοήθειας που δεν έχει προηγούμενο» επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.