Ο Σουλτς έχει υποστηρίξει επανειλημμένα αυτή την άποψη εκ μέρους ειδησεογραφικών οργανισμών σχετικά με κλειστές δίκες, ήταν όμως η πρώτη φορά που δέχθηκε να την ακούσει μια στρατιωτική επιτροπή. Οι επιτροπές αυτές αποτελούν μέρος του συστήματος δικαστηρίων που δημιουργήθηκαν το 2006 στις Ηνωμένες Πολιτείες για να δικάσουν υπόπτους για τρομοκρατία. 
 
Η κυβέρνηση έχει μια πραγματική ευκαιρία να αναγνωρίσει ότι τα δικαιώματα της κοινής γνώμης που προκύπτουν από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος αφορούν και το Γκουαντάναμο, γράφει ο Σουλτς στους Νιου Γιορκ Τάιμς. Οι αξίες που υπηρετούν οι ανοιχτές ακροαματικές διαδικασίες – δημόσια αποδοχή της ετυμηγορίας, ευθύνη των δικαστών και των δικηγόρων απέναντι στους πολίτες και δημοκρατική εποπτεία των κυβερνητικών θεσμών – πρέπει να εφαρμοστούν και σ’ εκείνη την περίπτωση, και μάλιστα επειγόντως. 
 
Η αντιπαράθεση για τον δημόσιο χαρακτήρα των δικών του Γκουαντάναμο κορυφώθηκε στην περίπτωση της δίκης του Αμπντ αλ-Ραχίμ αλ-Νασίρι, ο οποίος κατηγορείται ότι ήταν ο εγκέφαλος της επίθεσης του 2000 εναντίον του καταδρομικού Cole του αμερικανικού Ναυτικού. Οι δικηγόροι του Νασίρι θέλουν να τον συναντήσουν χωρίς να φέρει αλυσίδες, υποστηρίζοντας ότι οι αλυσίδες παραπέμπουν σε βασανιστήρια και εμποδίζουν την ικανότητα του κατηγορούμενου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Προτείνουν μάλιστα να καταθέσουν υπέρ του αιτήματος αυτού τόσο ο Νασίρι όσο και ένας ψυχολόγος. 
 
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να θεωρεί τις τεχνικές ανάκρισης «απόρρητο υλικό». Με βάση αυτή τη λογική, η κατάθεση του Νασίρι για τη μεταχείριση που υφίσταται πρέπει να παραμείνει μυστική. Όμως ήδη έχουν γίνει γνωστά πολλά στοιχεία για την ανάκριση του Νασίρι, γράφει ο Σουλτς, ο οποίος διδάσκει στη Νομική Σχολή του Γέιλ. Μια έκθεση που συντάχθηκε το 2004 για λογαριασμό της CIA και που αποσπάσματά της δόθηκαν στη 
δημοσιότητα το 2009 αποκάλυψε ότι ο Ναρίσι υποβλήθηκε δύο φορές στο βασανιστήριο του πνιγμού (waterboarding), απειλήθηκε με όπλο και κρεμάστηκε σε στάσεις που θα μπορούσε να έχουν ως αποτέλεσμα την αποκόλληση των χεριών από τους ώμους του. Ποια πραγματική απειλή λοιπόν δικαιολογεί την απαγόρευση να ακούσει το κοινό από πρώτο χέρι την αφήγηση αυτών των ανακρίσεων; 
 
Τον Μάιο του 2010, τέσσερις δημοσιογράφοι εκδιώχθηκαν από το Γκουαντάναμο επειδή αποκάλυψαν το όνομα του επικεφαλής ανακριτή ενός υπόπτου για τρομοκρατία, του Ομάρ Χαντρ. Κι αυτό, παρόλο που ο ίδιος ο ανακριτής είχε 
βολιδοσκοπήσει αρκετά χρόνια νωρίτερα τον Τύπο για να αφηγηθεί την ιστορία του. Μετά τον σάλο που δημιουργήθηκε, ο επικεφαλής των δικηγόρων του Πενταγώνου Τζε Τζόνσον ζήτησε και πέτυχε την επιστροφή των δημοσιογράφων στο Γκουαντάναμο με την προϋπόθεση ότι θα δέχονταν να υπακούσουν τους κανόνες που ισχύουν.
 
Στη συνέχεια τροποποίησε αυτούς τους κανόνες. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι δημοσιογράφοι μπορούν να εκθέτουν γραπτώς τις αντιρρήσεις τους για την κάλυψη μιας δίκης στον πρόεδρο του δικαστηρίου. Έτσι κατάφερε και ο Ντέιβιντ Σουλτς να εκθέσει την άποψή του για την υπόθεση Νασίρι εκ μέρους δέκα ειδησεογραφικών οργανισμών (συμπεριλαμβανομένων των Νιου Γιορκ Τάιμς). 
 
Το επιχείρημά του ήταν ότι μπορεί μια συγκεκριμένη πληροφορία να χαρακτηρίζεται απόρρητη, αυτό όμως δεν μπορεί να απαγορεύει την πρόσβαση του κοινού σε μια δίκη – ιδιαίτερα μάλιστα αν η πληροφορία αυτή είναι ήδη γνωστή στην κοινή γνώμη και κυκλοφορεί ευρέως στο Internet. Στις 11 Απριλίου, εγκρίθηκε το αίτημα των δικηγόρων του Νασίρι να μη φέρει αλυσίδες όταν τον επισκέπτονται. Όμως το θέμα αυτό είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει. Και οι πολίτες δεν θα αποδεχθούν ποτέ τις αποφάσεις του δικαστηρίου του Γκουαντάναμο, όπως και οποιουδήποτε δικαστηρίου, αν οι μαρτυρίες και οι καταθέσεις παραμείνουν μυστικές από φόβο μήπως δημιουργηθούν αντιδράσεις για την κακομεταχείριση των κρατουμένων. 
 
Όπως επισήμανε το 1980 ο ανώτατος δικαστής Ουόρεν Μπέργκερ, σχολιάζοντας τη σημασία της πρόσβασης της κοινής γνώμης στα δικαστήρια: «Σε μια ανοιχτή κοινωνία, οι πολίτες δεν ζητούν από τους θεσμούς τους να είναι αλάθητοι. Δυσκολεύονται όμως να αποδεχθούν αυτά που τους απαγορεύεται να παρακολουθήσουν».