του Κωνσταντίνου Θεοδωρίδη
Σημαντική για την κατανόηση του έργου του Μάττα είναι η ανάγνωση της συγκυρίας στην οποία αυτό αναπτύχθηκε. Κοιτώντας κανείς την ιστορία ευρύτερα της Λατινικής Αμερικής μπορεί να συμπεράνει πως πρόκειται για μια ιστορία φτώχειας και για ένα σημείο του πλανήτη που λίγο-πολύ οι ΗΠΑ έβλεπαν σαν την «πίσω αυλή τους».
4 Σεπτεμβρίου του 1970. Ο 62χρονος Σαλβαδόρ Αλιέντε εκλέγεται πρόεδρος της Χιλής σε μια από τις καθοριστικότερες εκλογικές αναμετρήσεις της ιστορίας της χώρας. Ο Αλίεντε ήταν επικεφαλής της «Λαϊκής Ενότητας», όπου συστεγάζονταν σοσιαλιστές, κομμουνιστές και ριζοσπάστες καθολικοί. Αναμφίβολα, το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας ήταν πολύ προωθημένο. Το πρόγραμμα έβαλε μπροστά τις εργατικές ανάγκες, υποσχέθηκε μια εξωτερική πολιτική διεθνούς αλληλεγγύης και εθνικής ανεξαρτησίας και στόχευσε στον μετασχηματισμό του κράτους, σε λαϊκό κράτος. Η κυβέρνηση του Αλιέντε επανανοηματοδότησε την έννοια του «δημοσίου» στην Χιλή, έβαλε στρατηγικό στόχο τα πάντα να είναι προς λαϊκή, δωρεάν και δημόσια κατανάλωση.
Αυτό ήταν που συγκίνησε και τράβηξε το ενδιαφέρον του Ρομπέρτο Μάττα. Ο Roberto Sebastián Antonio Matta Echaurren, ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της Χιλής . Γεννήθηκε στο Σαντιάγο με βασκική και γαλλική καταγωγή. Σπούδασε αρχιτεκτονική και στα ταξίδια του βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Ευρώπη.
Το 1971 ταξιδεύει από την Ευρώπη στην Χιλή ειδικά για να υποστηρίξει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Εκεί αποφασίζει να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα, να μετατρέψει την τέχνη σε λαϊκό, δωρεάν και δημόσιο δικαίωμα. Συνεργάζεται με την κυβέρνηση Αλιέντε και γεμίζουν τους τοίχους της χώρας με τοιχογραφίες.
Ο Μάττα δεν ήταν ο πρώτος που επιχείρησε κάτι τέτοιο. Επηρεάστηκε από το παλιότερο κίνημα των Μουραλιστών Λατινοαμερικάνων. Ο «μουραλισμός» γεννήθηκε στο Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 20ου αιώνα. Μέρος του στόχου αυτού του κινήματος ήταν να εκπροσωπήσει δυναμικές και τάσεις για να επιδιώξει την επανένωση του λαού μετά το τέλος της Μεξικανικής Επανάστασης. Με μια ευρύτερη ματιά, η ραχοκοκαλιά αυτού του ρεύματος εντοπίζεται στην εξής ιδέα, η τέχνη δεν μπορεί να γίνεται μόνο στα σαλόνια υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός πελάτη-προύχοντα, αλλά οφείλει να είναι λαϊκό δικαίωμα. Την ίδια στιγμή ο Μάττα φαίνεται να συνδέεται με τον Μπρετόν και τους σουρεαλιστές της Γαλλίας.
Υπό αυτήν την έννοια, κάθε έργο του Μάττα εκείνη την περίοδο φέρει την ιδιαίτερη πολιτική φόρτιση-ευθύνη όπως αναλύθηκε παραπάνω. Την ίδια στιγμή φέρει και μια αξία ιστορικότητας, υπό την έννοια ότι πιάνει το νήμα από ένα ευρύτερο και παλιότερο καλλιτεχνικό ρεύμα και το μετασχηματίζει στο τώρα του 1971 στην Χιλή.
Το «Πρώτο γκολ του χιλιανικού λαού» δημιουργήθηκε από τον Μάττα, σε συνεργασία με την Ramona Parra Brigade και εκτέθηκε μόνο για τρία χρόνια. Το έργο έχει μήκος 24 μέτρα και πλάτος περίπου 5 μέτρα, ήταν ζωγραφισμένο για τον εορτασμό της πρώτης επετείου της κυβέρνησης του Αλιέντε και βρισκόταν στη δημόσια πισίνα δίπλα στο δήμο La Granja , ένα προάστιο νότια του Σαντιάγο της Χιλής. Δεν είναι τυχαία η παρομοίωση των πολιτικών εξελίξεων με ποδοσφαιρικό παιχνίδι, ούτε ότι ο Μάττα περιγράφει το σοσιαλιστικό πείραμα ως «πρώτο γκολ του χιλιανικού λαού». Αυτή η σχηματοποίηση απορρέει από την μακρά ποδοσφαιρική παράδοση του λατινοαμερικάνικου λαού και την ανάδειξη του σπορ ως το «άθλημα των υποτελών»
11 Σεπτεμβρίου 1973. Ο στρατός παύει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας του Αλιέντε και στη συνέχεια εγκαθιδρύει μία στρατιωτική χούντα που ανέστειλε όλες τις πολιτικές δραστηριότητες στη Χιλή και χτύπησε μανιωδώς τα αριστερά κινήματα, ιδιαίτερα τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα . Ο Αουγκούστο Πινοσέτ, κατέλαβε την ανώτατη εξουσία εντός ενός έτους από το πραξικόπημα και ανέλαβε την εξουσία επίσημα στα τέλη του 1974. Μία από τις κύριες ενέργειες της Στρατιωτικής Χούντας, εκτός από το να διώκει, να εξορίζει και να δολοφονεί ανθρώπους που θεωρούνται αντίπαλοι της κυβέρνησης, ήταν η καταστροφή των στοιχείων που παραπέμπουν στην αριστερά, είτε πρόκειται για ζωγραφική, μουσική και τραγούδια.
Η τοιχογραφία του Μάττα δεν αποτέλεσε εξαίρεση κα καλύφθηκε από περίπου 16 στρώματα βαφής και άλλα υλικά, τα οποία πλησίασαν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες ζημιές, μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως από την Πολιτιστική Εταιρεία «La Granja» το 2005-2007. Οι εργασίες αποκατάστασης μελετούσαν τον μηχανικό καθαρισμό, τη χρωματική αποκατάσταση και πραγματοποιήθηκαν από πέντε ειδικούς για 1 έτος και 8 μήνες, επιτυγχάνοντας 95% ορατότητα (65% πρωτότυπο, 30% χρωματικά αποκατεστημένο και μόνο 5% χαμένο). Η διαδικασία αποκατάστασης του έργου μεταφέρθηκε στις οθόνες μας μέσω της χιλιανής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με τον τίτλο « Το τελευταίο γκολ του Μάττα».
Αυτό ακριβώς το τελευταίο γκολ του Μάττα είναι που αξίζει να κοιτάξουμε στο σήμερα. Σε μια καθημερινότητα όπου τα πάντα είναι περισσότερο ιδιωτικά παρά δημόσια και που τα δικαιώματα μετατρέπονται σε αγορά, η σκέψη πίσω από την τελευταία υπόσχεση του Μάττα αποτελεί διέξοδο. Η σκέψη πως το δικαίωμα στην τέχνη δίνει την δυνατότητα στους λαούς να αποτυπώσουν τον συλλογικό τους εαυτό σε κάθε στιγμή, σε κάθε καμπή, σε κάθε σταυροδρόμι. Η σκέψη πως κανείς δεν πρέπει να αποκλείεται από την τέχνη, πως ο διαχωρισμός επίσημης και περιθωριακής τέχνης πρέπει να σβήσει. Το έργο του Μάττα είναι στρατευμένο, είναι κομμάτι μιας πολιτικής προπαγάνδας. Όχι επειδή χρηματοδοτήθηκε από τον Αλιέντε, όχι επειδή αναπτύχθηκε στα όρια ενός ιδεολογικού πλαισίου. Αλλά επειδή στο ιστορικό σταυροδρόμι της Χιλής του 1970, επέλεξε πλευρά, στρατεύτηκε, αφιερώθηκε. Ο Μάττα δεν υπήρξε μισθοφόρος του Αλιέντε, υπήρξε υπηρέτης μια αντίληψης για τις τέχνες, την κοινωνία και την ζωή. Για αυτό και το έργο αυτό έπρεπε να θαφτεί.
Κάτι λιγότερο από πενήντα χρόνια μετά, σε μια δυτική αστική δημοκρατία όπως η ελληνική, επανέρχεται στην κυβερνητική ατζέντα μια ανάλογη συζήτηση για τη λογοκρισία και τις τέχνες. Μια τέχνη με απαγορεύσεις είναι μια τέχνη που έχει αφέντη. Όλες αυτές οι ιστορίες κι οι οπτικές που συναντάμε στην τέχνη είναι σε τελική ανάλυση η αποτύπωση της πραγματικότητας. Αν οι λαοί εκχωρήσουν το δικαίωμα τους να δημιουργούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα τις τέχνες τους, είναι σαν να εκχωρούν το δικαίωμα τους να πουν την ιστορία τους. Έτσι η ιστορία θα ανήκει πάντα στους νικητές, σαν να μην υπήρξε κανείς άλλος, σαν τα πράγματα να ήταν έτσι από πάντα. Σαν η ιστορία να τελείωσε πριν καλά-καλά ξεκινήσει.
Το έργο του Μάττα μας διδάσκει πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Όσο υπάρχει ο λαός, θα διεκδικεί την ορατότητα του και πάντα με τον ένα ή τον άλλο η συλλογική πείρα θα ταξιδεύει μέσα στα χρόνια, θα βρίσκεται στα μικρά και στα μεγάλα, στα καθημερινά αλλά και στα σπουδαία. Για όσους έχουν αυτιά να την ακούσουν και μάτια να την δουν.