Ι) Αυτές τις μέρες (2-ΙΙ-2021) παρακολουθούμε απ’ τους τηλεοπτικούς δέκτες μας, με αισθήματα αγανάκτησης και αποστροφής, ένα τετράχρονο κοριτσάκι να κλαίει γοερά έξω από την θύρα ενός νηπιαγωγείου της Χαλκίδας ζητώντας σπαρακτικά βοήθεια απ’ την απούσα μητέρα του και εκλιπαρώντας , με αγωνιώδεις χειρονομίες, την δασκάλα του να του επιτρέψει την είσοδο στο νηπιαγωγείο απ’ όπου η τελευταία το έβγαλε έξω στην παγωνιά χωρίς το πανωφόρι του προκειμένου να το «συνετίσει γιατί είχε επιθετική συμπεριφορά»! Μετά την ευρύτατη κοινολόγηση του πιο πάνω «παιδαγωγικού σωφρονισμού» και την πάνδημη κατακραυγή που ξεσήκωσε, ο διευθυντής της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της Εύβοιας εμφανίστηκε στην τηλεόραση και εκάκισε το περιστατικό χαρακτηρίζοντας την συμπεριφορά της συγκεκριμένης δασκάλας ως «ανήκουστη». Οι δυσώδεις παιδαγωγικές μέθοδοι της συγκεκριμένης δασκάλας, όσο κι αν μας αγανακτούν, δεν είναι «ανήκουστες». Τα όσα πρόκειται να εκθέσω είναι προσωπικά μου, δικά μου βιώματα. Αποφεύγω να αναφέρω εμπειρίες που δεν τις βίωσα, που μου τις διηγήθηκαν άλλοι.

ΙΙ) Κατά το χρονικό διάστημα 1959-1962 ήμουν μαθητής των τριών πρώτων τάξεων ενός δημοτικού σχολείου σ’ ένα ακριτικό μακεδονίτικο χωριό. Επρόκειτο για την διαβόητη καραμανλική οκταετία (1955-1963) κατά την διάρκεια της οποίας υπέρτατος άρχοντας της ελληνικής υπαίθρου (και όχι μόνον), ήταν ο αμβλύνους αστυνομικός της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Αυτός διαφέντευε την γαλήνη, την ηρεμία, την σωματική ακεραιότητα, την προσωπική ελευθερία και, ενίοτε, αυτήν την ίδια την ζωή των συνανθρώπων του κατά το δοκούν μια και η «υπηρεσία» τον είχε θωρακίσει με απεριόριστες δυνατότητες επιχειρησιακής αυτοέκφρασης! Επρόκειτο για ένα κλίμα τρόμου, κατάδοσης, ξυλοδαρμών, γενικευμένης βίας και παράνοιας που δεν είχε καμία σχέση με την υφιστάμενη τότε νομιμότητα εκτός του ότι αποτελούσε χλευαστική παρωδία της και ταπεινωτικό διασυρμό της. Η ελληνική άρχουσα τάξη θορυβημένη από τις εκλογικές επιδόσεις της Ελληνικής Αριστεράς στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1958 και επιθυμώντας να αποσοβήσει μια διαφαινόμενη γιγάντωσή της στο εγγύς μέλλον, εντατικοποίησε  στο έπακρο την κρατική και παρακρατική καταστολή των δημοκρατικών ελευθεριών πριμοδοτώντας υπέρμετρα τον εκτελεστικό της βραχίονα, τον αποχαλινωμένο αστυνομικό η δράση του οποίου μεσουράνησε στις κοινοβουλευτικές εκλογές της βίας και νοθείας του 1961. Το επιβληθέν καθεστώς της βίας δεν περιορίστηκε μόνο στα εθνοφελή υπόγεια των αστυνομικών υπηρεσιών. Λογικό και αναμενόμενο ήταν να διαχυθεί στην ελληνική κοινωνία, να διαποτίσει τους αρμούς της, να επηρεάσει αρνητικά την συμπεριφορά των ανθρώπων ιδίως των δημοσίων υπαλλήλων και να οδηγήσει σε καταστάσεις ψυχικής και πνευματικής διάβρωσης, σε απομείωση του αυτοσεβασμού των ανθρώπων. Έτσι, ο απροκάλυπτος αυταρχισμός δεν χαρακτήριζε μόνον τον αποκτηνωμένο χωροφύλακα, άλλα κάθε φορέα οποιασδήποτε εξουσίας μηδέ του δασκάλου, και των ταπεινών αγροφυλάκων και δασοφυλάκων εξαιρουμένων οι οποίοι δεν ήσαν και τόσο ταπεινοί απέναντι στους τρομοκρατημένους αγρότες και κτηνοτρόφους. Για δασκάλα είχαμε μιαν εικοσιεξάχρονη κοπέλα που καταγότανε από ένα παραθαλάσσιο χωριό της Κορινθίας γεγονός που την καθιστούσε ιδιαιτέρως υπερήφανη. Ανάμεσα στις παιδαγωγικές της μεθόδους κατείχε πρωτεύουσα θέση ο πλουσιοπάροχος ραβδισμός. Χρησιμοποιούσε βέργα από άγρια κρανιά ξεφλουδισμένη και καψαλισμένη στις φλόγες με την οποία την εφοδιάζαμε τακτικά εμείς οι ίδιοι κατά διαταγήν της. Έτσι, επιλέγαμε εμείς οι ίδιοι τα εργαλεία της συχνής-πυκνής κακοποίησής μας ακολουθώντας πάντοτε απαρέγκλιτα τις απαιτούμενες προδιαγραφές της δασκάλας μας. Λ.χ η βέργα έπρεπε να έχει και κόμπους προκειμένου ο ραβδισμός να καθίσταται βασανιστικότερος και, προφανώς, παιδαγωγικότερος. Θυμάμαι με πόνο ψυχής μιαν, ειδικά, τιμωρία την οποία, αν κρίνω από τη συχνότητα της επιβολής της, η δασκάλα μας την εκτιμούσε ιδιαίτερα λόγω των εικαζομένων παιδαγωγικών αρετών της. Πρόκειται για τούτο: τότε πηγαίναμε σχολείο πρωί-απόγευμα. Όταν το μεσημέρι σχολούσαμε και έπρεπε να πάμε στα σπίτια μας για φαγητό ώστε να επανέλθουμε το απόγευμα, η δασκάλα τους τιμωρημένους μαθητές δεν τους επέτρεπε να φύγουν αλλά τους κατακρατούσε εντός του σχολικού κτηρίου κλειδώνοντας την αίθουσα διδασκαλίας και την θύρα εισόδου του σχολείου. Έτσι, οι τιμωρημένοι μαθητές έμεναν φυλακισμένοι εντός του σχολείου θεονήστικοι για τέσσερις και πέντε ώρες. Το χειρότερο δεν ήταν η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των επτάχρονων και οκτάχρονων μαθητών αλλά ένα απαίσιο παρακολούθημά της (για να μην πούμε υποπροϊόν της): το σχολείο δεν είχε ύδρευση ούτε αποχέτευση. Επομένως δεν υπήρχε ούτε βρύση ούτε αποχωρητήριο εντός αυτού με άμεση συνέπεια οι φυλακισμένοι μαθητές και μαθήτριες να βασανίζονται από δίψα και, το αισχρότερο, από την, ενίοτε αβάσταχτη, ανάγκη τους να ουρήσουν ή ακόμη και να αφοδεύσουν. Πολλές φορές σφιγγόμασταν υπέρμετρα, κλαίγοντας προκειμένου να καταστείλουμε τις πιεστικές φυσιολογικές ανάγκες του δοκιμαζόμενου οργανισμού μας. Δεν υπήρχε περίπτωση να ανακουφιστούμε εντός του σχολείου. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτονόητα ότι θα χρειάζονταν αρκετές βέργες κρανιάς πάνω στις τρυφερές παλάμες μας. Κατά την διάρκεια της προπεριγραφόμενης φυλάκισής  μας, η ξυλόσομπα, που λειτουργούσε με ξύλα που υποχρεωνόμαστε να φέρνουμε οι ίδιοι απ’ τα σπίτια μας, έσβηνε μ’ αποτέλεσμα η αίθουσα να κρυώνει και, συχνά- πυκνά τον χειμώνα, να παγώνει στην κυριολεξία. Επρόκειτο για κλασική περίπτωση παράνομης κατακράτησης και παράνομης βίας κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση, εγκλήματα διωκόμενα αυτεπαγγέλτως δηλαδή χωρίς έγκληση (μήνυση του παθόντος). Παρ’ όλα αυτά, ουδείς εκ των γονιών μας τόλμησε ποτέ όχι να υποβάλει μήνυση, αυτό θα  φάνταζε αυθάδεια άξια κολασμού, αλλά ούτε έστω και να διαμαρτυρηθεί εξωδίκως και ανωδύνως. Ο υπέρμετρος αυταρχισμός της κρατικής εξουσίας, η πανταχού παρούσα αστυνομική αυθαιρεσία συνέτειναν ώστε να εμπεδωθεί ένα κλίμα γενικευμένης κατατρομοκράτησης το οποίο, όχι μόνο ανεχότανε αλλά ευνοούσε αυτές τις βάναυσες συμπεριφορές. Είναι αυτό που στην θεωρία του Ποινικού Δικαίου αποκαλούμε  «εγκληματική τριτενέργεια» που σημαίνει, εκτός των άλλων, γενικευμένη εκβαναύσωση των ηθών και απομείωση του ανθρώπινου αυτοσεβασμού.

ΙΙΙ) Μετά παρέλευση τριάντα τριών (33) ετών απ’ τα πιο πάνω ιστορούμενα γεγονότα μαθητές, πλέον, ήσαν οι γιοί μου, ο μεγαλύτερος της Γ΄ Γυμνασίου και ο μικρότερος της Γ΄ Δημοτικού σε συνοικιακά σχολεία της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης. Την εποχή εκείνη συνέβη ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός που είχε δυσμενέστατες συνέπειες στην προσωπική και οικογενειακή μας ζωή. Πέθανε, ύστερα  από μακρά και επώδυνη ασθένεια, η τότε σύζυγός μου και μητέρα των γιών μου. Ελάχιστες ημέρες μετά τον θάνατο της μητέρας του ο οκτάχρονος μαθητής του δημοτικού σχολείου νεότερος γιός μου, έλαβε εντολή από την δασκάλα του, η οποία διακρινότανε από λεπτεπίλεπτες γαστριμαργικές προτιμήσεις και από απωθητικό, θηριώδη εγωισμό, να μεταβεί, κάτω από δυνατή βροχή, σ’ έναν συγκεκριμένο φούρνο απ’ τον οποίο θα της αγόραζε ένα συγκεκριμένο κουλούρι. Ο φούρνος βρισκότανε σε ικανήν απόσταση από το σχολείο και, επί πλέον, θα ’πρεπε να διασχίσει κάθετα δύο (2) μεγάλους δρόμους με πυκνή κυκλοφορία οχημάτων. Όταν ο οκτάχρονος γιός μου – μαθητής επέστρεψε στο σχολείο με το κουλούρι ανά χείρα, ήταν ήδη μούσκεμα απ’ την βροχή και παρέμεινε έτσι μέχρι να σχολάσει η τάξη του ύστερα από τέσσερις (4) ώρες, με συνέπεια να κρυολογήσει και να αρρωστήσει. Όταν υποδείχτηκε στον διευθυντή του σχολείου το άτοπο της συμπεριφοράς της υφισταμένης του δασκάλας, περιορίστηκε σ’ ένα χαμόγελο πλατύ, αλογίσιο διότι, προφανώς, αξιολόγησε την καταγγελόμενη  συμπεριφορά της ως ενάσκηση επαγγελματικού δικαιώματός της. Μετά ταύτα, κάθε ενασχόληση μ ’αυτούς τους δ α σ κ ά λ ο υ ς ήταν εντελώς περιττή. Ο μεγαλύτερος γιός μου και μαθητής της Γ΄ γυμνασίου παρέστη στην κηδεία της μητέρας του με συνέπεια να απουσιάσει μίαν (1) ημέρα από τα μαθήματά του. Προσκόμισε στους υπεύθυνους του σχολείου του τα δέοντα πιστοποιητικά που βεβαίωναν τον θάνατο της μητέρας του και την κηδεία της ως και την παρουσία του ιδίου στην τελετή της ταφής της. Οι υπεύθυνοι του γυμνασίου, μένοντας ακλόνητα πιστοί στα παιδαγωγικά τους καθήκοντα, του χρέωσαν έξι (6) αδικαιολόγητες απουσίες με το αιτιολογικό ότι «ο νόμος αναγνωρίζει ως  δικαιολογημένη απουσία μόνον την οφειλόμενη σε ασθένεια του μαθητή». Ωστόσο ο «Νόμος» ομιλεί για λόγους που συνιστούν ανωτέρα βία (γεγονός  ακαταμάχητον,  επενεργούν έξωθεν, μη  δυνάμενον  να προβλεφθεί ουδέ δια της καταβολής εξαιρετικής επιμελείας) και τέτοια είναι η ασθένεια του μαθητή μια και συνεπάγεται φυσική αδυναμία παρακολούθησης των μαθημάτων του, αλλά ανωτέρα βία δεν συνιστά ΜΟΝΟΝ η ασθένεια. Υπάρχουν και άλλες καταστάσεις και άλλα συμβάντα που συνιστούν ανωτέρα βία και δεν έχουν σχέση με καμία ασθένεια, λόγοι οι οποίοι εγκαθιδρύουν ηθική α δ υ ν α μ ί α του μαθητή να συμμετάσχει στα μαθήματά του όπως λ.χ ο θάνατος της μητέρας του και η κηδεία της στην οποία, φυσικώ τω λόγω, παρέστη ο ίδιος. Το να θεωρήσεις αδικαιολόγητη την απουσία του δεκαπεντάχρονου μαθητή και να του χρεώσεις «απουσίες» επειδή παρέστη στην κηδεία της σαραντάχρονης μητέρας του και όχι στην σχολική αίθουσα διδασκαλίας, συνιστά ενέργεια έκνομη, ανέντιμη, διακρινόμενη από υπερχειλή αναισθησία και αμίμητο, απωθητικό κυνισμό. Οι προαναφερόμενες δυσώδεις ιδιότητες οι οποίες, αν μη το άλλο, απάδουν σε δ α σ κ ά λ ο υ ς, είναι εν τούτοις, απλά «συνοδευτικά» του κύριου κρηπιδώματος της προπεριγραφείσας καθηγητικής συμπεριφοράς που δεν είναι άλλο από την ν ο σ η ρ ή   α π ό λ α υ σ η   τ η ς  ε ξ ο υ σ ί α ς! Η εξουσία, η οποιαδήποτε εξουσία, και η καταχρηστική της άσκηση είναι φαινόμενα συνυφασμένα, αλληλένδετα όπως ο θάνατος και η σήψη. Χάριν της εξουσίας τους γυμνασιακοί καθηγητές τιμωρούν δεκαπεντάχρονο μαθητή τους με χρέωση  «απουσιών» επειδή προτίμησε να παραβρεθεί στην κηδεία της σαραντάχρονης μητέρας του αντί να παρακολουθήσει τα μαθήματά του εντός της γυμνασιακής αίθουσας! Προκειμένου δε να καταστήσουν την ανεντιμότητά τους υπηρεσιακώς «εν τάξει» επικαλούνται ψευδώς τον «Νόμο» αυτοί οι εκ του παραχρήμα νομομαθείς, διατρανώνοντας έτσι την αξιοθρήνητη επαγγελματική τους ανεπάρκεια για την οποία μάλλον επαίρονται, αντί να αισχύνονται. Και όλα αυτά χάριν εκείνης της ανθρωποφάγας θεάς, της ε ξ ο υ σ ί α ς   για την οποία ο Ντοστογιέφσκυ λέει τα  ακόλουθα αθάνατα λόγια «… βάλτε ένα ανθρωπάκι να πουλάει κάτι άθλια εισιτήρια στο τρένο, κι αυτή η μηδαμινότητα αμέσως θα πιστέψει πως έχει το δικαίωμα να σας κοιτάει έτσι που λέτε και είναι ο Δίας, pour vous montrer son pouvoir ( για να σας δείξει την δύναμή του) – γαλλικά στο Ρώσικο πρωτότυπο κείμενο-«θα σου δείξω εγώ τι μπορώ να σου κάνω» σαν να σας λέει κοιτάζοντάς σας…»[1] Αυτή η ίδια ανθρωποφάγα θεά, η ε ξ ο υ σ ί α  βρίσκεται πίσω από την επαίσχυντη συμπεριφορά «παραγόντων» του αθλητισμού και προπονητών που απαιτούν εκβιαστικά «ωφελήματα εις είδος» απ’ τις δύστυχες αθλήτριες˙ αυτή η ίδια ε ξ ο υ σ ί α  ωθεί σκηνοθέτες, δασκάλους υποκριτικής, ιδιοκτήτες θεάτρων και παραγωγούς θεαμάτων να απαιτούν εκβιαστικώς από δύστυχες ηθοποιούς «αντιπαροχήν εις είδος» προκειμένου να σταδιοδρομήσουν επιτυχώς στο επάγγελμά τους. Όλες αυτές οι αισχρότητες που κατακλύζουν τις τηλεοπτικές μας οθόνες αυτές τις μέρες, είναι γνήσια τέκνα της ίδιας ε ξ ο υ σ ί α ς, αυτής της ανθρωποφάγας θεάς. Τέλος, για να καταδείξουμε την μακρόσυρτη διάρκεια και εξέλιξη της «εκπαιδευτικής» βαναυσότητας που καθιστά την σχολική – μαθητική εμπειρία τραυματική ας αναφέρουμε, εν τάχει, και τούτο: κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας καθιερωμένη ποινή σωφρονισμού στα σχολεία ήταν ο ανατριχιαστικός φ ά λ α γ γ α ς (απ’ το αραβικό «φαλάκ») σατανικό οθωμανικό εφεύρημα, για ποινή και σωφρονισμό. Τελικά, αυτή η ονειδιστική για ανθρώπινα όντα «παιδαγωγική» τιμωρία καταργήθηκε στα ελληνικά σχολεία τυπικά με το μ’ αριθμό 2210\28-8-1829 έγγραφο του Καποδίστρια[2].

ΙV) Η Βιομηχανική Επανάσταση με τις τεχνολογικές της καινοτομίες συμβάδιζε με την Πολιτική Αντεπανάσταση και την επιδίωξη, παντί τρόπω, της κοινωνικής πειθαρχίας[3]. Στο πλαίσιο εκείνης της Πολιτικής Αντεπανάστασης η ταχύτατη άνοδος του μεθοδισμού αποτέλεσε ψυχολογική συνιστώσα της Αντεπανάστασης, και χιλιασμό των ηττημένων και απελπισμένων. Οι ψυχολογικές βαναυσότητες που ασκούνταν στα παιδιά αποτελούσαν μία φρικτή πραγματικότητα για τα ίδια. Προτού καν φτάσει στην εφηβεία, το παιδί γινόταν αντικείμενο ψυχολογικών πιέσεων του χειρίστου είδους, όχι μόνο στο σ χ ο λ ε ί ο αλλά και στο σπίτι, όταν οι γονείς του ήταν θρησκευόμενοι. Σύμφωνα με τον W.E.H. Lecky «Σπανίως έχει υπάρξει σύστημα θρησκευτικής τρομοκρατίας πιο φρικτό, πιο ικανό να κλονίσει ένα εξασθενημένο πνεύμα, να συσκοτίσει ή να φαρμακώσει μιαν ευαίσθητη φύση» ενώ η Hannah More υποστήριζε τόσο σθεναρά όσο και ο Wesley την άποψη ότι ήταν « θεμελιώδες λάθος να θεωρούνται παιδιά α θ ώ α πλάσματα» και όχι πλάσματα  «με δ ι ε φ θ α ρ μ έ ν η   φ ύ σ η και κ α κ έ ς  π ρ ο δ ι α θ έ σ ε ι ς» (sic)[4].

Η προεκτεθείσα “άποψη” για την “διεφθαρμένη φύση και τις κακές προδιαθέσεις των παιδιών» είχε το ιστορικό προηγούμενό της στις χριστιανικές πηγές και στην χριστιανική γραμματεία οι οποίες αφιέρωναν μεγάλη προσοχή στις γυναίκες αλλά αγνοούσαν τα παιδιά ως α ι σ θ α ν ό μ ε ν α  υ π ο κ ε ί μ ε ν α. Ο Αυγουστίνος, με το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη των παιδιών είναι μια εξαίρεση, αλλά η εικόνα που δίνει για τα παιδιά και τα μωρά είναι αλησμόνητα α ρ ν η τ  ι κ ή. Ας την απολαύσουμε: «Παρακολούθησα και μελέτησα προσωπικά ένα ζηλιάρικο μωρό. Δεν μπορούσε να μιλήσει και, χλωμό από τη ζήλια και τη στεναχώρια, κοίταζε βλοσυρά τον αδελφό του που έπινε το γάλα της μητέρας του. Ποιός δεν γνωρίζει αυτήν την εμπειρία; Οι μητέρες και οι τροφοί ισχυρίζονται ότι την ξορκίζουν με τα δικά τους γιατρικά. Αλλά δ εν  μ π ο ρ ε ί  ν α ε ί ν α ι  α θ ω ό τ η τ α , όταν το γάλα ρέει πλούσιο και άφθονο από την πηγή, το να μην μπορεί να υποφέρει να το μοιράζεται με τον ομοαίματο αδελφό του , που το έχει ανάγκη να ζήσει, και η ζωή του εξαρτάται μόνο από αυτήν την τροφή»[5]. (Εξομολ. Ι.7.11.) Ο ίδιος (Αυγουστίνος) πίστευε ότι η αμαρτία είναι έμφυτη στους ανθρώπους οι οποίοι χρειάζονταν την θεία χάρη για να συγχωρεθούν[6], πράγμα που σημαίνει πως και τα παιδιά είναι αμαρτωλά εκ γενετής. Πρόκειται για την ιδέα του Peccatum originale ( πρωταρχικής αμαρτίας), την παραδοχή δηλαδή μιας αρχέγονης διαστροφής της ανθρώπινης βούλησης, μιας ριζικής διαφθοράς της ανθρώπινης φύσης[7].

Μια λοιπόν και τα παιδιά είναι όντα εκ γενετής διεφθαρμένα και διεστραμμένα θα πρέπει οι παιδαγωγοί τους αφενός μεν να λάβουν σοβαρώς υπόψη τους το δεδομένο αυτό, αφετέρου δε να λάβουν τα πλέον κατάλληλα μέτρα προκειμένου «να κάνουν ανθρώπους» αυτά τα πλάσματα με «διεφθαρμένη φύση και κακές προδιαθέσεις» χωρίς ίχνος αθωότητας! Αμ έπος, αμ έργον, λοιπόν. Τον λόγον έχει η διδασκαλική (ο όρος εν τη ευρεία του εννοία) βαναυσότητα. Η δασκάλα της Χαλκίδας και όλοι οι κατά καιρούς ο μ ό τ ε χ ν ο ί  της είναι οι ασύνειδοι συνεχιστές  μιας εξαιρετικά μακρόχρονης θλιβερής παράδοσης που έχει ως και θεολογικά ερείσματα και δογματική θεμελίωση (έστω και εντελώς σαθρή: O Ραϊμάρους στην Απολογία του, αντικρούοντας τον Αυγουστίνο, τονίζει ότι η αμαρτία είναι πράξη που επιτελείται με πράξεις, επιθυμίες ή έργα, ως εκ τούτου είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την συνείδηση του υποκειμένου της πράξης και δεν μπορεί να κληροδοτηθεί με αμιγώς φυσικό τρόπο, να μεταδοθεί από το ένα υποκείμενο στο άλλο. Το ίδιο ισχύει με την λύτρωση και τη δικαίωση…[8] Είναι καταδικαστέα και η ίδια η δασκάλα λοιπόν και η παράδοση την οποία συνεχίζει, έστω και ασυνείδητα.

  1. V) Δίκην επιμέτρου

Ο J.H. PLUMB, στην εμπνευσμένη εισαγωγή του στο έργο του Antony Andrews με τίτλο «Αρχαία Ελληνική Κοινωνία»[9] και στην σελίδα 18 λέει, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα: «τα μαθηματικά και η τέχνη της γραφής είναι ίσως τα κλειδιά της διανοητικής εξέλιξης. Η καταγραφή δεσμεύει τα γεγονότα: από τη στιγμή που θα καταγραφούν είναι λιγότερο εύκολο να αλλάξουν, ή να αλλάζουν συνεχώς, ανάλογα με ατομικές ή κοινωνικές ανάγκες. Η γραφή χάρισε στην διάνοια ένα πολύμορφο υλικό για να παίζει». Παράλληλα ο Arthur Darby Nock διατύπωσε την εξαιρετικά εύστοχη σκέψη: «Ένα γεγονός είναι ένα ιερό πράγμα, και η ζωή του δεν πρέπει ποτέ να θυσιάζεται στον βωμό μιας γενίκευσης», πολλώ δε μάλλον στον βωμό μιας αυθαίρετης γενίκευσης, θα προσθέταμε εμείς.[10] Επειδή όσα προσωπικά διηγήθηκα   αποτελούν  γ ε γ ο ν ό τ α , γι’ αυτό και τα καταγράφω δημόσια, για να μη χαθούν στο βάραθρο της λησμονιάς, για λόγους δικαιοσύνης και για να μάθουν οι νεότεροι «τι ακριβώς συνέβη στο παρελθόν» γιατί αποστολή της ιστορίας είναι μόνο αυτό και οπωσδήποτε όχι η σφυρηλάτηση του εθνικού φρονήματος ούτε η υπόθαλψη αλυτρωτικών προσδοκιών. Γι αυτούς τους λόγους, ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος. Ήταν αναπόφευκτος.

 

 

 

[1] βλ. Οι δαιμονισμένοι ,σε μτφρ .Αντρέα Σαραντόπουλου, Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος Α.Ε, Αθήνα, 1996, σελ. 72

[2] βλ. το πολύτιμο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Γ2, 1810-1821, έβδομη έκδοση, χ.χ.ε, εκδόσεις Πιρόγα, Αθήνα, σελ. 235,233,234.

[3] βλ. E. P. Thompson, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, σε μτφρ. Γιάννη Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό  Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, Δεκέμβρης 2018, σελ. 187, 204 και 225.

[4] Βλ .οπ. σελ. 385,381,377 και 404

[5] Παρατ. στο Averil Cameron, Η ύστερη ρωμαικη αυτοκρατορία, σε μτφρ της Ιωάννας Κράλλη, Ινστιτούτο του βιβλίου – Α.Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2000, σελ. 203-204.

[6] Βλ. ό.π, σελ. 291

[7] Βλ. Ernst Cassirer, Η φιλοσοφία του διαφωτισμού, σε μτφρ. της Αννέτε Φωσβίνκελ, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2013, σελ 238, 261 και 266

[8] Βλ. Ernst Cassirer, ό.π, σελ. 267 ad hoc.

[9] Σε μτφρ. Ανδρέα Παναγόπουλου, δ΄ανατύπωση, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 2008

[10] Βλ. το μνημειώδες έργο του G.E.M. DE STE. CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Από την αρχαϊκή εποχή έως την αραβική κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σε μτφρ. Γιάννη Κρητικού, Αθήνα, 1998, σελ. 57 όπου και παρατίθεται επιδοκιμαστικώς.