Αυτό σημαίνει ότι ο κορωνοϊός έχει ακόμα τρία χρόνια περιθώριο να κυκλοφορεί και να μεταλλάσσεται, με κίνδυνο να επιστρέψει σε χειρότερη μορφή και να χτυπήσει την πόρτα όλων- συμπεριλαμβανομένων των εμβολιασμένων.
Τα ευρήματα στα τέστ αντισωμάτων που έγιναν σε 5.000 αιμοδότες σε πέντε επαρχίες της Νότιας Αφρικής είναι συγκλονιστικά: περίπου ένας στους δύο είχε μολυνθεί με κορωνοϊό. Κάπως έτσι, από την ανεξέλεγκτη διάδοση μεταξύ υγιούς νεανικού πληθυσμού ξεπήδησε η νοτιοαφρικανική μετάλλαξη, με αντίστοιχο τρόπο ξεπήδησε η βραζιλιάνικη μετάλλαξη και έτσι θα συνεχίσει να συμβαίνει, εκτός αν εμβολιαστεί το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού το ταχύτερο δυνατό.
Σε αυτό το σημείο είθισται να υπενθυμίζουμε πόσο κολοσσιαία πρόκληση είναι ο εμβολιασμός 7 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, πόσο ελπιδοφόρο είναι το γεγονός ότι τα εμβόλια ανακαλύφθηκαν τόσο γρήγορα και άλλα τέτοια. Αυτό που δεν λέγεται είναι ότι έχουμε χάσει μια ολόκληρη πολύτιμη χρονιά με πολιτικές που δημιουργούν τεχνητή σπάνη.
Οι εταιρείες αρνούνται ότι οι ελλείψεις είναι τεχνητές, υποστηρίζοντας ότι κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να καλύψουν την τεράστια παγκόσμια ζήτηση. Ταυτόχρονα όμως πολεμούν όλους εκείνους τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να ρίξουν στην μάχη της παραγωγής του εμβολίου περισσότερα εργοστάσια σε περισσότερες χώρες, να αποκεντρώσουν την παραγωγή και να μειώσουν τις τιμές. Τέτοιοι μηχανισμοί υπάρχουν στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (η προσωρινή αναστολή της προστασίας διανοητικής ιδιοκτησίας για λόγους έκτακτης υγειονομικής ανάγκης, γνωστή ως TRIPS waiver, την οποία έχουν ζητήσει από τον Οκτώβριο η Ινδία και η Νότια Αφρική και θα ζητήσουν ξανά στην συνεδρίαση των αρχών Μαρτίου). Υπάρχουν επίσης εργαλεία στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (το νεοϊδρυθέν και ακόμα αναξιοποίητο αποθετήριο τεχνογνωσίας, ερευνητικών δεδομένων και πατεντών C-TAP, γνωστό ως πρωτοβουλία της Κόστα Ρίκα) και στο πλαίσιο του ΟΗΕ (το αποθετήριο πατεντών MPP που έχει ήδη σώσει εκατομμύρια ζωές καθιστώντας προσβάσιμες τις θεραπείες κατά του έιτζ). Και οι τρεις αυτές οδοί προϋποθέτουν την συνεργασία των εταιρειών, στην πρώτη περίπτωση για να επιτρέψουν στις υπάκουες κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης να άρουν το βέτο στον ΠΟΕ και στις άλλες δύο για να μοιραστούν την τεχνογνωσία τους. Τέλος, στο εθνικό δίκαιο πολλών χωρών -και της Ελλάδας- έχουν ενσωματωθεί ρήτρες υποχρεωτικής αδειοδότησης (compulsory licensing) η ενεργοποίηση των οποίων ίσως φαινόταν πιο χρήσιμη από την θλιβερή απόφαση των Βρυξελλών να εμποδίσουν τις εξαγωγές εμβολίων, που μόνο ως ένδειξη πανικού και αδυναμίας μπορεί να εκληφθεί.
Το ερώτημα βέβαια είναι αν υπάρχει στην πράξη η δυνατότητα να αυξηθεί η παραγωγή εμβολίων, ή αν τα εμπόδια είναι άλλης φύσης και δεν έχουν σχέση με τις πατέντες και την τεχνογνωσία. Οι εταιρείες υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες που κλείνουν μεταξύ τους για την αύξηση της παραγωγής (πχ οι Pfizer/BioNTech έκλεισαν συμφωνίες παραγωγής του εμβολίου τους σε εγκαταστάσεις της Novartis και της Sanofi, η AstraZeneca έχει δώσει άδεια σε εταιρείες στην Ινδία και την Νότια Κορέα, η Curevac συμφώνησε με την Bayer κτλ) είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνει, αφού, έτσι κι αλλιώς, η παρασκευή εμβολίων είναι δύσκολη υπόθεση για λίγους, σε αντίθεση με την πολύ απλούστερη παρασκευή γενόσημων φαρμάκων. Η απάντηση είναι ότι γραμμές παραγωγής εμβολίων μπορούν να δημιουργηθούν, ή να τροποποιηθούν, αν μεταφερθεί η τεχνογνωσία και επενδυθούν τα απαιτούμενα ποσά. Από τις συμφωνίες μεταξύ εταιρειών που έχουν ήδη κλείσει φαίνεται ότι η διαδικασία δεν απαιτεί παραπάνω από έξι μήνες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα εμβόλια mRNA, τα οποία μπορούν να παραχθούν και από εταιρείες χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην παρασκευή εμβολίων, αν κρίνει κανείς από την συμφωνία της Moderna με την ελβετική Lonza.
Όπως θα ήταν απολύτως αδύνατο να φθάσουμε στα τουλάχιστον τέσσερα εμβόλια αποδεδειγμένης αποτελεσματικότητας μέσα σε ένα χρόνο αν δεν προϋπήρχαν δημόσια ερευνητικά δεδομένα και αν δεν είχαν δοθεί με αστραπιαία ταχύτητα πακτωλοί δημόσιας χρηματοδότησης έτσι είναι αδύνατο να περιμένουμε ότι μπορεί να παραχθούν εγκαίρως αρκετά εμβόλια για όλο τον πλανήτη, χωρίς σοβαρή και οργανωμένη παρέμβαση των κρατών για την αναδιάταξη της παραγωγής. Οι συμφωνίες μεταξύ μεγάλων εταιρειών που προαναφέραμε είναι ένας τρόπος να κρατήσουν οι ίδιες τον έλεγχο της διαδικασίας αυτής, χωρίς να αφήσουν παράθυρα για ανάδυση ανταγωνιστών, που θα παρασκευάζουν και θα διαθέτουν εμβόλια σε χαμηλότερες τιμές. Ταυτόχρονα όμως οι συμφωνίες μεταξύ των φαρμακοβιομηχανιών περιορίζονται κατά βάση στην Ευρώπη, ενώ, στην απελπιστική κατάσταση που βρίσκονται τα πράγματα σήμερα, ο στόχος θα έπρεπε να είναι η ενεργοποίηση παραγωγικών δυνάμεων σε όλο τον πλανήτη. Την ώρα που η Ινδία, η Νοτια Αφρική και άλλες χώρες ζητούν τον τρόπο να παράγουν μόνες τους τα εμβόλια που χρειάζονται, οι εταιρείες απαντούν ότι ήδη υφίσταται ενας παγκόσμιος μηχανισμός για την προμήθεια εμβολίων ο Covax, μόνο που του λείπουν κάτι δεκάδες δισεκατομμύρια σε χρηματοδότηση. Όταν με το καλό τα βρει, θα αγοράσει τα δυτικά εμβόλια και θα τα στείλει στις χώρες που έχουν ανάγκη ενώ εν τω μεταξύ οι εταιρείες θα κάνουν και μερικές δωρεές (της τάξης των 40 εκατομμυρίων εμβολίων από την Pfizer, ενώ χρειάζονται δυο δισεκατομμύρια) για να μην κατηγορηθούν για αναλγησία.
Για τις εταιρείες η υπόθεση είναι πολύ κρίσιμη, γιατί αν χάσουν την μονοπωλιακή εκμετάλλευση θα χάσουν ένα μέρος των μελλοντικών κερδών από τα εμβόλια για τον κορωνοϊό και για τις μεταλλάξεις του (τα δισεκατομμύρια που κέρδισαν τον τελευταίο χρόνο είναι μόνο η αρχή). Επίσης, θα απεμπολήσουν το πλεονέκτημά αποκλειστικής χρήσης της τεχνολογίας αιχμής mRNA, που μπορεί να έχει και άλλες κερδοφόρες εφαρμογές για άλλους ιούς.
Αλλά το χειρότερο από την σκοπιά των εταιρειών, αν υποχωρήσουν, είναι ότι μπορεί να μην υπάρχει επιστροφή. Ηδη, οι πιέσεις οδήγησαν στην δημοσιοποίηση τριών συμβάσεων προαγοράς και συμβολαίων προμήθειας ανάμεσα στην AstraZeneca, την Curevac, την Sanofi και την ΕΕ αλλάζοντας τους όρους της μυστικότητας, που ως τώρα δρούσαν προς το συμφέρον τους. Το επιχείρημα ότι η μονοπωλιακή εκμετάλλευση είναι ευλογία γιατί λειτουργεί ως κίνητρο δεν μπορεί να επιβιώσει για πολύ σε συνθήκες πανδημίας, εγκαινιάζοντας μια εποχή ανοικτών δεδομένων και ανοικτής επιστήμης.
Εν τω μεταξύ, η δημοσιοποίηση των συμβάσεων της ΕΕ με τις φαρμακοβιομηχανίες αποδυναμώνει και το τελευταίο επιχείρημα των εταιρειών, ότι δηλαδή δήθεν δικαιούνται την μονοπωλιακή εκμετάλλευση γιατί ανέλαβαν το επιχειρηματικό ρίσκο. Απ ότι φαίνεται, οι κυβερνήσεις όχι μόνο συγχρηματοδότησαν την έρευνα, τις κλινικές δοκιμές και τις γραμμές παραγωγής των εμβολίων, αλλά αναλαμβάνουν και να απαλλάξουν σε σημαντικό βαθμό τις εταιρείες από την νομική ευθύνη, αν κάτι πάει στραβά.
Το τι έχουν πάρει τα κράτη ως αντάλλαγμα, είναι προφανές. Το για πόσο αυτή η κατάσταση πραγμάτων θα γίνεται ανεκτή από τους πολίτες είναι λιγότερο σαφές.
Οι τιμές
Ένα δευτερεύον ζήτημα έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Διαπραγματευόμενες από κοινού, οι χώρες της ΕΕ πέτυχαν χαμηλότερες τιμές από αυτές που χρεώνουν οι εταιρείες για τα ίδια εμβόλια σε άλλες χώρες και από αυτές που θα αποσπούσε πχ η Ελλάδα μόνη της. Το ιδανικό για τις εταιρείες θα ήταν να συνδέσει η κοινή γνώμη τις ελλείψεις εμβολίων στην ΕΕ με το γεγονός ότι οι 27 διαπραγματεύθηκαν ως μπλοκ και άρα μπερδεύτηκαν, καθυστέρησαν κτλ. Να θεωρηθεί δηλαδή ότι οι χώρες δεν πρέπει καν να προσπαθούν, συνασπιζόμενες, να αποσπάσουν καλύτερους όρους και ότι η πάγια τακτική της φαρμακοβιομηχανίας να παίζει την μία χώρα απέναντι στην άλλη, με μυστικές συμφωνίες, πρέπει να συνεχιστεί. Το πραγματικό συμπέρασμα όμως είναι ότι η ΕΕ δεν διαπραγματεύθηκε αρκετά σκληρά. Αντί να υπαγορεύουν οι δημόσιοι φορείς τους όρους με τους οποίους κινείται η αγορά σε ένα τόσο κεφαλαιώδες θέμα για την δημόσια υγεία και την παγκόσμια οικονομία, τελικά στην πράξη αυτό που συνέβη είναι το αντίστροφο, με τεράστιες επιπτώσεις.
Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε βέβαια να σημειώσει κανείς ότι ήταν μνημειώδης ανοησία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις, το καλοκαίρι, περιμένοντας να αποσπάσει καλύτερες τιμές στα εμβόλια, την ώρα που κάθε αργοπορία στον εμβολιασμό του πληθυσμού καταλήγει να επιβαρύνει την οικονομία με υπερπολλαπλάσιο κόστος από αυτό που γλίτωσε η υπερήφανη ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Είναι κάτι που ισχύει και δεν ισχύει. Η στρατηγική του “όσο-όσο” λειτούργησε πράγματι για μία μικρή χώρα, το Ισραήλ, που αγόρασε τα εμβόλια της Pfizer/BioNTech στη διπλάσια τιμή από αυτήν που τα προμηθεύτηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρέλαβε άμεσα πολύ μεγάλες ποσότητες με αντάλλαγμα τα προσωπικά στοιχεία των Ισραηλινών πολιτών και μέσα στο Μάρτιο ολοκληρώνει το πρόγραμμα εμβολιασμών. Δεν θα μπορούσε όμως να λειτουργήσει για μια ζώνη 450 εκατομμυρίων κατοίκων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση, όσο και αν πλήρωνε τις συγκεκριμένες εταιρείες γιατί απλά δεν υπάρχουν ακόμη εμβόλια στις ποσότητες που απαιτείται. Ακόμη περισσότερο δεν υπάρχουν στην ποσότητα και στην τιμή που θα χρειαζόταν για να εμβολιαστεί το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και να αποφευχθούν νέες μεταλλάξεις. Για όλα αυτά θα ήταν απαραίτητη μια συστηματική προετοιμασία, μια διαφορετική στρατηγική διαμοιρασμού της γνώσης και μια σοβαρή, αδρά χρηματοδοτούμενη βιομηχανική πολιτική που, δυστυχώς ακόμα δεν φαίνονται στον ορίζοντα.