Η στιγμή του τραύματος ως αφετηρία ενός διηνεκούς Γολγοθά
Η φύση των εγκλημάτων του βιασμού και της παρενόχλησης είναι πολύ ιδιαίτερη. Συνήθως, η ίδια η τραυματικότατη εμπειρία τους είναι μία μόνο αφετηριακή στιγμή από τον Γολγοθά που έπεται για το θύμα. Που περιλαμβάνει τη διαπόμπευση, την έγκληση του θύματος (victim–blaming), ακόμη και την ενίοτε εσωτερικευμένη ενοχή του για λόγους ψυχικά απροσδιόριστους.
Στην Ελλάδα κατ’ εξοχήν βλέπουμε και μια σύγκρουση γενεών. Στη χαρακτηριστική περίπτωση της Σοφίας Μπεκατώρου και άλλων αθλητριών ιστιοπλοΐας, το τραγικό πέρα από το ίδιο το τραύμα του βιασμού/παρενόχλησης είναι ότι κάποιοι που λειτούργησαν παρασιτικά εργαλειοποίησαν τη φιλοδοξία και τη φιλοτιμία νέων παιδιών για την αριστεία με την πραγματική σημασία της λέξης, προκειμένου να τα εκμεταλλευτούν σεξουαλικώς. Και μπορούμε να φανταστούμε τη συνέχεια, τον Γολγοθά που θα τράβηξε η Μπεκατώρου και άλλες αθλήτριες για να συνυπάρξουν με τις συναθλήτριες και συναθλητές τους. Και στον βαθμό που θα αρνήθηκαν το ενδεχόμενο μελλοντικής σεξουαλικής επανασυνεύρεσης με τους θύτες, πώς η στάση των τελευταίων από την προ βιασμού πατερναλιστική προσήνεια και χιουμοράκι θα μετετράπη σε μίσος, σε α πριόρι πόλεμο και ανταγωνισμό, σε παιχνίδι «καρότο- μαστίγιο», είτε για να καταπνίξουν την ενδεχόμενη καταγγελία, είτε για να απωθήσουν τις όποιες δικές τους ενοχές.
Νέες κοπέλες που προσπαθούσαν ταυτόχρονα να εκπροσωπήσουν την Ελλάδα και τις εαυτές τους σε ολυμπιακές διοργανώσεις, να έχουν δηλητηριαστεί ανεπίστρεπτα και συνεχόμενα για ό,τι θα έπρεπε να είναι απλώς όνειρο για συναθλητική άμιλλα. Και να έρχονται μέχρι και σήμερα ανεκδιήγητα απολειφάδια της πατριαρχίας να μιλάνε για την Μπεκατώρου σαν να προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή την περίσταση για να ανέλθει στην καριέρα της, αντί για το προφανές ότι έχουμε την περίπτωση κυκλωμάτων που πουλάνε φουμαροειδές παραγοντιλίκι, ώστε εκτός της κονόμας να μπορούν και να ικανοποιούν σεξουαλικές ορέξεις επί αδύναμων νέων, ακόμη και ανήλικων. Κυκλώματα που ασελγούν πάνω σε κορμιά και σε όνειρα, γιατί ξέρουν ότι η εναλλακτική των θυμάτων είναι να εγκαταλείψουν τον ορίζοντα της επιτυχίας και να επιστρέψουν στην ανώνυμη αφάνεια της οικίας τους.
Η πατριαρχική αντίδραση θέτει το ερώτημα «γιατί το θυμήθηκαν τώρα». Η απάντηση είναι γιατί πριν είχαν φροντίσει να τους στερήσουν την επιλογή, να τους θέσουν εκτός δυνατότητας εναλλακτικής, εκμεταλλευόμενοι τα όνειρά τους, επί των οποίων τα κυκλώματα παρασιτούσαν. Όλη η μετέπειτα διαδρομή τραυματισμένων, όπως η Μπεκατώρου, ήταν μια προσπάθεια για ανάδυση επιλογής εκεί όπου η επιλογή είχε αποκλειστεί. Ώσπου να αποκτηθεί η ελευθερία, όπως την ορίζει ο Sartre, ως «ελευθερία είναι τι κάνουμε με το τι μας κάνανε».
Κυκλώματα με επιτηδευμένη σύγχυση θυτών και θυμάτων
Περνώντας σε καταγγελίες από τον χώρο του θεάτρου, μεταξύ πολλών άλλων αυτό που κάνει εντύπωση είναι οι αναφορές στη δημιουργία κυκλωμάτων, όπου σε κάποια θύματα παρενόχλησης χορηγείτο επιτηδείως ο ρόλος του θύτη σε μελλοντικές παρενοχλήσεις, ώστε να θολώνουν τα όρια αθωότητας και ενοχής και να μην είναι δυνατή στο μέλλον η καταγγελία[1]. Και, βεβαίως, η διαπλοκή των σεξουαλικών παρενοχλήσεων με την πολιτική εξουσία, η προσπάθεια για επέκταση των κυκλωμάτων με «μοίρασμα» των παρενοχλουμένων, ώστε να διαδίδεται η ενοχή και να είναι δυσκολότερη η κατηγορία εναντίον της. Εντέλει, ένα κύκλωμα παρενοχλήσεων νεoτέρων (συμπεριλαμβανομένων πιθανώς και ανηλίκων) λειτουργούσε ως ένα «παράλληλο θέατρο» με τους δικούς του «ρόλους», όπου το σεξ εργαλειοποιείτο και ως τελετουργικό μύησης. (Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι υπό απόδειξη, όμως, η πολλαπλότητα, η αλληλοσυμπλήρωση και η σε γενικές γραμμές ομοφωνία των καταγγελιών είναι χαρακτηριστικές).
Σύγκρουση με έναν παλαιό κόσμο
Το κίνημα Me Too, ακόμη και στην ετεροχρονισμένη ελληνική εκδοχή του, δίνει την εντύπωση σύγκρουσης με έναν «παλαιό κόσμο», σύγκρουσης αξιών, ήθους, πολιτισμού. Συνδυάζει κατ’ αρχήν, δύο σημαντικές τάσεις του πολιτισμού των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ήτοι: α) Αφενός τη σύμπηξη κοινοτήτων γύρω από κοινές αφηγήσεις, με τις διηγήσεις τραυμάτων και δη σεξουαλικών να αποτελούν το έσχατο άκρο της βιωματικότητας. Και, β) αφετέρου, την «επίβλεψη από τα κάτω» ή «υπόβλεψη» (sousveillance), η οποία ως ένα αντεστραμμένο «Πανοπτικόν» συγκροτεί επίσης ψηφιακές κοινότητες, καθώς είναι απαραίτητη για την επιτυχία της η συνεργασία. Το γεγονός πάντως ότι το Me Too αρθρώνεται κατ’ εξοχήν διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως ένα ψηφιακό «θέαμα» δεν πρέπει να οδηγήσει σε σύγχυση με τις συνήθεις ποζεριές των καθ’ έξη βιωματικατζήδων. Για τα πραγματικά θύματα παρενοχλήσεων (σε αντίθεση με όποιους ξεθυμασμένους μιμητές τους) η διαδικασία εξομολόγησης είναι εξαιρετικά επώδυνη: Χρειάζεται να υπερνικήσουν όχι μόνο τον φόβο νομικών αγωγών για συκοφαντική δυσφήμηση, όχι μόνο συμπηγμένα κυκλώματα εξουσίας, όχι μόνο τη ντροπή της αφήγησης της εμπειρίας υπό καθεστώς victim–blaming, αλλά πάνω απ’ όλα συχνά την ίδια τους τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, ιδίως σε περιπτώσεις που η παρενόχληση/βιασμός έχει συμβεί σε τρυφερή ηλικία επιδρώντας καταλυτικά στη μετέπειτα ενήλικη υποκειμενοποίησή τους. Για αυτό και η δημόσια καταγγελία όχι μόνο απέχει παρασάγγας από τον συνήθη ναρκισσισμό του Διαδικτύου, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί έναν ιδιότυπο ηρωισμό του ανθρώπου που παλεύει ενάντια στη χαμηλή αυτοεικόνα που του έχουν επιβάλει εξουσιαστές στην αρχή της πορείας του στη ζωή.
Πάντως και για τους ίδιους τους εξουσιαστές δεν αποκλείεται να ισχύει κάτι παρόμοιο. Πολύ συχνά οι κακοποιητές και βιαστές ήταν οι ίδιοι θύματα κακοποιητικών οικογενειακών περιβαλλόντων και συνεχίζουν ένα φαύλο γαϊτανάκι. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ακόμη περισσότερο ότι μακριά από την εύκολη μονοσήμαντη κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε θύτες και θύματα, τα νεότερα «θύματα» κακοποίησης δίνουν έναν αγώνα και για τους επιγενόμενους, αλλά και για τους ίδιους τους «θύτες» τους. Για να σταματήσουν κυκλώματα κακοποίησης, τα οποία διαπλεκόμενα με την πολιτική εξουσία, με νοσηρές δομές οικογενειών, συχνά με ιδιότυπες τελετουργίες μύησης, έχουν την τάση να πολλαπλασιάζονται αναπαραγόμενα με δύναμή τους τη σιωπή και την αδιαφάνεια. Η διέξοδος στο φαύλο δίπολο αφενός της διάχυσης της ενοχής μέσω της χρήσης πρώην θυμάτων ως νέων θυτών και αφετέρου της αυτοδικαιωτικής ταμπελοποίησης ορισμένων μόνο σημαινόντων θυτών ως αποδιοπομπαίων τράγων, είναι η μετα-ηρωϊκή έξοδος των νέων θυμάτων από την εσωτερίκευση της κακής αυτό-εικόνας με καταγγελία του τι συμβαίνει, καθώς και η συλλογική ανάληψη από την κοινωνία ενός αγώνα διαφάνειας για χάρη του μέλλοντος.
Ο παλαιός κόσμος που κατ’ ελπίδα υποχωρεί είναι ένας κόσμος αδιαφάνειας, όπου πίσω από τους ευπρόσοπτους θεσμούς κυριαρχούν οι σκοτεινές συναλλαγές με πρώην θύματα να προορίζονται για τους ρόλους των νέων θυτών. Και με τη διεγερτική συρραπτική ύλη να είναι η ασέλγεια πάνω στον νεαρό και αδύναμο, ενίοτε ομαδική δίκην λακωνικής κρυπτείας. Συχνά βέβαια είναι η εσωτερική αδυναμία του θύτη να ελέγξει τον εαυτό του και το περιβάλλον που τον ωθεί στον ηδονισμό της επιβολής σεξουαλικής εξουσίας πάνω σε όποιον δεν μπορεί να δώσει συναίνεση. Το τσάκισμα της εισέτι λεπτοφυούς ευαισθησίας ενός νεαρού, όπως και η σπίλωση της αθωότητας προσφέρει ηδονή σε όποιον έχει ήδη πρόβλημα με τη δική του έλλειψη ελέγχου και χαμηλή αυτοεκτίμηση, όταν δεν πρόκειται απλώς για μια τελετουργική αντικειμενοποίηση των εξουσιαζομένων από τους πατροπαράδοτα ισχυρούς, ήτοι για μια εθιμική παιδεραστία των αρίστων ή «παιδαριστεία». Για αυτό και πρόκειται περισσότερο για συλλογικά κυκλώματα φαύλης αναπαραγωγής της κακοποίησης, όπου κάποιοι σημαίνοντες θύτες (ενδεχομένως πρώην θύματα) τίθενται εκτός της όρασης του «δίκης οφθαλμού» ως προνομιακοί απυρόβλητοι. Η διέξοδος απέναντι σε παρόμοια κυκλώματα δεν μπορεί παρά να είναι μια μαζική διαφάνεια από τα κάτω γιατί μόνο ένα ολικό αντεστραμμένο Πανοπτικόν θα κόψει τις αλυσίδες που οδηγούν από τα παλαιά θύματα στους νέους θύτες και από εκεί στα νέα θύματα.
Πιθανές ενστάσεις στο Me Too και εξέτασή τους
Δεν είναι πάντως άσκοπο να εξεταστούν ορισμένες ενστάσεις στο Me Too και δη όχι οι κοινότοπα αντιδραστικές, αλλά όσες γίνονται με έναν τρόπο ευαίσθητο προς τα κεκτημένα του κοινωνικού και νομικού πολιτισμού μας. Πολλές διερωτήσεις μπορούν να εγερθούν. Ενδεικτικά:
Μήπως το κίνημα Me Too εντάσσεται στην «κοινωνία του θεάματος», όπου οι νέοι νάρκισσοι σελφιστές και βιωματικατζήδες θα πλασάρουν μια φαντασιακή αυτό-εικόνα θυματοποιημένου ή αλληλέγγυου για λόγους ανόδου στο χρηματιστήριο των λάικ; Μήπως οι αυτοθυματοποιούμενοι του σήμερα χτίζουν καριέρες «σελέμπριτις» που θα οδηγήσουν στην αυριανή ιδεολογική ηγεμονία; Μήπως αναιρείται ο νομικός πολιτισμός μας του τεκμηρίου της αθωότητας από μαζοδημοκρατικά φεϊσμπουκοδικεία και τουιτεροδικεία που υπερτερούν ακόμη κι αυτών των τηλεδικείων; Μήπως το Πανοπτικόν από τα κάτω είναι ένας ατυχής κατοπτρισμός του εξουσιαστικού Πανοπτικού από τα πάνω που εντέλει απλώς συμπληρώνει τον ψηφιακό ολοκληρωτισμό της εποχής μας; Μήπως ο έμφυλος χαρακτήρας του κινήματος οδηγεί σε ταυτοτικές αναδιπλώσεις που επιβεβαιώνουν τον φιλελεύθερο δικαιωματικό πολιτισμό, υπονομεύοντας ένα γνήσια αριστερό πρόταγμα καθολικής χειραφέτησης; Μήπως έχουν τυπικά μαζοδημοκρατικό καρναβαλικό χαρακτήρα δίνοντας πρόσκαιρη ανακούφιση με την αποκαθήλωση ενός ατομικά ισχυρού και την άνοδο ενός θύματος, αφήνοντας άθικτες τις δομές της εξουσίας; Μήπως διώκεται η αμφισημία στις ερωτικές σχέσεις με αποτέλεσμα να γίνει ευκολότερη η παράδοσή μας σε μια φιλελεύθερη συμβολαιακή κατανόηση του έρωτα με τελικό αποτέλεσμα την κατίσχυση του πολιτισμού των αλγορίθμων, όπου η συναίνεση θα εξασφαλίζεται αυτονόητα μέσω των καταγεγραμμένων ψηφιακά ματσαρισμάτων με όποιον μας ταιριάζει μέσω ποσοτικοποιημένων υπολογισμών των ιδιοτήτων μας;
Εξετάζοντας παρόμοιες όχι παράλογες ενστάσεις θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε από την πολύ ιδιαίτερη φύση του βιασμού και της παρενόχλησης. Πρόκειται για μια παραβατικότητα που είναι πανταχού παρούσα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί, αλλά ακόμη και να καταγγελθεί λόγω του δυσανάλογου κόστους για το θύμα. Και βεβαίως λόγω της εγγενούς δυσκολίας στην αποδειξιμότητα δεν μπορούν να αποκλειστούν περιπτώσεις εργαλειοποίησης του Me Too είτε από κάποιον που θα εκβιάσει τον εργοδότη με τη δαμόκλειο σπάθη της καταγγελίας για παρενόχληση, είτε επειδή το ίδιο το σύστημα θα εξοντώνει επικίνδυνους αντιπάλους με χαλκευμένες μη αποδείξιμες κατηγορίες, όπως συνέβη στην πολύ σημαντική περίπτωση του Julian Assange, που κανείς μας δεν μπορεί να ξεχάσει. Το πλέον ειλικρινές είναι να παραδεχτούμε ότι για τόσο δύσκολα αποδείξιμα εγκλήματα, τα οποία μάλιστα επισύρουν εγκλήσεις και στο θύμα, είναι προς το παρόν ανεπαρκής ο νομικός πολιτισμός μας με τις παραδοσιακές αστυνομικές μεθόδους καταστολής του. Ίσως εδώ το ενδεδειγμένο βήμα είναι οι δομές υποστήριξης των θυμάτων να μπορούν να έχουν και μια λειτουργία συνδυαστικής εξέτασης καταγγελιών, ώστε να σχηματίζονται προφίλ περιπτώσεων. Με τον τρόπο αυτό η ευρύτερη κοινωνία των πολιτών θα συνέδραμε στο αστυνομικό έργο, που από μόνο του είναι δυσχερές να δώσει λύσεις σε ένα τόσο σύνθετο θέμα. Και βεβαίως υπό την πίεση και του Me Too κινήματος είναι δυνατή η ανανέωση του νομικού μας πολιτισμού με συμβάσεις, όπως η 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας[2] που αφορά σε στοχευμένες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κακοποίησης στον χώρο της εργασίας. Πρόκειται για ένα σημαντικό καινούργιο όπλο που θα προστεθεί κατ’ ελπίδα στα υπάρχοντα των Ένορκων Διοικητικών Εξετάσεων, της προσφυγής στον Συνήγορο του Πολίτη, στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας κ.ά.[3]
Ο μετα-ηρωισμός του Me Too ως υβρίδιο αντι-εξουσιαστικότητας και φιλελευθερισμού
Ως προς τη γενικότερη αξιολόγηση του κινήματος Me Too υπό την έποψη μιας ιστορίας των αξιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι φαίνεται να είναι ένα υβριδικό κίνημα που έχει χαρακτηριστικά τόσο αντι-εξουσιαστικότητας, όσο και κλασικού φιλελευθερισμού εντέλει συμβατού με τον τρέχοντα μαζοδημοκρατικό καπιταλισμό. Το στοιχείο της αντι-εξουσιαστικότητας έγκειται στο ότι χρειάζεται, όπως αναφέραμε, ένας ιδιάζων ηρωισμός ή μετα-ηρωισμός για να σπάσει μια μακροχρόνια και κυριολεκτικά πατρο-παράδοτη πατριαρχική σιωπή, που μας έρχεται από μακριά, ακόμη και από έναν μακρινό προκαπιταλιστικό κόσμο φεουδαρχίας και τελετουργικής αριστοκρατικής παιδεραστίας. (Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εκ των πρωταγωνιστών μεταξύ των καταγγελομένων κατέφευγε στο κλέος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού για να εξωραΐσει το πάθος του). Ο μετα-ηρωισμός αυτός αρθρώνεται μέσα από νέα δίκτυα μαζικού ακτιβισμού, προς τα οποία μπορεί να δυσπιστεί η αριστερή ορθοδοξία, πλην είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση ενός ασύλου χώρου, όπου τα θύματα θα μπορέσουν να λεκτικοποιήσουν το τραύμα, αφαιρώντας το καθηλωτικό πέπλο της ντροπής και του εσωτερικευμένου εξευτελισμού, ώστε να διανοιγούν καινοφανείς δυνατότητες δημοσιοποίησης.
Σε αυτόν τον δημόσιο χώρο νέας κοπής η υπόβλεψη πετυχαίνει το ζητούμενό της ακόμη και υπό την απειλή της μελλοντικής και ενδεχόμενης δημοσιοποίησης με πιθανό αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του φαινομένου της παρενόχλησης. Το φως της υπόβλεψης εκθέτει τη μικρότητα και ευτέλεια των εθισμένων στα πατριαρχικά αντανακλαστικά. Ακόμη κι αν αυτό ενταχθεί στις κανιβαλιστικές έξεις των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, είναι σημαντικό να σπάσει ως νοοτροπία η παλαιάς κοπής «μαγκιά» του «αρίστου» πανσεξουαλιστή για τον οποίο και η παιδεραστία ακόμη αποτελεί μέρος μιας εθιμικής αριστοκρατίας. Είναι αλήθεια ότι ο αξιακός ορίζοντας των αλλαγών αυτών είναι μια παντοκρατορία της συναίνεσης, η οποία αποτελεί μια κλασικά φιλελεύθερη αξία. Ωστόσο, δέον να θυμόμαστε ότι η Αριστερά αποτελεί μέρος του προγράμματος του νεωτερικού Διαφωτισμού και δεν χρειάζεται να εκχωρούμε αξίες, όπως η συναίνεση, στους δεξιάς κοπής φιλελεύθερους. Αυτό που ενδεχομένως θα χαθεί θα είναι η παλαιάς κοπής «αμφισημία» των ερωτικών σχέσεων, η «αμφισημία» που επέτρεπε λ.χ. στους ήρωες του Μ. Καραγάτση να έχουν ερωτικές σχέσεις με τις υπηρέτριές τους, οι οποίες ήταν αμφισήμως και οικιακές βοηθοί και λαϊκής σοφίας ερωμένες. Αυτό που ενδεχομένως θα χαθεί είναι μια παζολινικού τύπου αχαρτογράφητη επιθυμία, όπως την περιγράφει ο Dominique Fernandez ως γοητευτικός αντιδραστικός ενάντια στην κανονικοποίηση της ομοφυλοφιλίας[4]. Ακόμη και αν υπό μία εντέλει συντηρητική στάση κραδαίνουμε ως κίνδυνο το προφανές, ότι η μονομερής έμφαση στη συναίνεση ως παν-αξία μπορεί να οδηγήσει στην αλγοριθμοποίηση των σχέσεων από διαδικτυακές πλατφόρμες γνωριμιών, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και να προκαταλάβουμε ποιες νέες μορφές θα λάβει η αμφισημία και το αχαρτογράφητο στις ερωτικές σχέσεις μέσα από τη δημιουργία νέων τύπων επιτέλεσης του φύλου. Στις σχέσεις του σήμερα και του αύριο η συναίνεση είναι απλώς μια ρητή προϋπόθεση για δυναμικούς έρωτες που έχουν τη δική τους πολυπλοκότητα. Εντέλει, ο αγώνας ενάντια στην παρενόχληση και τον βιασμό για χάρη της πλήρους συναίνεσης είναι, μεταξύ άλλων, και ένας αγώνας για νέες επιτελέσεις της αρρενωπότητας που θα χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και περιχωρητική ενδοβολή των ανησυχιών των θηλυκοτήτων. Με αυτήν την έννοια είναι που έχει δίκιο ο Slavoj Žižek ότι το Me Too θα πετύχει μόνο αν προσφέρει ένα θετικό πρόταγμα κατ’ εξοχήν για τους άνδρες και τη δική τους ένταξη σε ένα χειραφετητικό όραμα[5].
Μπορεί βεβαίως να ευσταθεί η κριτική ότι το Me Too είναι ένα αξιακό κίνημα που προχωρεί μαζί με το κύμα του μαζοδημοκρατικού φιλελευθερισμού, ακολουθώντας μια διαλεκτική που είναι εσωτερική στον καπιταλισμό. Ο ίδιος ο καπιταλισμός, που κληρονομεί πρακτικές σεξουαλικής κακοποίησης από προηγούμενες φεουδαρχικές και δουλοκτητικές κοινωνίες, αποσαρθρώνει τις μεγάλες οικογένειες, στην εποχή μας και τις πυρηνικές, βάζει τις γυναίκες στον χώρο εργασίας και τις αφήνει έκθετες σε συνθήκες εντατικής εκμετάλλευσης και επισφάλειας, έναντι των οποίων κραδαίνεται ως αντίδοτο η ατομική ευθύνη και ηρωισμός στην καλύτερη περίπτωση διαμεσολαβημένοι από φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης μαζοδημοκρατίας μπορεί κανείς να πει ότι συμφωνεί με την ίδια την εσώτερη τάση του καπιταλισμού η μονοσήμαντη έμφαση στην ατομική συναίνεση και σε μια συμβολαιακή κατανόηση των ερωτικών σχέσεων, που θα προωθούνται από μαζικά κινήματα του νέου ψηφιακού δημόσιου χώρου. Και είναι αλήθεια ότι οι μάρτυρες του σήμερα ή, κυρίως, οι αλληλέγγυοί τους, μπορεί να είναι οι απαρτίζοντες την ιδεολογική ηγεμονία του αύριο, όπως έχουμε δει πολλές φορές και στο παρελθόν. Από αυτήν την άποψη μπορούμε να δούμε μια αντιστοιχία ανάμεσα στο Me Too και τη διττότητα του Μάη του ’68, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως και ένα αντιεξουσιαστικό κίνημα ενάντια στο παλαιό καθεστώς της δεξιάς εθνικιστικής συντήρησης, αλλά και ένα νικηφόρο εντέλει κίνημα αξιών που έφερε μια πολιτισμική επανάσταση συμβατή σε τελική ανάλυση με τον ατομικισμό και τη σεξουαλική απελευθέρωση του ύστερου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, επιτυγχάνοντας μια πύρρεια νίκη στις αξίες την ίδια στιγμή που ηττήθηκε στο βαθύτερο χειραφετητικό του πρόταγμα. Με μια παρόμοια έννοια είναι απολύτως δυνατή μια επανάκτηση (récupération / reappropriation) του Me Too από τον ισχύοντα νεοφιλελευθερισμό. Η επιμονή, ωστόσο, σε αυτή την κριτική, ακόμη κι αν έχει ψήγματα αλήθειας, αποτελεί μια κατά βάση συντηρητική εμμονή στην αριστερή ορθοδοξία, που αρνείται να εναγκαλιστεί βαθύτερες από τα κάτω μετατοπίσεις στις κοινωνίες μας, οι οποίες εντέλει ολοκληρώνουν το κοινό αριστερό και φιλελεύθερο νεωτερικό πρόγραμμα.
[1] https://www.2020mag.gr/themata/501-nikos-s
[2] https://www.ilo.org/dyn/normlex/en/f?p=NORMLEXPUB:12100:0::NO::P12100_ILO_CODE:C190
[3] https://insidestory.gr/article/sexoyaliki-parenohlisi-stin-ergasia
[4] Dominique Fernandez, Dans la main de l’ange, Grasset, Παρίσι 1982.
[5]https://www.youtube.com/watch?v=ai_UAPaoEW4&fbclid=IwAR1sdiimo1zFiL5mB5V67eC0gEK2s8I9VVmSoRs-AykrrUjNJOQyo1d_hmA&ab_channel=RT