Ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος, έστειλε επιστολή στο ΤhePressProject ως απάντηση σε σχόλιο της συνηγόρου του Δημήτρη Κουφοντίνα, Ιωάννας Κούρτοβικ, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης με τίτλο «Πώς συνεχίζουμε τη μάχη εναντίον της αντιδημοκρατικής εκτροπής» που διοργάνωσε το ΤPP την Καθαρά Δευτέρα. Σήμερα λάβαμε και δημοσιεύουμε την απάντηση της κας Κούρτοβικ σε όσα έγραψε ο κ. Χριστόπουλος, που ακολουθεί ακέραια:
«Να παραδεχτούμε τα λάθη μας!
Ενοχλεί η κριτική, αλλά οφείλουμε να την ακούμε. Ο καθένας μας μπορεί να κάνει λάθη. Και καθένας είναι υπεύθυνος για ότι λέει, αλλά και για όσα δε λέει, αλλά εννοεί.
Αδίκησα τον Δημήτρη Χριστόπουλο, τοποθετώντας τον στην ίδια θέση με αυτούς που τάχθηκαν αδιαπραγμάτευτα με το κράτος της κας Νικολάου , πανηγύρισαν την «ήττα» και δράχτηκαν της ευκαιρίας για να υποστηρίζουν την επιστροφή σε άλλες εποχές, στα πεδία της ποινικής καταστολής και όχι μόνον. Κι αυτό μου το λάθος διόρθωσα στην συνέχεια της συζήτησης και μπορώ να δεχτώ και ξανά ότι ήταν λάθος μου αυτή η -άθελά μου – άδικα ισοπεδωτική αναφορά.
Ωστόσο, θα πρέπει και ο Δημήτρης να ξανασκεφτεί αυτά που έγραψε και να ξανασκεφτεί χαρακτηρισμούς όπως «αισχρό(η;)» και «ανήθικο(η;)», (δε λέω, έχω δεχθεί και χειρότερα όλο αυτό το διάστημα) και να τα δει με γνώμονα την ιστορία του και την ιστορία μας.
Και πριν απ’ όλα , όσο κι αν ψάχνω, δεν μπορώ να βρω πού και πότε υπερασπίστηκα (και μάλιστα «με εμμονή») τη θέση που μου χρεώνει, ότι «νίκησε ο απεργός», που με μοναδικό μέσο το σώμα του, λιώνοντας 65 μέρες σε πλήρη ασιτία, δεν κατόρθωσε να κάνει τον πανίσχυρο αντίπαλο να υποχωρήσει.
Αντίθετα, στη συζήτηση του ThePressProject της Δευτέρας , στην τοποθέτηση μου, τόνισα ότι οι αγώνες δεν είναι πάντα νικηφόροι, μπορεί και να ηττώνται, επισήμανα, όμως, ότι η ήττα πολλές φορές γράφει ιστορία και ο ηττημένος μπορεί και να αλλάζει τους συσχετισμούς.
Είναι, ωστόσο λοιδορία του απεργού πείνας, που έφτασε μια κλωστή από το θάνατο, να διατρανώνει κανείς τη «νίκη» της Κυβέρνησης (λες και αναμετρήθηκαν ισότιμες δυνάμεις) και να μιλά περιφρονητικά για «κουβέντα για βάλσαμο» για αυτούς που τον υπερασπίστηκαν.
Είναι πρόκληση στους ανθρώπους, που εδώ και σε όλη την Ευρώπη, στις δυο πλευρές της Αμερικής, υπερασπίστηκαν τα δίκαια του απεργού, να θεωρεί κανείς ότι αυτά είναι «ιδεολογικά» ζητήματα (!), δημιουργώντας την εντύπωση ότι θεωρεί όλους αυτούς υποστηρικτές του αντάρτικου πόλης, νομιμοποιώντας (άθελα) με τον τρόπο αυτό την επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης, τη βία που εξαπέλυσε στους δρόμους και την αποπνικτική φίμωση της ενημέρωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Και είναι άστοχο να επιχειρηματολογεί κανείς πάνω από ένα ετοιμοθάνατο σώμα, χρεώνοντας του «ανευθυνότητα», «αυτοαναφορικότητα» και «ναρκισσισμό» , κρίσεις που όλοι καταλαβαίνουν ότι παραπέμπουν στον απεργό και όχι στην «ατομική τρομοκρατία», καθώς η σχετική συζήτηση για τις οργανώσεις μειοψηφικής πολιτικής βίας που αναστάτωσαν την Ευρώπη και την Ελλάδα, πολλές δεκαετίες πριν, έχει τελειώσει εδώ και χρόνια.
Έτσι, στηρίζει, (άθελά του) την πλευρά του «νικητή» και την επιχειρηματολογία που ανάπτυξε (ένας «πολυδολοφόνος» δεν μπορεί να διεκδικεί δικαιώματα) , αλλά και τα σκονάκια του «νικητή», που είχε κάθε λόγο να βάζει στο τραπέζι την «τρομοκρατία», για να δικαιολογήσει τη στάση του.
Είναι πρόβλημα να συνδέει κανείς τον κρατούμενο με αυτά για τα οποία δικάστηκε και καταδικάστηκε. Γιατί άθελά του στηρίζει την επιχειρηματολογία αυτών, από την πλευρά του «νικητή», που δεν τους αρκεί, αυτή η καταδίκη και με τέτοιες αιτιολογίες , ζητάνε την κεφαλική ποινή για να ικανοποιηθούν.
Σε μια σύγκρουση τέτοιων διαστάσεων, δεν έχει σημασία το «νόμιμο» αλλά το δίκιο. Και έχει σημασία σε ποια πλευρά του δίκιου θα σταθείς . Κι ας έχει κόστος σε τέτοιες στιγμές η τοποθέτηση.
Αισχρή κι ανήθικη όμως δεν είναι.
Γιάννα Κούρτοβικ».