Κείμενο – Συνέντευξη: Τζένη Τσιροπούλου
Φωτογραφίες: Γιώργος Μουτάφης
Ποια είναι η ψυχοσύνθεση του ανθρώπου που αν και γιατρός δεν σώζει ζωές αλλά ζει με τον θάνατο; Πώς είναι να ψηλαφίζεις την κοινωνία μέσα από την ανθρώπινη ανατομία; Πώς νιώθεις όταν μετά το νεκροτομείο ετοιμάζεις φαγητό για τα παιδιά σου, γελάς με ένα χαζό αστείο ή θυμώνεις με κάτι μικρό; Καιρό τώρα είχα μέσα μου μια έντονη περιέργεια για το επάγγελμα του ιατροδικαστή.
Έτσι γνωρίστηκα με τον Νίκο Καλόγρηα. Μοιραστήκαμε αρκετούς πρωινούς καφέδες και συζητήσεις στην οδό Αναπαύσεως, κάτω από τα γραφεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας.
Εδώ και 25 χρόνια που ασκεί το επάγγελμα του ιατροδικαστή δεν νιώθει σε τίποτα να μοιάζει με τους ήρωες στις αστυνομικές σειρές, τις οποίες ούτως ή άλλως απεχθάνεται. Η δουλειά του τον βαραίνει ψυχικά όλο και περισσότερο, δημιουργώντας του ένα εκκρεμές άγχος θανάτου.
Το πρώτο μας γύρισμα στο νεκροτομείο Αθηνών ήταν η παρακάτω συνέντευξη που πρόκειται να διαβάσετε εν είδει μονολόγου.
Αυτή ήταν η μοναδική φορά που είδαμε το νεκροτομείο άδειο και φρεσκοσφουγγαρισμένο. Τα υπόλοιπα γυρίσματα έγιναν εν ώρα εργασίας.
Έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα με τα παγωμένα σώματα, τη βαριά μυρωδιά, τα τατουάζ που μαρτυρούσαν την αβάσταχτη μοναδικότητα ενός ανθρώπου, των αγνώστων στοιχείων χρήστη ηρωίνης, το αγόρι από το τροχαίο, τα ανθρώπινα όργανα που για πρώτη φορά βλέπαμε.
Το πιο ορατό αποτύπωμα του νεκροτομείου επάνω μου ήταν η σχεδόν αυτόματη επιλογή να σταματήσω να τρώω κρέας. Τα πιο αόρατα, ποιος ξέρει τι δουλειά έκαναν μέσα μου;
Η κάμερα-διαμεσολαβητής συχνά λειτουργούσε σαν ασπίδα, ή σαν placebo, για να βγει το γύρισμα.
Σε εκείνη την πρώτη συνέντευξη, ο Νίκος άθελά του μας έδωσε μια υπέροχη ιδέα: να κάνουμε γύρισμα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, τη μέρα που τα παιδιά λένε τα κάλαντα.
Και κάπως έτσι πήρε μορφή το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους “Κάλαντα”.
Ένας ιατροδικαστής αφηγείται
[Βρισκόμαστε στο νεκροτομείο. Είναι άδειο και φρεσκοσφουγγαρισμένο. Οι εργαζόμενοι έχουν φύγει και τα γραφεία τελετών έχουν παραλάβει όσους νεκροτομήθηκαν]
Αυτό που δεν έχω συνηθίσει, μετά από τόσα χρόνια, είναι η μυρωδιά του νεκροτομείου. Η μυρωδιά που έχει ένα βάρος και μια δύναμη μεγαλύτερη κι από την εικόνα πολλές φορές. Ιδίως το καλοκαίρι, με πτώματα σε σήψη, δύσκολη συνθήκη. Μια μυρωδιά που δεν έχεις συγκεκριμένα λόγια να την περιγράψεις και δυστυχώς την κουβαλάς για ώρες μαζί σου.
Η μέρα του ιατροδικαστή δεν διαφέρει πολύ από των άλλων ανθρώπων. Ξεκινάει στις 6.30 με ταπεινές υποχρεώσεις – προετοιμασία των παιδιών για το σχολείο και μετά ψυχοθεραπευτικό τρέξιμο με τον σκύλο στους δρόμους της πόλης. Αυτό ξεκίνησε σαν αγγαρεία, αλλά τελικά είναι το πιο ήσυχο κομμάτι της μέρας.
Κάποιες μέρες είμαι στο νεκροτομείο και άλλες στην ιατροδικαστική υπηρεσία. Εκεί εξετάζω τους ζωντανούς που ζητάνε ιατροδικαστική εξέταση γιατί είναι θύματα ξυλοδαρμού, βιασμού ή ενδοοικογενειακής βίας.
Άλλοτε ταριχεύω νεκρούς για να ταξιδέψουν και να ταφούν στις χώρες καταγωγής τους και άλλοτε μεταβαίνω σε τόπους εγκλήματος για αυτοψία.
Τώρα δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα αυτό. Ο προηγούμενος προϊστάμενος είχε φέρει εδώ τα παιδιά του παραμονές Χριστουγέννων για να πουν τα κάλαντα. Είχαμε τραβήξει μια φωτογραφία που είναι τα παιδιά του, 8-10 χρονών, στην είσοδο του νεκροτομείου, λένε τα κάλαντα κι από πίσω είναι οι σοροί των νεκρών. Πολύ δυνατή φωτογραφία. Ούτε ο πιο σπουδαίος φωτογράφος δεν θα μπορούσε να το ‘χει σκεφτεί αυτό. Δυο παιδιά με δυο τρίγωνα στο χέρι να λένε τα κάλαντα μπροστά σε δέκα νεκρούς για νεκροτομή.
Τα τελευταία χρόνια κουβαλάω περισσότερο το βάρος της δουλειάς μαζί μου. Κι αυτό μεταφράζεται σε ένα άγχος θανάτου – μάλλον έχει σχέση με το ότι μεγαλώνω, έχει σχέση με τα παιδιά μου και με τις ιστορίες των ανθρώπων που ζω εδώ. Τα πρώτα χρόνια με προστάτευε ο ενθουσιασμός μου για τη δουλειά. Τα τελευταία χρόνια όμως, όταν φεύγω από το νεκροτομείο, νιώθω σαν να βγαίνω από μια βραχεία νοσηλεία.
[ακούγονται νεανικές φωνές απ’ έξω]
Φοιτητές. Η νέα γενιά ιατροδικαστών. Περιμένουν να μπουν στο νεκροτομείο για μάθημα. Η ιατροδικαστική ως ειδικότητα είναι στις τελευταίες επιλογές των φοιτητών και αυτό είναι αποτέλεσμα της δυσκολίας του να ζεις καθημερινά με τον θάνατο.
Μαζί μας δουλεύουν και άνθρωποι που δεν έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο: οι βοηθοί μας οι νεκροτόμοι, οι άνθρωποι που καθαρίζουν. Εδώ έχω γνωρίσει πραγματικά τους πιο ευαίσθητους ανθρώπους. Κάποιοι παλαιότεροι νεκροτόμοι δεν άντεχαν αυτό που συμβαίνει και είχαμε και περιστατικά βαρέως αλκοολισμού.
Στην Ελλάδα έχουμε έναν τρομερό όγκο δουλειάς που δεν συναντάται σε άλλες χώρες. Μια πόλη 5 εκατομμυρίων έχει μόνο 1 νεκροτομείο και πέντε-έξι ιατροδικαστές άρα μπορεί να κάνεις πάνω από 1.000 νεκροτομές τον χρόνο.
Αυτό που τα κάνει όλα πιο δύσκολα είναι οι ιστορίες των αγαπημένων τους. Με τα χρόνια αυτό με τσακίζει. Ο θάνατος έχει ένα ιδιαίτερο βάρος για τους ανθρώπους που αγαπούσαν πολύ αυτόν που χάνεται και όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Μαθαίνουν ότι έχει φύγει ο άνθρωπός τους και ζητάνε από σένα να μάθουν τι συνέβη, πώς, ποιες ήταν οι συνθήκες, είτε ήταν τροχαίο, έγκλημα ή αυτοκτονία. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν δεχτεί μόνο ένα τηλέφωνο που λέει ότι ο άνθρωπός τους χάθηκε. Πολλές φορές μπαίνω στη θέση τους και φοβάμαι ένα τηλέφωνο που χτυπάει ξαφνικά.
Όταν κάποιος κάνει αυτή τη δουλειά για χρόνια και του ζητάνε να θυμηθεί παραδείγματα, είναι σαν να πέφτει ένα μαύρο πανί στο μυαλό του. Θέλω να τα βγάλω έξω από μένα, κάνω ένα delete να τα ξεχάσω, αλλά σίγουρα υπάρχουν περιστατικά που δεν ξεχνιούνται εύκολα.
Ήταν πολλά χρόνια πριν. Μόλις είχα διοριστεί – τότε ο μεσαίος γιος μου μόλις είχε γεννηθεί – και με φωνάξαν σε ένα περιστατικό στο Γαλάτσι. Μια γυναίκα καθόταν στα σκαλοπάτια και κάπνιζε. Υπήρχε μια ταραχή και στους αστυνομικούς. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα είδα ότι μέσα στον φούρνο της κουζίνας, αυτή η γυναίκα είχε ψήσει το παιδί της. Ήταν ένα παιδί δύο μηνών που μόλις το είχε ψήσει στον φούρνο, όπως ψήνουμε ένα φαγητό. Αυτό ήταν κάτι που το κουβάλησα και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη και 20 χρόνια μετά, το κουβαλάω ακόμα.
Με τα παιδιά μου συνήθως δεν συζητάω τα περιστατικά και προσπαθώ να μην τους μεταφέρω τις φοβίες μου. Με αυτά που βλέπω στη δουλειά μου θα μπορούσα να τους κλείσω στο σπίτι και να μην τους αφήσω να ξαναβγούν ποτέ [χαμογελάει]. Πάντως τα πιο πολλά τα μαθαίνουν στο σχολείο. Όταν κάποια υπόθεση έχει δημοσιότητα, τους ρωτάνε «Τι είναι αλήθεια; Πες μας! Τι είδε ο μπαμπάς σου;» Κανένας από τους γιους μου δεν θέλει να γίνει γιατρός. Δεν εκτιμούν πολύ τη δουλειά μου και νομίζω ότι τους το έχω καλλιεργήσει εγώ αυτό.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που μας ρωτάνε, «Πώς κατάντησες ιατροδικαστής;»
Οι ψυχαναλυτές λένε ότι όσοι διαλέγουν αυτή τη δουλειά έχουν έναν εσωτερικό φόβο θανάτου και προσπαθούν έτσι να τον ξορκίσουν. Προφανώς δεν μπαίνεις σε αυτόν τον χώρο αν δεν σε τρώει κάτι μέσα σου για να θέλεις και για να αντέχεις να είσαι κάθε μέρα με τον θάνατο.
«Σπούδασες ιατρική και μπορούσες να σώζεις ζωές. Πώς κατάντησες ιατροδικαστής;»
Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούσα να σώζω ζωές. Οι ιατροδικαστές, για να το δούμε και λίγο πιο χαλαρά, είναι μια ειδικότητα που δεν έχει το άγχος του γιατρού που μπροστά του βρίσκεται ένας άνθρωπος με το επείγον αίτημα να σωθεί.
Δεν έχουμε τη χαρά της σωτηρίας της ανθρώπινης ζωής, δεν έχουμε τη χαρά της επαφής.
Οι ιατροδικαστές ξέρουν τα πάντα, αλλά τη λάθος ώρα. Είμαστε αυτή η επιλογή, της λάθος ώρας.
Μια άλλη ερώτηση που πάντα δεχόμαστε είναι αν τρώμε κρέας. Ούτε σε αυτή την κατηγορία ανήκω. Τρώω ενίοτε κρέας, όπως όλοι οι άνθρωποι.
[χτυπάει το κινητό του]
Να σηκώσω το τηλέφωνο; Συγγνώμη. Είναι για ένα έγκλημα που είχαμε σήμερα και θέλουν πληροφορίες.
Υπάρχουν περιστατικά που ο ιατροδικαστής είναι πράγματι ένα πολύ ισχυρό κομμάτι στο παζλ εγκληματία-απονομής δικαιοσύνης. Άλλες πάλι φορές κι εμείς, από μια διάθεση αυτάρεσκη που όλοι οι άνθρωποι έχουμε, θέλουμε να υπερτονίσουμε τον ρόλο μας. Δεν είναι όμως πάντα καθοριστικός ο ρόλος μας. Υπάρχουν τα ανακριτικά στοιχεία, οι αυτόπτες μάρτυρες. Δεν μπορεί ο ιατροδικαστής να πάει κόντρα σε αυτά, γιατί ελέγχεται από την ίδια την αλήθεια.
Θυμάμαι όμως ένα περιστατικό που χωρίς εμάς, ίσως να μην είχε βρεθεί ποτέ η αλήθεια.
Πριν από χρόνια, η 15χρονη Μυρτώ είχε βρεθεί χτυπημένη στην Πάρο. Ήταν ένα περιστατικό με μεγάλη δημοσιότητα. Η κοπέλα είχε πάει για μπάνιο με τη μαμά της, εξαφανίστηκε και βρέθηκε τραυματισμένη. Η πρώτη εκτίμηση ήταν ότι έπεσε από έναν βράχο.
Η Μυρτώ μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο στην Αθήνα και εκεί διαπιστώσαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε βρεθεί γυμνή και ανιχνεύσαμε βιολογικό υλικό ενός άνδρα επάνω της, οπότε μας γεννήθηκε η υποψία ότι είχε κακοποιηθεί. Χάρη στο DNA έχει αλλάξει τελείως η διερεύνηση εγκλημάτων. Από το DNA, λοιπόν, πιθανολογήθηκε από τους γενετιστές η εθνικότητα του δράστη. Κάποια συγκεκριμένα γονίδια συναντώνται πιο πολύ σε Έλληνες παρά σε Βούλγαρους, σε Τσέχους παρά σε Αιθίοπες, οπότε η έρευνα προσανατολίστηκε σε συγκεκριμένες εθνικότητες. Συλλέχθηκε γενετικό υλικό από όλα τα σπίτια της Πάρου από την πιθανώς εμπλεκόμενη εθνικότητα: οδοντόβουρτσες, εσώρουχα, μπουκάλια νερού, κλπ. Και βρήκαμε τελικά το DNA του δράστη.
Το έγκλημα είναι παρόν σε όλες τις κοινωνίες. Το έγκλημα που έχει να κάνει με προσωπικά πάθη πιθανώς να είναι ανέγγιχτο από τις συνθήκες. Αυτός δηλαδή που σκοτώνει από ζήλεια, ο διαταραγμένος που σκοτώνει τον πατέρα του, η μάνα που σκοτώνει το παιδί της εν μέσω μιας ψυχικής διαταραχής, αυτό υπήρχε, υπάρχει, θα υπάρχει. Από την άλλη όμως, το έγκλημα της καθημερινότητας είναι ξεκάθαρο ότι έχει να κάνει με κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες – δεν χρειάζεται μια ανάλυση ιατροδικαστή για να το επιβεβαιώσει αυτό.
Πάντως σίγουρα τα τελευταία χρόνια το έγκλημα και η βία είναι σε έξαρση.
Οι βιασμοί που εξετάζουμε έχουν αυξηθεί πάρα πολύ σε σχέση με 20-30 χρόνια πριν, γιατί οι γυναίκες – πολύ σωστά φυσικά – το καταγγέλλουν και καταφεύγουν στη δικαιοσύνη.
Η ενδοοικογενειακή βία του σαββατοκύριακου. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που μου δημιουργεί πάντα απίστευτη αμηχανία. Άνθρωποι που ζουν μαζί και προφανώς δεν αντέχονται, και το σαββατοκύριακο γίνεται το πεδίο μάχης. Δεν έχουν υποχρεώσεις, δεν εργάζονται όπως τις καθημερινές, και εκδηλώνεται μια απίστευτη βία. Το ιατρείο τη Δευτέρα είναι σχεδόν πάντα γεμάτο από περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας του σαββατοκύριακου.
Η δουλειά μας έχει να κάνει συχνά με περιστατικά αυξημένου κοινωνικού ενδιαφέροντος και πολλές φορές γινόμαστε κι εμείς κομμάτι της δημοσιότητας. Από την πυρκαγιά στο Μάτι με τους 102 νεκρούς που νεκροτομηθήκαν όλοι από εμάς, τον σεισμό του ‘99 με τους 120 νεκρούς, την πτώση του αεροπλάνου Helios, το περιστατικό του Ζακ Κωστόπουλου, που ήταν ένα δύσκολο και ιατροδικαστικά περιστατικό, μέχρι να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας υπήρξε αμφισβήτηση για τη στάση μας και για την ενδεχόμενη ή μη αμεροληψία μας. Είναι κάτι που εύκολα μπορεί να συμβεί σ’ αυτή τη δουλειά.
Δεν είναι όμως κοινωνιολογική προσέγγιση. Αυτή θα την κάνουν οι κοινωνιολόγοι και εν τέλει το δικαστήριο θα πάρει μια θέση και θα τιμωρήσει τον δράστη. Ο ιατροδικαστής είναι όπως ο οφθαλμίατρος. Δεν πρέπει η πολιτική του θέση να επηρεάσει το πόρισμά του γιατί αυτό είναι καταστροφή. Ευτυχώς τώρα μπορεί και η οικογένεια να διορίσει τον δικό της τεχνικό σύμβουλο και τα πράγματα είναι πιο διάφανα.
Αν σε κάνει το επάγγελμα του ιατροδικαστή πιο συντηρητικό; Έχω μια διαφορετική άποψη. Η φιλοσοφία του καθενός δεν φτιάχνεται από το επάγγελμά του. Φτιάχνεται από το μέσα του, από το πώς μεγάλωσε, από την οικογένειά του. Η εύκολη σκέψη είναι ότι οι ιατροδικαστές είναι πιο συντηρητικοί γιατί έρχονται σε καθημερινή επαφή με τη βία, το έγκλημα, και μπορεί να γίνουν ευκολότερα ρατσιστές, γιατί βλέπουν τη βία να προέρχεται από συγκεκριμένες ομάδες. Μπορούν όμως να επιλέξουν και τον άλλο δρόμο – της ευαισθητοποίησης. Το πού θα πάει κάποιος έχει να κάνει με το τι κουβαλάει. Αυτές οι δουλειές γίνονται νωρίς. Για κάποιους μπορεί να συνιστά ένα άλλοθι για να εκδηλώσουν ακραίες απόψεις που έχουν δομηθεί μέσα τους στα χρόνια που μεγάλωναν.
Μια μικρή αίσθηση ματαιότητας και απογοήτευση. Δεν είναι καταθλιπτικό πάντως το συναίσθημα στο τέλος της μέρας. Γιατί αν δώσεις στον εαυτό σου τα περιθώρια να το φιλοσοφήσει, αυτή είναι η ζωή. Έχει αυτό το κομμάτι, αλλά έχει και το άλλο που είναι το πιο σπουδαίο: να επιλέγεις τους ανθρώπους σου, τους ανθρώπους με τους οποίους μπορείς να συνεννοηθείς.
Κι ο Θεός;
Ζηλεύω τους ανθρώπους που πιστεύουν και μακάρι να μπορούσε να συμβεί και σε μένα. Οι περισσότεροι ξυπνάμε με έναν φόβο θανάτου που είτε είναι παρών είτε είναι στο υποσυνείδητο είτε μας δημιουργεί νευρώσεις είτε κρίσεις πανικού. Το να μπορεί να το διαχειριστεί κάποιος μέσω της πίστης του, αυτό είναι ευτυχία.
Κανείς δεν πιστεύει ότι θα φύγει από τη ζωή. Κανείς. Ούτε αυτός που είναι 20 ούτε αυτός που είναι 100 και είναι στο κρεβάτι.
Η Κική Δημουλά το λέει συγκλονιστικά σε μια συνέντευξή της:
«Όλοι σκεφτόμαστε βαθιά μέσα μας, μήπως είμαι εγώ αυτός που θα τη σκαπουλάρω; Μήπως είμαι εγώ αυτός που θα τη γλιτώσω τελικά;»
Συντελεστές:
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Τζένη Τσιροπούλου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιώργος Μουτάφης
Μοντάζ: Στεύη Παναγιωτάκη
Σχεδιασμός – Μίξη Ήχου: Νίκος Λιναρδόπουλος
Post-Production: Σταύρος Συμεωνίδης
Υπότιτλοι: Μαρία Αμπελουργού
Σχεδιασμός Αφίσας: Λουκία Κασφίκη
*Αυτή την περίοδο το ντοκιμαντέρ “Κάλαντα” αποστέλλεται σε διεθνή φεστιβάλ. Για προσεχείς προβολές ακολουθήστε τη σελίδα μας στο Facebook.